→Η «περίπτωση Μπαλτάκου» αποδεικνύει με ανάγλυφο τρόπο την κρίση πολιτικής ταυτότητας, την οποία αντιμετωπίζει το κόμμα Νέα Δημοκρατία ως υποκείμενο του συντηρητισμού στην ελληνική κοινωνία
Του Θεόδωρου Γεωργίου*
Κατά τη σαραντάχρονη μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία της ελληνικής κοινωνίας, η Ακροδεξιά ως κοινωνική συλλογικότητα εάν δεν είχε εξαφανιστεί, τουλάχιστον είχε περιθωριοποιηθεί. Η ισχυρή ελληνική κοινοβουλευτική δημοκρατία είχε θέσει στο περιθώριο της πολιτικής σκηνής την Ακροδεξιά. Στις μέρες μας όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2012 η Ακροδεξιά συγκροτήθηκε ως πολιτικό κόμμα (φέρει την ονομασία Χρυσή Αυγή) και συμμετέχει στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Η συμμετοχή της Ακροδεξιάς στο Κοινοβούλιο από τη μία και η εγκληματική δράση της (από μέλη της Χρυσής Αυγής δολοφονήθηκε ο Παύλος Φύσσας τον Σεπτέμβριο του 2013) από την άλλη έχουν προβληματίσει την ελληνική κοινωνία, τους πολίτες και τους πολιτικούς.
Με αυτόν τον λεκτικό τρόπο περιγράφονται τα δεδομένα σχετικά με την Ακροδεξιά ως κομματικό υποκείμενο στην ελληνική πολιτική μορφή ζωής. Τις τελευταίες μέρες όμως η ελληνική κοινωνία ως συλλογικό υποκείμενο βρέθηκε αντιμέτωπη με την «περίπτωση Μπαλτάκου» (στη δημοσιογραφική γλώσσα μιλάμε για «σκάνδαλο Μπαλτάκου») και τα δεδομένα σχετικά με την Ακροδεξιά ανατρέπονται. Διαπιστώνει κανείς δύο πράγματα: πρώτον, ότι η Ακροδεξιά είναι ενιαία κοινωνική συλλογικότητα και διαιρείται (χωρίζεται) σε δύο κομματικά υποκείμενα: τη Χρυσή Αυγή και τη Ν.Δ. Και δεύτερον, ότι τα δύο αυτά κομματικά υποκείμενα διαμορφώνουν ένα πλαίσιο καταμερισμού πολιτικής εργασίας μεταξύ τους. Οι δύο αυτοί κομματικοί σχηματισμοί είναι σε συγκροτησιακό και οντολογικό επίπεδο διαφορετικοί μεταξύ τους, αλλά σε ιδεολογικό επίπεδο έχουν εθιστεί σε πρακτικές ιδεολογικών εκλεκτικών συγγενειών.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σκεφτεί κανείς ποια είναι τα σχέδια μεταναστευτικής πολιτικής που έχουν εκπονήσει και εφαρμόζουν τα δύο αυτά κόμματα. Η αναφορά στη μεταναστευτική πολιτική είναι ενδεικτική και ταυτόχρονα χαρακτηριστική.
Εάν επιμείνει κανείς να ερευνήσει το πολιτικό φαινόμενο της ελληνικής Ακροδεξιάς σε βάθος, θα διαπιστώσει ότι πρώτη φορά μετά τη Μεταπολίτευση η πολιτική ταυτότητα της Δεξιάς ορίζεται σε τέτοιο βαθμό και σε τέτοια έκταση από την ιδεολογία και την πρακτική της Ακροδεξιάς. Η σημερινή πολιτική συγκυρία της κρίσης διαμορφώνει τις συνθήκες για την κομματική διαμεσολάβηση ανάμεσα στη Δεξιά και την Ακροδεξιά. Η «περίπτωση Μπαλτάκου» αποτέλεσε αντικείμενο διαχείρισης από το κυρίαρχο επικοινωνιακό σύστημα κατά τέτοιο τρόπο ώστε να θεωρηθεί μεμονωμένο περιστατικό που αναφέρεται στην ιδιορρυθμία του συγκεκριμένου ατόμου.
Επειδή όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά θα πρέπει να τονιστεί ότι οι Ελληνες πολίτες δεν ενδιαφέρονται για τις εκλεκτικές συγγένειες της Δεξιάς με την Ακροδεξιά παρά μόνο στο βαθμό που αυτές επηρεάζουν την πολιτική και την κοινωνική εξέλιξη του τόπου μας. Η ελληνική κοινωνία βιώνει βαθιά πολιτική κρίση, η οποία έχει οδηγήσει στην «αποδόμηση» των νεωτερικών κομματικών σχηματισμών. Η Ν.Δ. με αρχηγό τον Σαμαρά δεν είναι η ριζοσπαστική φιλελεύθερη παράταξη, ούτε έχει καμία σχέση με αυτό που στον πανευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό ονομάζουμε «λαϊκή Δεξιά».
Ούτε, εννοείται, έχει καμία σχέση με τους ιδεολογικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς του Κέντρου. Η «περίπτωση Μπαλτάκου» αποδεικνύει με ανάγλυφο τρόπο την κρίση πολιτικής ταυτότητας, την οποία αντιμετωπίζει το κόμμα Νέα Δημοκρατία ως υποκείμενο του συντηρητισμού στην ελληνική κοινωνία.
Εάν αυτά ισχύουν για τη συντηρητική Δεξιά, ανάλογα προβλήματα πολιτικής ταυτότητας αντιμετωπίζει και το ΠΑΣΟΚ με αρχηγό τον Βενιζέλο. Το ΠΑΣΟΚ ως κομματικό υποκείμενο που συμμετέχει στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας επέλεξε να αντιμετωπίσει την «περίπτωση Μπαλτάκου» ως μεμονωμένο περιθωριακό φαινόμενο και δεν θέλησε να κατανοήσει την ακροδεξιά κομματική συγκρότηση του συγκυβερνήτη-εταίρου του. Οι Ελληνες πολίτες αναρωτιούνται τι θα πρέπει επιτέλους να συμβεί, για να αντιληφθεί το ΠΑΣΟΚ και ο αρχηγός του ότι η συμμετοχή του στην άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας δεν μπορεί να θεμελιωθεί παρά μόνο στην ιδεολογική και πολιτική ταυτότητα των συνεργαζόμενων κομμάτων. Η κρίση ταυτότητας που αντιμετωπίζει η Ν.Δ. εμφανίζεται με άλλη φυσιογνωμία και στο ΠΑΣΟΚ. Το τελευταίο επέλεξε τον Απρίλιο του 2010 να εντάξει την ελληνική κοινωνία σ’ ένα «πρόγραμμα διάσωσης». Με την πολιτική αυτή πρακτική του απεμπόλησε εντελώς τον χαρακτήρα του σοσιαλιστικού κόμματος. Με τη συμμετοχή του στην υφιστάμενη κυβέρνηση απεμπολεί για «δεύτερη φορά» τον προοδευτικό πολιτικό προσανατολισμό του στον βαθμό που δεν αντιλαμβάνεται ότι η ακροδεξιά συγκρότηση της κυβέρνησης συνιστά το μείζον δομικό ελάττωμά της.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι η αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ τον Ιούνιο του 2013 από την κυβέρνηση συνδέεται με την ακροδεξιά άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Από τον Ιούνιο του 2013 (τότε που η επικοινωνιακή φωνή της κοινωνικής συνείδησης -ΕΡΤ ονομαζόταν- φιμώθηκε) μέχρι σήμερα όλοι μας συνειδητοποιούμε σταδιακά ότι το κλείσιμο της ΕΡΤ δεν ήταν απλό διοικητικό επεισόδιο. Ηταν και είναι πολιτική πράξη ακροδεξιού αυταρχισμού. Το κόμμα της Δημοκρατικής Αριστεράς εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να είναι εταίρος σε μια συγκυβέρνηση, στην οποία η άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας υπακούει στην αυταρχική και φασιστική ιδεολογία της Ακροδεξιάς.
Τέλος θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιωματική αντιπολίτευση (ΣΥΡΙΖΑ) με αφορμή την «περίπτωση Μπαλτάκου» επωμίζεται ένα επιπλέον πολιτικό καθήκον απέναντι στην ελληνική κοινωνία. Οφείλει να αποκαλύψει σε όλη την έκτασή τους τις ιδεολογικές εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στη Ν.Δ. και τη Χρυσή Αυγή. Η φράση του Μπαλτάκου «πίσω από την πλάτη μου είναι ο Σαμαράς» αποτελεί μοναδικό λεκτικό και ιδεολογικό ντοκουμέντο της ακροδεξιάς συγκρότησης της κυβέρνησης. Ως τελευταία παρατήρηση θα μπορούσε κάποιος να επισημάνει το εξής: η κυβερνητική εξουσία, η οποία ασκείται από δύο κόμματα που εκ των πραγμάτων αντιμετωπίζουν δομικά προβλήματα πολιτικής ταυτότητας, θέτει για τον εαυτό της το μείζον πρόβλημα της «πραγματολογικής δυνατότητας άσκησής της» όπως τονίζεται στην Πολιτική Φιλοσοφία. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι μια κυβέρνηση, η οποία υπονομεύει η ίδια τον εαυτό της επειδή οι συμμετέχοντες (δηλ. τα κόμματα) σε αυτήν δεν μπορούν να επιλύσουν τα προβλήματα της ταυτότητάς τους, εννοείται ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει πολιτικά σε σχέση προς την κοινωνία. Η «περίπτωση Μπαλτάκου» απέδειξε πόσο «γυμνή» είναι η κυβερνητική εξουσία. Δεν διαθέτει κανένα ίχνος πολιτικής.
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, υποψήφιος με τη Δημοκρατική Αριστερά – Προοδευτική Συνεργασία στις ευρωεκλογές