Του Γιώργου Σταματόπουλου
Αρεσε (συμβαίνει ενίοτε…) σε φίλο που κατοικεί στην περιφέρεια το χθεσινό σημείωμα για τον Απρίλη. «Αυτός ο μήνας -μου λέει στο τηλέφωνο- μαζί με τον Σεπτέμβρη είναι οι αγαπημένοι μου· με τρελαίνουν στην κυριολεξία, μου παίρνουν νου και ψυχή, με οδηγούν σε κάποιου είδους σωματική υπέρβαση την οποία, ζητώ συγγνώμη, δεν μπορώ να εκφράσω με το λεξιλόγιό μου… Με υπερβαίνει». Δεν ρωτάω γιατί και πώς. Περιμένω, είμαι βέβαιος ότι θα συνεχίσει. Ναι. «Εχω σκάψει όλον τον κήπο. Χτες μόλις φύτεψα ντοματιές, αγγουριές, πιπεριές και λοιπά ζαρζαβατικά. Είμαι κατάκοπος, αλλά ανάλαφρος, ενθουσιασμένος. Εφαγα τη ζωή μου σε σκοτεινά γραφεία υπουργείων, μακριά από την (ανα)ζωογόνα και ζωοδότρα γη. Τώρα, μόνο η μυρωδιά από το σκαμμένο, φρέσκο χώμα ερεθίζει την κάθε πνευματική και βιολογική μου ίνα. Να είσαι καλά που μου θύμισες ότι οι αγροτικές λέξεις δεν έχουν εξαφανιστεί παντελώς». Κλείνει, χαιρετώντας με ευγενικά, το τηλέφωνο. Περιφέρομαι στους (πολύ) στενούς διαδρόμους της εφημερίδας μ’ ένα μόνιμο αδιόρατο χαμόγελο που γέννησε στο πρόσωπό μου ο αποχαιρετισμός του.
Αναζωογονεί, όντως, η επαφή με τη φύση, ίσως γιατί είναι η μόνη γνήσια και ουσιαστική εργασία για το είδος μας, να καλλιεργούμε δηλαδή με αγάπη και όχι με φυτοφάρμακα το χώμα της γης. Απαιτεί βεβαίως κάματο και οιονεί μύηση στη σκληρότητα των καιρικών φαινομένων. Υπάρχουν, όμως, στιγμές που χαίρεσαι, φουσκώνεις από καμάρι και ευτυχία, όταν π.χ. πετύχεις μούστο με γράδο μεταξύ δεκατριών και δεκατεσσάρων βαθμών ή όταν τα ελαιόδεντρα είναι πλήρη, βαρυφορτωμένα με τους πολύτιμους καρπούς τους ή όταν τα φρούτα στα δέντρα (μήλα, ροδάκινα, πορτοκάλια, κεράσια, λωτοί και λοιπά) λάμπουν και προκαλούν σιελογόνους αδένες, ουρανίσκους, γαστέρες και λοιπά.
Εντάξει, λίγες τέτοιες στιγμές έτσι που κατάντησαν την πρωτογενή παραγωγή οι φωστήρες των ελληνικών κυβερνήσεων (και των αμερικανικών και των ευρωπαϊκών, μην ξεχνιόμαστε). Οποιος έχει εντούτοις έναν μικρό κήπο στο σπίτι του μπορεί να διεισδύσει στην καρποφόρο και ανθοφόρο μαγεία του. Ισως στοχαστεί τότε τους προγόνους του, τον προβιομηχανικό τρόπο αγροτικής παραγωγής και ίσως ακόμη επαναστοχαστεί για τις μονοκαλλιέργειες, τους μεταλλαγμένους σπόρους (που δήθεν θα θρέψουν τους εκατομμύρια πεινασμένους του πλανήτη· τι απάτη!)· ίσως, τέλος, ανακαλύψει τι σημαίνει βιοποικιλότητα, τι ανταλλαγή προϊόντων, τι επαφή με κοντινά αστικά κέντρα και συνεργασία με τους αστούς καταναλωτές. Να φέρει στον νου του τις φτωχικές πεζούλες που βλέπουμε στα ορεινά και δεν αναρωτιόμαστε βεβαίως πόση δημοκρατία κρύβουν, πόση αυτάρκεια, πόση συνεννόηση μεταξύ των ανθρώπων της κοινότητας.
Σκανδαλίζουν τέτοιες σκέψεις αντί να ενθουσιάζουν, να προβληματίζουν, να μας βγάζουν από την αστική μιζέρια-ομοιομορφία-ραθυμία. Α, μπα. Χαριτωμένοι οι «αλαφροΐσκιωτοι», ίσως και απολαυστικοί, αλλά όχι και να παίρνουμε τοις μετρητοίς αυτά τα (αν)ορθολογικά (;) που μας τσαμπουνάνε. Εχει όρια ο αστισμός μας, καλέ. Εξάλλου και εμείς διαθέτουμε πλέον (οι αστοί) και Ποτάμια και Ελιές, εάν δεν το πήρατε πρέφα. Κάποιος γνωστός μού ‘κανε μάθημα: «Εγραψες για τον Απρίλη κι ούτε μια λέξη για την επάρατη 21η». Σήκωσα τους ώμους, απλώς.