«ΕΙΜΑΣΤΕ ΟΛΟΙ μας παιδιά του χρόνου./ Αυτός μας θρέφει,/ αυτός μας σκεπάζει με σύννεφα το βράδυ,/ σ’ αυτόν λέμε τα μυστικά,/ τα όνειρά μας,/ και μας φιλά στο μέτωπο, χαμογελά,/ λέει:/ όλα θα γίνουν, θα σας γεμίσω δώρα,/ θα σας πάρω αγάπες και φωτιές,/ ύστερα μας φορτώνει στους ώμους του/ και τρέχει για τον ήλιο./ Κοιμόμαστε στο ίδιο κρεβάτι,/ μέσα στην αγκαλιά, πάνω στο στήθος του/ γελάμε./ Ξεχνάμε/ πως ο χρόνος τρώει τα παιδιά του».
Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΜΑΝΤΟ ΓΚΕΖΟΣ είναι ο εικοσιεξάχρονος Βορειοηπειρώτης που τιμήθηκε πρόσφατα με κρατικό βραβείο ποίησης. Σπούδασε Τοπογράφος Μηχανικός στο ΕΜΠ μα στην πραγματικότητα ξοδεύει τα νιάτα του «χαρτογραφώντας τη θλίψη των νόστων»: «Στοίβαξε το παιδί καρέκλες ίσαμε τον ουρανό/ να φτάσει το βάζο με το μέλι./ Η μάνα του πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο/ και του τράβηξε το αφτί:/ Το φυλάμε για τους μουσαφιραίους, είπε,/ δεν είναι για τα μούτρα σου/ τα βάζα με διαλεχτό λιωμένο ήλιο».
ΣΕ ΚΑΙΡΟΥΣ ΔΥΣΚΟΛΟΥΣ ΣΚΟΤΕΙΝΟΥΣ, συννεφιασμένους, η ποίηση είναι το φως που υψώνεται πάνω από την αυθαίρετη νύχτα της ανθρώπινης ύπαρξης, επιμένει μια καλή φίλη. Να διαλύσει τα σκοτάδια, να αλλάξει τη ζωή, να μεταμορφώσει τον κόσμο, «να ξεφορτώσει ουρανό στις ψυχές των ανθρώπων» που 'λεγε ο Νικηφόρος Βρεττάκος. «Ηταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι/ η μάνα μου, ο πατέρας, ο Φραντς κι εγώ./ Ο πατέρας μού έτρωγε το χέρι/ κι εγώ με το άλλο ανακάτευα το μυαλό μου,/ ψάχνοντας να βρω το κουτάλι που είχε πέσει μέσα./ Η μάνα,/ μοναδική γυναίκα πια στον κόσμο,/ κρατούσε την ομπρέλα για να μην πέφτουν/ οι βόμβες στα κεφάλια μας./ Κι ο Φραντς στη μέση του τραπεζιού/ περίμενε τον πατέρα μας να τελειώσει μαζί μου./ Ο Φραντς/ πάνω στη μεγάλη ασημένια πιατέλα/ μ’ ένα μήλο στο στόμα» απαντά ο Γκέζος.
«ΚΑΘΕ ΤΑΞΙΔΙ ΜΟΥ κυλά μες στη μελαγχολία,/ μέσα στη μοναξιά του γεμάτου λεωφορείου ή τρένου,/ εγώ κι ο δρόμος μοναχά/ που απλώνεται στα πόδια μου ανοιχτός/ και άπειρος,/ όπως ο δρόμος που διέσχισα/ κι άφησα πίσω μου μέχρι το σήμερα,/ μέχρι το τώρα./ Είναι ίσως η αγωνία για το τι με περιμένει στον σταθμό,/ για το αν με περιμένει κάποιος άνθρωπος με αίμα/ κι αγκαλιά./ Ισως η υποχρέωση που φέρνει κάθε φορά η άφιξη/ να βγεις έξω στον κόσμο και να ζήσεις./ Τώρα όμως που βλέπω τον κόσμο να χάνεται/ σε τρίμματα πίσω απ' το τζάμι,/ να σβήνει όπως μια χαρακιά στο κύμα,/ λέω μήπως φταίει μοναχά που κάθε μου ταξίδι/ είναι μια πρόβα για το άλλο,/ το μεγάλο».
ΒΡΟΧΕΣ ΚΑΤΑΙΓΙΔΕΣ και χιόνια στα ορεινά προοιωνίζονται σήμερα με πεσιμιστική ποιητική διάθεση τα μετέωρα. Και πτώση του υδράργυρου επιπροσθέτως. Σκηνικό που θα κρατήσει ώς το Πάσχα.
Μετέωρος [email protected]