zafos-xagoraris

27/04/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΖΑΦΟΣ ΞΑΓΟΡΑΡΗΣ

Ο καλλιτέχνης απευθύνεται και στους ανθρώπους του μέλλοντος

Ο διεθνώς καταξιωμένος εικαστικός Ζάφος Ξαγοράρης, παρουσιάζει στην γκαλερί Ζουμπουλάκη δύο ηχητικές εγκαταστάσεις του και μια σειρά σχεδίων. Η «Καμπάνα» και το «Καροτσάκι με τα τέσσερα ηχεία» είναι αντιπροσωπευτικά έργα της δουλειάς που έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια με υλικό τον εφήμερο ήχο και τη σχέση του με τον δημόσιο χώρο.
      Pin It

Ο διεθνώς καταξιωμένος εικαστικός παρουσιάζει στην γκαλερί Ζουμπουλάκη δύο ηχητικές εγκαταστάσεις του και μια σειρά σχεδίων. Η «Καμπάνα» και το «Καροτσάκι με τα τέσσερα ηχεία» είναι αντιπροσωπευτικά έργα της δουλειάς που έχει ξεκινήσει εδώ και χρόνια με υλικό τον εφήμερο ήχο και τη σχέση του με τον δημόσιο χώρο

 

Της Βασιλικής Τζεβελέκου

 

ΖΑΦΟΣ ΞΑΓΟΡΑΡΗΣΑνήκει στο «βαρύ πυροβολικό» των εικαστικών δυνάμεων της χώρας μας. Συνεργάζεται με ομάδες καλλιτεχνών και επιστημόνων και συμμετέχει σε δράσεις. Είναι αναπληρωτής καθηγητής στην ΑΣΚΤ ενώ έργα του έχουν φιλοξενηθεί σε μεγάλες διεθνείς διοργανώσεις και πανεπιστήμια. Eίναι καταξιωμένος διεθνώς και… αθόρυβος – παρά τις εικαστικές υπαίθριες ηχητικές εγκαταστάσεις που έχει τοποθετήσει τα τελευταία χρόνια σε δημόσιους χώρους με σκοπό μια διακριτική παρέμβαση στον κοινωνικό ιστό. Σε μεγαλουπόλεις (από την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη μέχρι το Μόναχο, το Παλέρμο, τις Συρακούσες, το Μπρούκλιν, την Ushuaia στο Σάο Πάολο στο πλαίσιο της Μπιενάλε του 2006) αλλά και σε εγκαταλελειμμένα χωριά, όπως στον Αγιο Σωζόμενο και το Πετροφάνι της Κύπρου. Συγχρόνως, ο Ζάφος Ξαγοράρης απολαμβάνει την ελευθερία των ορίων της σύγχρονης τέχνης και είναι λάτρης του καμβά. Και πάντα επιθυμεί το έργο του να είναι κατανοητό στο κοινό, «να μη δυσκολεύεται ο θεατής να κάνει την ποιητική αναγωγή του σε αυτό», όπως λέει.

 

Από την Τρίτη (29/4/14) αφήνει για λίγο τα ανοιχτά πεδία και παρουσιάζει στην γκαλερί Ζουμπουλάκη την ατομική του έκθεση «Σχέδια ήχου». Περιλαμβάνει εγκαταστάσεις, που έχουν ήδη παρουσιαστεί σε ανοιχτούς δημόσιους χώρους, μαζί με τα ζωγραφικά έργα που τις συνοδεύουν. Είναι η «Καμπάνα» και το «Καροτσάκι με τα τέσσερα ηχεία», δύο έργα εν εξελίξει. Οι εικαστικές εγκαταστάσεις του Ζάφου Ξαγοράρη γίνονται συνήθως επί τόπου, παίζουν με τον ήχο, μετατρέπουν τον ψίθυρο σε θόρυβο με τη ενίσχυση ασήμαντων ήχων και τη μείωση της εμβέλειας κάποιων άλλων. Προτρέπουν και τους περαστικούς να συμμετέχουν. Για την υλοποίησή τους αρκούν απλοί μηχανισμοί και υλικά, μπαταρίες αυτοκινήτου, μικρόφωνα, ηχεία, καμπάνες, σειρήνες και ενισχυτές.

 

Με αφορμή την έκθεση, συνομιλήσαμε μαζί του. Και η κουβέντα ξεκίνησε από το έργο που είχε παρουσιάσει στην Μπιενάλε του Σάο Πάολο.

 

«Από τις πρώτες δουλειές που είχα ηχογραφήσει ήταν ήχοι από τον Αμαζόνιο τους οποίους παρουσίασα στη συνέχεια σ’ ένα πολυσύχναστο δρόμο του Σάο Πάολο. Εκείνο που είχα στο μυαλό μου, η αρχική ιδέα για το έργο ήταν οι ήχοι του Αμαζονίου -θρόισμα φύλλων, ήχοι πουλιών ακόμα και ψίθυροι ανθρώπων- να μεταφερθούν από την περιφέρεια στο κέντρο και να λειτουργήσουν ως χαρακτηριστικοί της Ακρε, του τόπου που ταξίδεψα για λίγες ημέρες».

 

• Η προτεραιότητά σας ήταν να ερεθίσετε ηχητικά το κοινό και όχι να κάνετε ένα είδος τεκμηρίωσης;

 

«Ακριβώς. Παρ’ ότι ήθελα την τεκμηρίωση σε έναν βαθμό, με ενδιέφερε περισσότερο να αναμεταδοθούν οι ήχοι του Αμαζονίου ταυτόχρονα με τους ήχους του θορυβώδους κέντρου. Οι άνθρωποι που περπατούσαν στο δρόμο είχαν αυτές τις ηχητικές προσλαμβάνουσες μέσα από 15 απλές ηχητικές εγκαταστάσεις που σηματοδοτούνταν με μια μικρή τοπική σημαία της Ακρε. Αυτό το έργο δεν το έχω ξαναδείξει. Το έκανα ειδικά για το Σάο Πάολο και άφησα εκεί τις εγκαταστάσεις. Από ό,τι έμαθα αργότερα, τις χρησιμοποιούσαν καθημερινά, όμως, αντί τους δικούς μου ήχους, έπαιζαν βραζιλιάνικη μουσική».

 

• Ποιες εγκαταστάσεις θα δούμε στην γκαλερί Ζουμπουλάκη;

 

«Είναι έργα που ουσιαστικά βρίσκονται σε εξέλιξη. Κατ’ αρχάς είναι η “Καμπάνα”. Το έχω επεξεργαστεί και ξαναδουλέψει. Στη σημερινή εκδοχή βρίσκεται σε ένα κιβώτιο κλεισμένο από καθρέφτες και οι θεατές την βλέπουν να ηχεί αντεστραμμένη. Είναι κάτι αντίστοιχο με τις “Τρεις Καμπάνες”, που είχα δείξει το 2003 στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, οι οποίες χτυπούσαν αυτόματα. Ηταν ηχομονωμένες και λειτουργούσαν αυτόνομα ώστε να περιορίζεται η εμβέλειά τους και ο ακροατής να αισθάνεται ότι η καμπάνα βρίσκεται μακριά. Η μια είχε τοποθετηθεί μέσα στο Μουσείο, η δεύτερη στο Αστεροσκοπείο και η τρίτη μέσα σε ηχομονωτικό γυαλί στην παραλία του Αγίου Κοσμά. Ενα τρίγωνο ουσιαστικά, ένα είδος τριών ενοριών, οι οποίες με ανεπαρκή τρόπο σηματοδοτούσαν μια πόλη. Το 2007 τοποθέτησα μια Καμπάνα από αλουμίνιο στην “Bienal fin del Mundo”, που μπορούσε να κινείται λόγω της τοπικής παλίρροιας. Το άλλο έργο της έκθεσης ειναι το “Καροτσάκι με τα τέσσερα ηχεία”, το οποίο έχω ξαναχρησιμοποιήσει στην υπαίθρια εγκατάσταση στο Παλέρμο, σε μια διοργάνωση σε συνεργασία με το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της πόλης, το Museo Riso. Στην γκαλερί Ζουμπουλάκη το παρουσιάζουμε μαζί με ένα βίντεο, όπου ακούγονται οι πρώτες ηχογραφήσεις ελληνικής μουσικής από τις αρχές του 20ού αιώνα. Παράλληλα, παρουσιάζεται μια σειρά σχεδίων. Πολλές φορές έχουν γίνει μετά τις εγκαταστάσεις και κάποια λειτουργούν τελείως αυτόνομα περιγράφοντας φανταστικά έργα, που δεν έγιναν ποτέ. Τα περισσότερα είναι μαυρόασπρα. Μπορεί, δηλαδή, να δει κανείς στην έκθεση μια ενότητα, που αφορά την ενασχόλησή μου με τον ήχο, έργα που επηρεάζουν το ένα το άλλο και παράλληλα λειτουργούν αυτόνομα».

 

• Τα έργα σας απευθύνονται στο εξειδικευμένο κοινό, στις ανθρωπολογικές και τις κοινωνικές επιστήμες που ασχολούνται με τις επιδράσεις τους ή στο πλατύ κοινό, που είναι ο άμεσος αποδέκτης;

 

«Αυτό θέλω να ρωτήσω κι εγώ, ποιοι ενδιαφέρονται για τη δουλειά μου (γέλια). Θεωρητικά απευθύνεται σε οποιονδήποτε, με δεδομένο ότι είναι έργα υπαίθρια, έχουν μεγάλη σχέση με το δημόσιο χώρο και τα βλέπει κανείς μέσα στην πόλη. Επομένως σε αυτόν τον κόσμο απευθύνεται και θα ήταν υποκριτικό να πω ότι δεν με ενδιαφέρει. Από την άλλη, οι τρόποι με τους οποίους το κοινό πληροφορείται οτιδήποτε για τη σύγχρονη τέχνη, πολύ συχνά είναι έμμεσοι. Οταν ο καλλιτέχνης δημιουργεί, απευθύνεται και στους ανθρώπους του μέλλοντος. Δεν είναι απαραίτητο ότι θα το δουν μόνο εκείνη τη στιγμή ή διαμεσολαβημένο από τη σκέψη κάποιων άλλων. Επίσης, οι νεότεροι καλλιτέχνες συχνά συνομιλούν με μια πρόταση, η οποία στην εξέλιξή της μπορεί να φτάσει σε ανθρώπους που κατ’ αρχάς δεν μπορείς να σκεφτείς. Οπως μπορεί να συμβεί με ένα θεωρητικό κείμενο. Εκείνος που το γράφει, δεν σκέφτεται σε ποιους απευθύνεται. Όταν καταθέτει ο καλλιτέχνης τη δουλειά του δεν μπορεί να προβλέψει το κοινό του. Προσωπικά σκέφτομαι κοντινούς ανθρώπους, τους φίλους, τους μαθητές μου…»

 

• Οι ηχητικές εγκαταστάσεις σας θέτουν κοινωνικά ζητήματα, είναι έργα με πολιτικό χαρακτήρα;

 

«Ο πολιτικός χαρακτήρας, αν υπάρχει, είναι έμμεσος. Ετσι κι αλλιώς, τα εικαστικά έχουν από μόνα τους ανατρεπτικό χαρακτήρα. Είναι καλό ο άνθρωπος να έχει πολιτική δράση, αλλά δεν είναι απαραίτητο να την εκφράζει και με το καλλιτεχνικό έργο του. Ο καλλιτέχνης μπορεί να συμμετέχει στα κοινά και ταυτόχρονα να είναι δημιουργός. Προφανώς είμαι αντιθέτως με κάθε εκμετάλλευση της τέχνης και των εικαστικών. Εχουν από μόνα τους περιθωριοποιημένο και κάπως πειραματικό χαρακτήρα, δεν είναι δηλαδή μια κεντρική τέχνη. Και αυτό το θεωρώ πλεονέκτημα για την εποχή μας. Οταν κανείς παίρνει αυτή την τέχνη και την χρησιμοποιεί για κάτι άλλο, ο καλλιτέχνης, που είναι σκεπτόμενος, ενεργός και αυτόνομος, οφείλει να αντιδράσει. Θεωρώ ότι οι καλλιτέχνες έχουν από μόνοι τους λόγο, καλλιτεχνικό και πολιτικό».

 

• Τι σας οδήγησε στα χωριά της Κύπρου;

 

«Αυτά τα μικρά, ερημωμένα χωριά εκατέρωθεν της πράσινης γραμμής, έχουν μια δραματικότητα ,γιατί δείχνουν την αναμονή που υπάρχει. Βρέθηκα εκεί με δύο φίλους μου, με μια μπαταρία αυτοκινήτου που έδινε ρεύμα και ένα ενισχυτή που μεγέθυνε ασήμαντους ήχους, όπως το θρόισμα των φύλλων, ένα παράθυρο που ανοιγοκλείνει, ή μια πόρτα που τρίζει. Μετέτρεψα την ησυχία σε θόρυβο, ήχο που επιστρέφει σε αυτά τα χωριά σαν να τους δίνει ξανά ζωή. Το συγκεκριμένο έργο στην Κύπρο δεν είχε ακροατές. Ημουν εγώ και οι φίλοι μου».

 

• Γιατί κάνατε ένα έργο που δεν το άκουσε κανείς;

 

«Ηταν συμβολικό. Από τις καλλιτεχνικές πράξεις που μπορούν στη συνέχεια να μεταφερθούν. Είναι μια πράξη που κοινοποιήθηκε στο κοινό μέσα από συζητήσεις, με φωτογραφίες ή από στόμα σε στόμα. Και σήμερα τη γνωρίζουν αρκετοί και την αναμεταδίδουν. Είναι σαν ένα μικρό κείμενο το οποίο γράφτηκε και δημιουργεί ένα κοινό που δεν ήταν παρόν κατά τη διαδικασία».

 

• Πώς συλλάβατε πρώτη φορά την ενασχόληση με τον ήχο;

 

«Ηταν το 2002. Προσπάθησα να έχω μια πηγή και να δω τα όρια και την εμβέλειά της. Δοκίμασα τον ήχο μιας καμπάνας γιατί σκεφτόμουν τον τρόπο με τον οποίο μπορεί κανείς να θέσει τα όρια. Η καμπάνα ενός χωριού βάζει τα όριά του, τα όρια του χωριού ταυτίζονται με τα όρια του ήχου. Ενα ενδιαφέρον και χρήσιμο στοιχείο είναι ότι η αντιμετώπιση της αστικής δημόσιας σφαίρας γίνεται με κάτι εφήμερο με μειωμένη υλική παρουσία, όπως είναι ο ήχος».

 

• Βρίσκετε πρώτα τον χώρο και μετά εφαρμόζετε τις ηχητικές εγκαταστάσεις σας ή δημιουργείτε το έργο και ψάχνετε τον κατάλληλο χώρο;

 

«Το καλύτερο είναι να έχω επαφή πρώτα με τον χώρο, όχι σε σχέση με τη δισδιάστατη υπόστασή του, αλλά με την ιστορία του. Ένα εγκαταλειμμένο χωριό δεν έχει κατοίκους σήμερα, αλλά έχει ιστορία και τον χρόνο που πέρασε. Μετά , έχει σημασία και ο τρόπος που δουλεύεις. Οταν δημιουργείς μαζί με ομάδες άλλων καλλιτεχνών, ακτιβιστές, αρχιτέκτονες, τέτοιες δράσεις γίνονται ευτυχή γεγονότα».

 

• Μέσα σε όλα αυτά εξακολουθείτε να ζωγραφίζετε. Τι είναι για εσάς η ζωγραφική;

 

«Μου δίνει αυτονομία. Είναι μια πράξη που έκανα έτσι κι αλλιώς πολύ πριν αρχίσω να σπουδάζω. Μπορείς να δουλέψεις μόνος σου και να δημιουργήσεις έναν κόσμο. Από εκεί και πέρα, μου αρέσει γιατί έχει αυτονόητο τρόπο πρόσληψης από το θεατή. Δεν δυσκολεύεται να καταλάβει αυτό που βλέπει, να το κατατάξει, δεν σκέφτεται αν είναι τέχνη και τι είναι τέχνη. Αυτή η ευκολία είναι σημαντική για μένα, απλοποιεί τα πράγματα. Αλλωστε, τα περισσότερα έργα μου έχουν μια απλή πρόσληψη, ώστε να μην δυσκολεύεται ο θεατής και να μπορεί να κάνει στη συνέχεια την ποιητική αναγωγή του. Δεν θέλω αυτό που βλέπει να τον παραξενεύει».

 

• Στην Ελλάδα έχουμε εξαιρετικό δυναμικό καλλιτεχνών στη σύγχρονη τέχνη. Εχετε τη βοήθεια που απαιτείται από τους θεσμούς για να σταθείτε στη διεθνή καλλιτεχνική σκηνή;

 

«Από το κράτος υπάρχει μικρός βαθμός χάραξης πολιτικής για τη σύγχρονη τέχνη και φαίνεται ακόμα πιο περιορισμένη για το μέλλον. Περιμένουμε με αγωνία τα εγκαίνια του ΕΜΣΤ. Παρά ταύτα, εγώ θα έλεγα ότι αρκετές φορές σημαντικό είναι -κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με το κράτος αλλά και με τους ανθρώπους γύρω μας- να μην εμποδίζονται πράγματα που έχουν πειραματικό χαρακτήρα. Και δεν μιλάω μόνο για τα εικαστικά. Υπάρχουν πολλές δράσεις που πνίγονται ή εμποδίζονται».

 

• Αναφέρεστε σε συγκεκριμένα περιστατικά;

 

«Ναι, υπάρχουν πολλά συγκεκριμένα παραδείγματα, για έργα και ομάδες που φαίνεται να ενοχλούν ή να μην είναι “καθώς πρέπει”. Αυτό δημιουργεί ζοφερό κλίμα και προφανώς όσο πιο αυταρχικά είναι τα καθεστώτα τόσο μεγαλύτερες είναι οι πιθανότητες να έχεις πράξεις αυτού του χαρακτήρα».

 

• Θεωρείτε ότι η λειτουργία του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης θα συμβάλει στην εκπαίδευση του κοινού;

 

«Το μουσείο είναι απολύτως απαραίτητο. Και οι γονείς μου το στήριξαν από την πρώτη στιγμή (σ.σ. η Μπία Ντάβου και ο Παντελής Ξαγοράρης παραχώρησαν έργα τους με δωρεές). Η μόνιμη συλλογή του και μόνο με έργα σύγχρονων καλλιτεχνών, νομίζω ότι τα επόμενα χρόνια θα αλλάξει τον τρόπο που ο κόσμος στην Ελλάδα αντιλαμβάνεται τη σύγχρονη τέχνη».

 

 ΙΝFΟ: «Σχέδια ήχου» του Ζάφου Ξαγοράρη, 29 Απριλίου έως 24 Μαΐου, γκαλερί Ζουμπουλάκη, πλ. Κολωνακίου 20, τηλ.: 210-3608278.

 

[email protected]

 

Scroll to top