27/04/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΜΗΧΑΝΕΣ ΤΟΥ ΝΟΥ Η γνωστική περιπέτεια τον 21ο αιώνα

Μηχανές ανίχνευσης του ψεύδους

Βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο και, δεδομένης της σκόπιμης πληροφοριακής ανεπάρκειας των περισσότερων ΜΜΕ, όλοι θα θέλαμε, προκειμένου να πάρουμε τη βέλτιστη εκλογική απόφαση, να διαθέταμε έναν απολύτως ασφαλή τρόπο ανίχνευσης του πολιτικού ψεύδους ή της αλήθειας. Μια μαγική μηχανή εξέτασης των υποψήφιων βουλευτών που θα.
      Pin It

Βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο και, δεδομένης της σκόπιμης πληροφοριακής ανεπάρκειας των περισσότερων ΜΜΕ, όλοι θα θέλαμε, προκειμένου να πάρουμε τη βέλτιστη εκλογική απόφαση, να διαθέταμε έναν απολύτως ασφαλή τρόπο ανίχνευσης του πολιτικού ψεύδους ή της αλήθειας.
Μια μαγική μηχανή εξέτασης των υποψήφιων βουλευτών που θα εντόπιζε εγκαίρως τα ξεδιάντροπα ψεύδη που ενδεχομένως κρύβονται πίσω από τον αληθοφανή πολιτικό λόγο και τη στάση τους.
Η αναζήτηση νευροψυχολογικών τεχνικών και εργαλείων που θα μας επέτρεπαν να αποκαλύπτουμε με ασφάλεια τα κακόβουλα ψέματα και, εναλλακτικά, τις υπόρρητες αλήθειες στη συμπεριφορά ενός ατόμου αποτελεί, εδώ και δεκαετίες, ένα είδος Ιερού Γκράαλ για τη σύγχρονη τεχνοεπιστήμη. Μήπως εκεί που αποτυγχάνουν οι παραδοσιακές ψυχολογικές προσεγγίσεις, μπορούν ενδεχομένως να φτάσουν οι νευροεπιστήμες χάρη στις πρόσφατες τεχνολογίες «ανάγνωσης» της ανθρώπινης σκέψης;

 

Η σύγχρονη νευροτεχνολογία πειραματίζεται ήδη με τη δημιουργία διαφορετικών συσκευών «ανάγνωσης της ανθρώπινης σκέψης». Πάντως, η κατασκευή μιας μηχανής ικανής να ανιχνεύει πότε οι άνθρωποι ψεύδονται και πότε λένε την αλήθεια αποτελεί το όνειρο κάθε βιοεξουσίας και συνεπώς τον εφιάλτη των πολιτών κάθε δημοκρατικής κοινωνίας

 

Γράφει ο Σπύρος Μανουσέλης

 

Η διαδεδομένη ιδέα ότι τα ψεύδη αφήνουν ένα εμφανές και, ενδεχομένως, μετρήσιμο «αποτύπωμα» στη φυσιολογία και τη συμπεριφορά του ψεύτη θεωρείται από καιρό προφανής και ευρύτατα αποδεκτή όχι μόνο από τον κοινό νου αλλά και από την επιστήμη της ψυχολογίας. Λιγότερο σαφείς -και διόλου προφανείς- είναι οι τρόποι και τα μέσα που θα μας επέτρεπαν να αποκαλύπτουμε με ακρίβεια πότε κάποιος ψεύδεται και πότε είναι ειλικρινής.

 

Τα τελευταία χρόνια όλο και πιο συχνά βλέπουμε σε αστυνομικές ταινίες να επιτυγχάνεται η ανίχνευση του ψεύδους και της αλήθειας χάρη σε περίπλοκες μηχανές, ικανές να διαβάζουν απευθείας τις πιο μύχιες σκέψεις και τις σκοτεινές προθέσεις ενός ανθρώπου.

 

Σ’ αυτές τις ταινίες, μάλιστα, οι εγκληματολόγοι αποκαλύπτουν τον ένοχο καταφεύγοντας σε λίγο-πολύ ευφάνταστες επιστημονικές μεθόδους και τεχνολογίες. Πόσο ρεαλιστικά, από επιστημονικής και τεχνολογικής απόψεως, μπορούν να θεωρηθούν τα σενάρια της κατασκευής, στο άμεσο ή το απώτερο μέλλον, τέτοιων εντυπωσιακών ψυχο- ανιχνευτικών μηχανών;

 

Πολύγραφος: η πρώτη «μηχανή της αλήθειας»

 

Εδώ και δεκαετίες έχει εκδηλωθεί αυξημένο ενδιαφέρον για τη δημιουργία μηχανών ικανών να διαπιστώνουν πότε και αν κάποιος ψεύδεται. Η πρώτη προσπάθεια έγινε με την επινόηση του «πολύγραφου», της περιβόητης «μηχανής της αλήθειας». Ο πολύγραφος ανιχνεύει ορισμένες σωματικές αντιδράσεις που προκαλούνται από τις μεταβολές της ψυχολογικής κατάστασης του ανακρινόμενου όταν του υποβάλλουν ορισμένες ερωτήσεις. Πρόκειται για μια τεχνολογική σύνθεση τριών ανιχνευτικών συσκευών, καθεμία από τις οποίες μετρά και καταγράφει διαφορετικές φυσιολογικές παραμέτρους του ανθρώπινου σώματος (αρτηριακή πίεση, αναπνοή, γαλβανική αντίδραση του δέρματος).

 

Αυτό επιτυγχάνεται προσαρτώντας στο σώμα του υποκειμένου τρεις διαφορετικές συσκευές: έναν πνευμονογράφο, που καταγράφει κάθε μεταβολή στην αναπνοή και την κίνηση χάρη σε δύο ελαστικούς πνευμονογραφικούς σωλήνες που τοποθετούνται γύρω από το στέρνο και την κοιλιά· δύο πλάκες γύρω από το μεσαίο δάχτυλο και τον δείκτη του χεριού, που ανιχνεύουν τις γαλβανικές αντιδράσεις της επιδερμίδας κατά τη διάρκεια της εξέτασης. Τέλος, τον καρδιοσφυγμογράφο, που καταγράφει τις μεταβολές της καρδιακής συχνότητας και της πίεσης του αίματος.

 

Με άλλα λόγια, η λειτουργία του πολύγραφου, που επινοήθηκε από τον Ουίλιαμ Μάρστον (W. Marston) τη δεκαετία του 1920, βασίζεται στην καταγραφή και μετέπειτα την ανάλυση των σωματικών μεταβολών του ατόμου που υποβάλλεται στο τεστ.

 

Ομως, η μεγάλη δημοσιότητα που γνώρισε αυτή η «μηχανή της αλήθειας» δεν ανταποκρίνεται ούτε στην αποτελεσματικότητα ούτε στη φήμη της.

 

Και αυτό, γιατί οι φυσιολογικές παράμετροι που καταγράφει εξαρτώνται από το αυτόνομο νευρικό σύστημα, η ενεργοποίηση του οποίου σχετίζεται ελάχιστα ή και καθόλου με τη συνειδητή επιλογή τού να ψεύδεται κανείς. Ετσι σήμερα, στις περισσότερες χώρες, ο πολύγραφος δεν είναι πλέον αποδεκτός ούτε κατά την ανακριτική φάση ούτε βέβαια κατά τη δικαστική πράξη.

 

Η καλύτερη, μέχρι πρόσφατα, εναλλακτική «λύση» στη θέση του ανεπαρκέστατου πολύγραφου ήταν η υιοθέτηση του ηλεκτροεγκεφαλογράφου. Τοποθετώντας ηλεκτρόδια στην επιφάνεια του κρανίου μπορούμε να μετρήσουμε, να καταγράψουμε και να αναλύσουμε μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή κάθε μεταβολή της ηλεκτρικής δραστηριότητας του εγκεφαλικού φλοιού.

 

Ετσι, διαφορετικά εξωτερικά ερεθίσματα (π.χ. φωτογραφίες, λέξεις ή αντικείμενα) προκαλούν διαφορετικά πρότυπα αντιδράσεων σε διαφορετικές φλοιικές περιοχές του εγκεφάλου, η δραστηριότητα των οποίων καταγράφεται καταλεπτώς και εντοπίζεται επακριβώς από το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα. Είναι όμως επιστημονικά εφικτή και κοινωνικά θεμιτή η χρήση αυτής της συσκευής για ανακριτικούς και όχι μόνο για διαγνωστικούς ή βιοϊατρικούς σκοπούς;

 

«Ολες οι μηχανές της αλήθειας, όποια τεχνική κι αν χρησιμοποιούν, βασίζονται σε μία και μόνον αρχή: ότι η αλήθεια σχετικά με ένα ορισμένο συμβάν διατηρείται στον νου ενός ανθρώπου, είτε είναι μάρτυρας είτε κατηγορούμενος, και ότι είναι δυνατόν, με κάποιο τρόπο, είτε να εξαγάγουμε αυτήν την πληροφορία είτε να αξιολογήσουμε την κατάστασή της στο εσωτερικό του εγκεφάλου αυτού που ανακρίνεται», όπως δηλώνει ο Λάρι Φάργουελ (Larry Farwell), επιφανής νευροεπιστήμονας που επινόησε τη νέα τεχνική του «ψηφιακού αποτυπώματος του εγκεφάλου» (αγγλιστί, brain fingerprint ή BF).

 

Διαβάζοντας τα φευγαλέα αποτυπώματα της σκέψης

 

Η ανάγνωση των εγκεφαλικών «αποτυπωμάτων» βασίζεται σε ορισμένα ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα. Πιο συγκεκριμένα, ο Φάργουελ επινόησε την P300-MERMER, μια παραλλαγή τής BF. Η P300 είναι ένα ηλεκτροεγκεφαλικό κύμα που εμφανίζεται πάντα περίπου 300 χιλιοστά του δευτερολέπτου αφού παρουσιάσουμε ένα ασυνήθιστο αλλά σημαντικό ερέθισμα στο άτομο που υποβάλλεται στο τεστ. Η εμφάνιση αυτού του κύματος αποτελεί έναν ασφαλή δείκτη για το αν το άτομο αυτό αναγνωρίζει ή όχι το συγκεκριμένο ερέθισμα.

 

Οταν παρουσιάσουμε στο πρόσωπο που υποβάλλεται στο τεστ μια σειρά από αντικείμενα, μεταξύ των οποίων και το όπλο ή τον τόπο ενός εγκλήματος, αν ο εγκέφαλός του είναι «αθώος» αντιδρά πανομοιότυπα στα ύποπτα αντικείμενα, ενώ αν είναι «ένοχος» αντιδρά διαφορετικά.

 

Δυστυχώς όμως, και στην περίπτωση αυτού του τεστ, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Για παράδειγμα, η αποτελεσματικότητα και η ακρίβειά του επηρεάζονται από διάφορους παράγοντες, όπως η ηλικία, ψυχιατρικές παθήσεις, η εξάρτηση από το αλκοόλ ή άλλες εξαρτησιογόνες ουσίες κ.ά. Με άλλα λόγια, και αυτό το τεστ παρουσιάζει επίπλαστα αποτελέσματα, είτε θετικά (άτομα αθώα που κρίνονται ένοχα) είτε αρνητικά (άτομα ένοχα που αθωώνονται), γεγονός ακόμη πιο σοβαρό από νομικής απόψεως.

 

Αν, για παράδειγμα, ο εγκέφαλος ενός υπόπτου αναγνωρίζει το ενοχοποιητικό αντικείμενο, πρέπει να θεωρείται πάντοτε ένοχος; Ας υποθέσουμε ότι το όπλο του εγκλήματος είναι μια κυνηγετική καραμπίνα. Αν ο ύποπτος είναι κυνηγός, είναι βέβαιο ότι θα αναγνωρίσει το αντικείμενο. Συνεπώς η Ρ300 θα μας δώσει μια ψευδή θετική απάντηση.

 

Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια οι έρευνες για τη δημιουργία μιας πιο φερέγγυας μηχανής της αλήθειας ή του ψεύδους επικεντρώνονται στη λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI). Χάρη σ’ αυτήν τη νέα νευροαπεικονιστική μέθοδο, κάποιοι ειδικοί ισχυρίζονται ότι είναι σε θέση να «διαβάζουν» τις σκέψεις ενός ατόμου και σε ορισμένες περιπτώσεις να διακρίνουν επακριβώς τόσο τις εγκεφαλικές περιοχές που ενεργοποιούνται όταν αυτό το άτομο ψεύδεται όσο και τις (διαφορετικές) περιοχές που ενεργοποιούνται όταν λέει την αλήθεια.

 

Για παράδειγμα, αφού τοποθετήσουν έναν εθελοντή μέσα στον σαρωτή (scanner), οι ειδικοί τού ζητάνε να πει συνειδητά ψέματα όταν τον ρωτήσουν για δύο προεπιλεγμένα αντικείμενα (π.χ. δύο διαφορετικά τραπουλόχαρτα). Ενώ ο εθελοντής ψευδολογεί, οι απαντήσεις του καταγράφονται και συσχετίζονται μέσω του fMRI με την ενεργοποίηση διαφορετικών περιοχών του εγκεφάλου του.

 

Με αυτόν τον τρόπο διαπίστωσαν ότι όποτε λέμε ψέματα ενεργοποιούνται εντονότερα οι περιοχές του προμετωπιαίου φλοιού του εγκεφάλου μας! Τι σημαίνει αυτό όμως; Και πώς ερμηνεύεται; Σύμφωνα με την επίσημη ερμηνεία, το να λέει κάποιος την αλήθεια είναι μια αυθόρμητη και ενεργειακά ανέξοδη δραστηριότητα, ενώ το να λέει ψέματα είναι μια απαιτητική και πολύπλοκη λειτουργικά δραστηριότητα που προϋποθέτει την ενεργοποίηση των ανώτερων περιοχών του εγκεφαλικού φλοιού. Και στον προμετωπιαίο φλοιό βρίσκονται ακριβώς οι δομές που εμπλέκονται και ελέγχουν κάθε συνειδητή συμπεριφορά μας.

 

Ψεύτης; Είσαι και φαίνεσαι!

 

Πάντως, με τα τεχνολογικά μέσα και τις γνώσεις που διαθέτουμε σήμερα αποτελεί ασφαλώς υπερβολή το να ισχυρίζεται κάποιος ότι μπορούμε να «διαβάζουμε» τις σκέψεις ενός ανθρώπου. Οσον αφορά τον εντοπισμό και τη διάκριση των «εγκεφαλικών κέντρων» του ψεύδους και της αλήθειας, αυτό ίσως να είναι θεωρητικά εφικτό. Και τονίζουμε ότι είναι «θεωρητικά» εφικτό, επειδή οι διαθέσιμες σήμερα νευροαπεικονιστικές μέθοδοι της λειτουργίας του εγκεφάλου είναι εμφανώς ανεπαρκείς και κατά συνέπεια μη αποδεκτές από τα περισσότερα δικαστήρια σε όλο τον κόσμο.

 

Πολλοί είναι αυτοί που ασκούν δριμύτατη κριτική σε όσους προτείνουν την υιοθέτηση από τα δικαστήρια τέτοιων τόσο απλοϊκών και αφελών, από εγκληματολογική άποψη, νευροαπεικονιστικών προσεγγίσεων. Οπως υποστηρίζει ο Χανκ Γκρίλι (Hank Greely), διευθυντής του Κέντρου για τον Νόμο και τις Βιοεπιστήμες στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, «δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ιδιοφυΐα για να καταλάβει την άβυσσο που χωρίζει ένα τέτοιου είδους τεστ από τα ψεύδη που απεργάζονται και μας σερβίρουν στα δικαστήρια οι εγκληματίες».

 

Υπάρχει λοιπόν σήμερα μια φερέγγυα και αξιόπιστη μηχανή της αλήθειας; Η απάντηση είναι ένα κατηγορηματικό «όχι». Οι σημερινές μηχανές της αλήθειας αποτελούν ίσως ένα καλό τεστ για την πρόοδο της επιστήμης, είναι όμως ανεπαρκέστατες για την απόδοση της δικαιοσύνης.

 

Ωστόσο, οι πρόσφατες νευροτεχνολογικές εξελίξεις ανοίγουν τον δρόμο για τη σαφή βελτίωση τέτοιων μηχανών τα αμέσως επόμενα χρόνια.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

 Ολοι κρύβουμε έναν Πινόκιο μέσα μας

 

Πόσες φορές δεν έχει χρειαστεί να πούμε ένα «ψεματάκι» στον προϊστάμενό μας, για να σώσουμε τη θέση μας, στον/στη σύντροφό μας για να μην τον/την πληγώσουμε, στον φίλο μας για να μην τον στενοχωρήσουμε κ.ο.κ.; Ιδιαίτερα σήμερα, που η κοινωνική επιτυχία ταυτίζεται με την «αποτελεσματικότητα» και τη γρήγορη λήψη αποφάσεων, είναι δύσκολο να μην επιβεβαιώσει κανείς αυτόν τον κανόνα σε όλες ανεξαιρέτως τις εκφάνσεις της κοινωνικής μας ζωής: από τις ανθρώπινες σχέσεις -επάγγελμα, κοινωνική συναναστροφή, συναλλαγές, φιλία, έρωτας- μέχρι την πολιτική και την οικονομία.

 

Τα πλεονεκτήματα του ψεύτη

 

Και μολονότι συνήθως το να λέμε ψέματα μας δημιουργεί αρκετό άγχος -μήπως αποκαλυφθεί η απάτη-, εντούτοις, όπως προκύπτει από διάφορες έρευνες, τα αντισταθμιστικά οφέλη της εξαπάτησης είναι πολύ περισσότερα. Στο πολυσυζητημένο βιβλίο του με τίτλο «Liar: the truth about lying» («Ψεύτης: η αλήθεια για το ψέμα»), ο Ρόμπερτ Φέλντμαν (R. Feldman), επιφανής καθηγητής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, ο οποίος εδώ και είκοσι πέντε χρόνια μελετά το «πώς» και το «γιατί» λέμε ψέματα, υποστηρίζει ότι όλοι οι άνθρωποι ψεύδονται, και μάλιστα συστηματικά.

 

Ετσι οδηγήθηκε στο απρόσμενο συμπέρασμα ότι ο λόγος που το ψέμα είναι μια πανανθρώπινη πρακτική είναι ότι διευκολύνει τη συμβίωσή μας με τους άλλους ανθρώπους (και τον εαυτό μας!).

 

Το ψεύδεσθαι φαίνεται πως είναι μια τακτική που ευνοεί τον ψεύτη, επειδή του παρέχει αυτό που ο Φέλντμαν αποκαλεί το «πλεονέκτημα του ψεύτη»: τη δυνατότητα να επιτυγχάνει αυτό που επιθυμεί με όσο το δυνατόν μικρότερο κόστος απ’ ό,τι αν έλεγε την αλήθεια.

 

Το ψεύδος συνεπώς αναδεικνύεται στον πιο εύκολο, γρήγορο και φαινομενικά ανέξοδο τρόπο για να επιτύχουμε έναν συγκεκριμένο στόχο. Πρόκειται μάλιστα για ένα από τα πρώτα πράγματα που μαθαίνουμε να κάνουμε ήδη από τη νηπιακή μας ηλικία: μια ανεπαρκώς ανεπτυγμένη κοινωνική δεξιότητα την οποία μεγαλώνοντας μαθαίνουμε να τελειοποιούμε.

 

Πράγματι, στο βιβλίο του ο Φέλντμαν περιγράφει πειράματα με παιδιά ηλικίας μόλις τριών ετών, που φαίνεται να επιβεβαιώνουν επαρκώς ότι τα «αθώα» παιδάκια, στη συντριπτική τους πλειονότητα, κατέχουν ήδη την έννοια και τις στοιχειώδεις τεχνικές της εξαπάτησης. Δεξιότητα που χρησιμοποιούν με σχετική ευχέρεια όποτε χρειάζεται.

 

Παρ’ όλα αυτά, ο Φέλντμαν δεν φαίνεται να επικροτεί τη σχεδόν καθολική κυριαρχία του ψεύδους στις σημερινές κοινωνίες. Αντίθετα, επισημαίνει ότι από πιο πρόσφατες μελέτες αναδεικνύεται σαφώς ότι η αίσθηση επιτυχίας που μας εξασφαλίζει το ψέμα είναι κατά κανόνα πρόσκαιρη. Οι περισσότεροι άνθρωποι, όποτε καταφεύγουν στο ψέμα, κατόπιν υποφέρουν από τύψεις και μετανιώνουν (άραγε, ειλικρινά;) γι’ αυτή τη συμπεριφορά τους.

 

Το περίεργο είναι ότι, ενώ εμείς οι ίδιοι καταφεύγουμε συχνά σε μικρότερα ή μεγαλύτερα ψέματα, θεωρούμε ταυτόχρονα εξαιρετικά απίθανο να μας λένε ψέματα οι άλλοι! Ετσι, πολύ εύκολα πέφτουμε και οι ίδιοι θύματα των τεχνικών της «μαζικής παραπλάνησης», που με τόση μαεστρία στήνονται και εφαρμόζονται από τις διαφημιστικές εταιρείες ή και τις πολιτικές εξουσίες.

 

Scroll to top