Της Μικέλας Χαρτουλάρη
«Εγραψα αυτό το μυθιστόρημα για να αναδείξω τη δυναμική της τέχνης στην εποχή μας, μια εποχή που βιώνει την επέλαση της δεξιάς και που έχει ανάγκη από μια ανανέωση στα επαναστατικά της σλόγκαν. Σήμερα η καλλιτεχνική δημιουργία έχει εκδημοκρατιστεί, ο ρόλος της έχει διευρυνθεί, και γι’ αυτό πιστεύω πως συχνά υποκαθιστά την πολιτική παρέμβαση».
Είναι ο Αβραάμ Γεοσούα, από τους μεγαλύτερους Ισραηλινούς συγγραφείς, ο οποίος θα συναντήσει το αθηναϊκό κοινό απόψε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, όπου θα συζητήσει (στις 7 μ.μ.) με τη δημοσιογράφο Μαριλένα Αστραπέλλου.
Εβδομήντα οκτώ χρόνων σήμερα, με σθένος νεανικό και φρόνημα αριστερό, άθεος και ανεξίθρησκος, με ρίζες στο Μαρόκο και στη Θεσσαλονίκη αλλά με κουλτούρα δυτικοευρωπαϊκή και σπίτι στη Χάιφα, ο Γεοσούα έφτασε χθες στην Αθήνα χωρίς να φέρνει στις αποσκευές του κανένα από τα κλισέ των υπερασπιστών της ειρήνης στη Μέση Ανατολή. Εφερε όμως, κρυμμένη στην αριστουργηματική Ρετροσπεκτίβα του (εκδ. Πόλις, μτφρ. και επίμετρο Μάγκυ Κοέν), μια τολμηρή και ενδιαφέρουσα ερμηνεία για την αραβο-ισραηλινή εκκρεμότητα και μαζί την καλλιτεχνική και ιδεολογική παρακαταθήκη του.
Σ’ αυτό το καινούργιο μυθιστόρημά του, ο Γεοσούα στρέφει το μικροσκόπιό του στην ισραηλινή παθογένεια, όπως έχουν κάνει δύο εξίσου διάσημοι ομότεχνοι και φίλοι του, ο Αμος Οζ και ο Νταβίντ Γκρόσμαν. Ομως η δική του προσέγγιση ξεχωρίζει, διότι σκαλίζει το ζήτημα-ταμπού του θρησκευτικού φονταμενταλισμού που διατρέχει οριζόντια τη σύγχρονη ισραηλινή κοινωνία, φωτίζοντας μάλιστα τη διαμάχη των σεφαραντίμ με τους ασκεναζίμ Εβραίους. Οπως μου εξήγησε, «η κρίσιμη εσωτερική σύγκρουση που διχάζει το σύγχρονο Ισραήλ, δεν είναι ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά, αλλά ανάμεσα σε δύο βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις που έχουν ως σημεία αναφοράς, η μεν τη διασπορά και η δε το κράτος του Ισραήλ. Στη διασπορά, η κοινή ταυτότητα δεν μπορούσε παρά να βασίζεται στην εβραϊκή θρησκεία, όμως στο κοσμικό κράτος που ιδρύθηκε το 1948, κοινή ταυτότητα ήταν η εθνική. Αντίστοιχα, το σημείο αναφοράς της εξουσίας δεν ήταν πια ο νόμος του Θεού αλλά οι δημοκρατικοί θεσμοί και ο λαός. Ωστόσο, σήμερα κυριαρχεί πάλι η αντίληψη του περιούσιου λαού, η οποία έχει δηλητηριάσει βαθιά τόσο τους υπερορθόδοξους αντισιωνιστές, όσο και τους εθνικιστές σιωνιστές, όπως οι περισσότεροι έποικοι στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη».
Η συγγραφική ιδιοφυΐα του Γεοσούα συνίσταται στο ότι απορρίπτει τη μανιχαϊστική προσέγγιση και εξερευνά αυτήν τη σύγκρουση μέσα στο στρατόπεδο των οπαδών του κοσμικού κράτους: εκεί δηλαδή όπου παρεισφρέουν καμουφλαρισμένες οι θεοκρατικές αντιλήψεις, για να υπονομεύσουν τον ορθολογισμό των δήθεν προοδευτικών Ισραηλινών και να καλλιεργήσουν τον μεταφυσικό φόβο, ο οποίος πυροδοτεί την κοινωνική πόλωση.
Αιχμηρό σχόλιο
Ο αναγνώστης της Ρετροσπεκτίβας «συναντά» λοιπόν τον 70άρη σκηνοθέτη Γιαΐρ Μόζες, άθεο ασκεναζίμ αστό διανοούμενο, «ο οποίος ανήκει στο κέντρο της κοινωνίας», «συναντά» τον εμπνευσμένο, υπερήφανο και πεισματάρη σεφαραντίμ σεναριογράφο-συνεργάτη του, Σαούλ Τριγκάνο, πρόσφυγα από μια πόλη της Αφρικής, «ο οποίος προέρχεται από την προικισμένη περιφέρεια», και γνωρίζει τη γοητευτική σεφαραντίμ μούσα τους, τη μαραμένη Ρουθ, η οποία επαναστατούσε όταν τη χρησιμοποιούσαν στις ταινίες τους ως άβουλο σύμβολο. Ταυτόχρονα, ο αναγνώστης «παρακολουθεί», εγκιβωτισμένες στη δράση, τις αλληγορικές κοινωνικές ταινίες που υποτίθεται πως γύρισαν μαζί τη δεκαετία του ’70, ταινίες επινοημένες από τον Γεοσούα, οι οποίες όμως βασίζονται σε πρώιμες νουβέλες του. Οι προβολές -και οι επανεκτιμήσεις- γίνονται στο Σαντιάγκο ντε Κομποστέλα, πνευματικό κόμβο της καθολικής Ισπανίας, όπου οργανώνεται η τιμητική ρετροσπεκτίβα για τον Μόζες. Ωστόσο, τη γιορτή σκιάζει η απουσία του σεναριογράφου, ο οποίος τού γύρισε την πλάτη πριν από 30 χρόνια.
Ο σκηνοθέτης είχε δειλιάσει και είχε στρογγυλέψει το αιχμηρό σχόλιο της καλύτερης ταινίας τους, κόβοντας την τελευταία σκηνή. Εκεί, μια νέα γυναίκα που ετοιμαζόταν να δώσει το νεογέννητό της σε ένα ζευγάρι επιζώντων της Σοά, αθετεί την υπόσχεσή της, το αφήνει για υιοθεσία σε ένα ίδρυμα και, φεύγοντας ταραγμένη, προσφέρει το στήθος της σε έναν πεινασμένο ζητιάνο, που εντέλει εκπροσωπεί όλους όσους απογοήτευσε με τη στάση της.
………………………………………….
Διαφωνώ με τον Αμος Οζ
Γίνεται ποτέ να διορθωθεί το παρελθόν; Αυτό το ερώτημα διατρέχει τη Ρετροσπεκτίβα. Γίνεται να ξεχαστεί η Ιερή Εξέταση, ο Πόλεμος των Εξι Ημερών (1967) και η κατοχή της Δυτικής Οχθης του Ιορδάνη; Γίνεται να ξεπεραστεί η νοοτροπία του περιούσιου λαού και του τιμωρού Θεού; Γίνεται οι στυλοβάτες του κοσμικού κράτους, που αντιπροσωπεύουν το «άλας της γης», να ανεχτούν επιτέλους την αραβική αλμύρα των σεφαραντίμ και των Παλαιστινίων; Γίνεται οι Αραβες να πάψουν να νιώθουν αδικημένοι; Γίνεται να ξανασυνεργαστούν ο Μόζες με τον Τριγκάνο; Γίνεται η Τέχνη να διορθώσει τη Ζωή;
«Οχι απολύτως», απαντά ο Μόζες. Γίνεται όμως «να προσπαθήσει κανείς να απαλύνει τον θυμό και την απογοήτευση». «Ναι», απαντά ο Τριγκάνο: όταν υπάρξει έμπρακτη μετάνοια, όταν μειωθεί η δύναμη του φόβου, όταν ένα καλλιτεχνικό έργο αμφισβητήσει την εξουσία. Ναι, γιατί τότε χειραφετείται η κοινωνία.
Είναι φανερό μετά από αυτά πως ο Γεοσούα καλλιεργεί έναν σύνθετο προβληματισμό για τη διασταύρωση της Ανατολής με τη Δύση εντός και εκτός Ισραήλ, τόσο στην κουλτούρα όσο και στην πολιτική, στο υπαρξιακό, το πραγματικό και το συμβολικό πεδίο. «Η ταυτότητα του Ισραήλ πρέπει να επαναπροσδιοριστεί σε μια μεσογειακή προοπτική», μου σχολίασε, «το ίδιο και η ταυτότητα της Β. Αφρικής, της Ισπανίας, της Ελλάδας…».
Ειναι ενδιαφέρον το ότι ο Γεοσούα δεν διστάζει να εκτεθεί πολιτικά. Διαφωνεί, λέει, με τον Αμος Οζ που μιλά για βελούδινο διαζύγιο Ισραηλινών και Παλαιστινίων. «Δεν πρόκειται για χωρισμό αλλά για απελευθέρωση. Καταλάβαμε τα εδάφη τους και οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τα δικαιώματά τους». Οργίζεται με τον πρωθυπουργό Νετανιάχου, που χαϊδεύει τους φονταμενταλιστές και «υπονομεύει τις διαπραγματεύσεις για τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους, προβάλλοντας την απειλή ενός εμφυλίου στο Ισραήλ».
Και τολμά να γίνει δυσάρεστος, παρ’ ότι έχει δεχτεί δριμύτατη κριτική για συμπόρευση με το κατεστημένο: «Μου φαίνεται αδύνατον να ξεριζωθούν οι 350.000 έποικοι από τα Κατεχόμενα. Ισως η εναλλακτική λύση να είναι μια συνομοσπονδία με την Ιορδανία…».
→Η σκηνή της έμπρακτης ευσπλαχνίας, που υπάρχει παρόμοια σε έναν λατινικό μύθο και σε σπουδαία έργα δυτικής τέχνης, με τίτλο «Ρωμαϊκή Ευσπλαχνία», στοιχειώνει τους πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος και γίνεται το μήνυμα του συγγραφέα για την κοινωνική δικαιοσύνη και την αλληλεγγύη, χωρίς τις οποίες η ειρήνη είναι λέξη κενή.