20/04/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Παρελθόν, ένα επινοημένο βίωμα

«[...] o Mεγάλος Πόλεμος, ο πόλεμος που θα έβαζε τέλος σε όλους τους πολέμους κυριάρχησε στην παιδική μου ηλικία» (σ. 8).
      Pin It

Ντόρις Λέσινγκ
«Αλφρεντ και Εμιλυ»
Μυθιστόρημα
Μετάφραση: Μαρία – Ρόζα Τραϊκόγλου, Καστανιώτης, 2013, σελ. 272

 

Του Ακη Παπαντώνη

 

«[...] o Mεγάλος Πόλεμος, ο πόλεμος που θα έβαζε τέλος σε όλους
τους πολέμους κυριάρχησε στην παιδική μου ηλικία» (σ. 8)

 

Η Ντόρις Λέσινγκ (1919-2013) παρέλαβε το 2007 το Νόμπελ Λογοτεχνίας επειδή «[με] σκεπτικισμό, φλόγα και ενορατική δύναμη υπέβαλε έναν διχασμένο πολιτισμό σε εξονυχιστική διερεύνηση» (το σκεπτικό της απόφασης της Σουηδικής Ακαδημίας). Ηταν ήδη 88 ετών και, μετά τη βράβευσή της, έγραψε μόνο ένα ακόμα βιβλίο—το υβριδικό μυθιστόρημα «Αλφρεντ και Εμιλυ» το 2008.

 

Η Λέσινγκ αν και γεννήθηκε στην (τότε) Νότια Ροδεσία, βίωσε τον πόλεμο και την απώλεια και βρέθηκε να αλλάζει χώρες μεγαλώνοντας, στο μεγαλύτερο μέρος του έργου της δεν άντλησε (απροκάλυπτα) από τα βιώματά της. Με εξαίρεση τους δύο τόμους της αυτοβιογραφίας της (από τέσσερα, συνολικά, «έργα μνήμης») και σκόρπιες, μεταμφιεσμένες, αυτοβιογραφικές αφηγήσεις ως μέρος διηγημάτων ή μυθιστορημάτων, η συγγραφέας προτίμησε το να επινοεί από το να ανασυστήνει την πραγματικότητα. Στο «Αλφρεντ και Εμιλυ» όμως γράφει, και το δηλώνει από την αρχή, απολύτως από προσωπική εμπειρία. Ακόμα κι έτσι πάντως δεν γυρνά την πλάτη σε αυτό που ο (καλός) συγγραφέας επιδιώκει: την επεξεργασία της μνήμης και του βιώματος για χάρη της ίδιας της αφήγησης.

 

Το εν λόγω βιβλίο είναι ένα ασυνήθιστο υβρίδιο—στο πρώτο ήμισυ μυθιστόρημα, στο δεύτερο αποθησαύριση της ζωής των γονιών της, Αλφρεντ Τάιλερ και Εμιλυ Μακβί. Εδώ η Λέσινγκ, με τον τρόπο της (τον μοναδικό ίσως τρόπο που είχε), ξεπληρώνει ένα συναισθηματικό χρέος προς τους γονείς της, ενώ ταυτόχρονα επισφραγίζει τη συνολική πορεία της ως συγγραφέας με μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά της γραφής της. Τη χρήση μιας ομόρριζης, εναλλακτικής πραγματικότητας παράλληλα με τη ρεαλιστική εξιστόρηση [όπως κάνει, για παράδειγμα, και στο «Αναμνήσεις ενός επιζώντος» (Καστανιώτης) του 1974]. Την αναμόχλευση του βυθού των σχέσεων των ανθρώπων, ειδικά εκείνων μεταξύ ανδρών και γυναικών. Την (έμμεση) παράθεση πολιτικών κρίσεων και ερωτημάτων.

 

Στο πρώτο, μάλλον άνευρο, μέρος του βιβλίου η συγγραφέας αποφασίζει να δώσει στους γονείς της τη ζωή που δεν κατάφεραν να ζήσουν καθώς «μπήκε ανάμεσά τους ο [Α' Παγκόσμιος] Πόλεμος». Ευτυχώς όμως για τον αναγνώστη η αφήγηση δεν είναι μια εξωραϊσμένη ιστορία αγάπης στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά ένα αληθοφανές καρδιογράφημα των συμβιβασμών, ενθουσιασμών, παρανοήσεων και απογοητεύσεων της αλληλεπίδρασης δύο νέων. Ταυτόχρονα η Λέσινγκ ναρκοθετεί το, μήκους νουβέλας, πρώτο κομμάτι με παραθέσεις της σκληρής αλήθειας που επιφύλασσε η Ιστορία στον Αλφρεντ και την Εμιλυ. Παρόλα αυτά οι δυο κεντρικοί χαρακτήρες παρουσιάζονται (εσκεμμένα μάλλον) χλιαροί, αδιάφοροι, ανάξιοι μεγαλύτερου αφηγηματικού βάθους—και σε διαρκή σύγκρουση με την πραγματική τους ιστορία, όπως αυτή ξετυλίγεται στο δεύτερο μέρος του βιβλίου. Εκεί ο Αλφρεντ τραυματίζεται πολύ σοβαρά στο ένα πόδι του στον Πόλεμο, φορά ξύλινο για να μπορέσει να αντεπεξέλθει στις καθημερινές του ασχολίες. Η Εμιλυ περνά περιόδους κατάθλιψης, ένα σκοτεινό μετα-τραυματικό σοκ από το 1918 και μετά, όπου «η μητέρα μου δεν είχε εμφανή σημάδια, δεν είχε πληγές, αλλά ήταν θύμα του πολέμου, όπως ο καημένος ο πατέρας μου». Η αφήγηση του δεύτερου μέρους είναι σκληρή, παραθέτει ένα-ένα τα τραύματα ενός πολέμου, που ένα παιδί συνειδητοποιεί, με τα χρόνια, πως καθόρισε το ίδιο και την οικογένειά του.

 

Πάντως, αν και κανείς θα περίμενε πως οι δύο κατοπτρικές αφηγήσεις που συνθέτουν το βιβλίο συγκρούονται, αυτό εν τέλει δεν ισχύει. Στην πραγματικότητα συναιρούνται και, με τον τρόπο αυτό, οι χαρακτήρες του Αλφρεντ και της Εμιλυ καταλήγουν, μέσα από τις διαφορετικές ζωές που τους αναθέτει η Λέσινγκ να ζήσουν, να είναι πιο «πραγματικοί» από τους ιστορικούς εαυτούς τους. Αυτό το αντί-κύκνειου-άσματος αυτοβιογραφικό έργο της Λέσινγκ μπορεί να ιδωθεί τόσο ως οδός διαφυγής για την ίδια, όσο και ως οδηγός προς ναυτιλλομένους για τον αναγνώστη.

 

Scroll to top