Της Αρχοντίας Κάτσουρα
Παρατηρώ τις γυναίκες γύρω μου. Μητέρα, αδελφές, φίλες, ξαδέλφες, θείες, αλλά και «ξένες», δηλαδή μη μέλη του στενού ή ευρύτερου κύκλου μου. Μοιάζουμε όλες τόσο πολύ, κι ας διαφέρουμε σε ηλικία, όψη, επαγγελματικές επιλογές, προσωπική ζωή. Φοράμε ρούχα ενίοτε προκλητικά, ρούχα «αυστηρά» ή αδιάφορα, ακριβά ή φτηνότερα, βάφουμε τα μαλλιά μας ή τα αφήνουμε να παραδοθούν στο αναπόφευκτο γκρίζο του χρόνου, κάνουμε βαρύ μακιγιάζ ή αφήνουμε το δέρμα να αναπνέει ελεύθερο, ή κάτι ανάμεσα στα δύο. Ομως, αν κοιταχτούμε στα μάτια, βλέπουμε τον εαυτό μας η μία στην άλλη, στον καθρέφτη απέναντί μας.
Μεγαλώνοντας έμαθα πως στη ζωή μου πρέπει να φορώ βραχιόλια. Λέγοντας «βραχιόλια», οι γονείς μου εννοούσαν εφόδια, σπουδές, ένα επάγγελμα, κάτι από το οποίο θα μπορούσα να ζήσω, να βιοποριστώ χωρίς να γίνομαι βάρος σε κανέναν, αλλά να έχω εκείνη την αυτονομία και την εμπιστοσύνη στον εαυτό μου που δεν θα επέτρεπε σε εργοδότη, συνάδελφο, φίλο ή σύντροφο να με αντιμετωπίσει χωρίς σεβασμό. Να μπορώ να διεκδικώ τα αυτονόητα, δίχως να χρειάζεται να κάνω υποχωρήσεις που θα προσέβαλλαν την υπόστασή μου.
Δεν ξέρω τι κατόρθωσα, καθώς η ζωή επιφυλάσσει στον καθένα μας εκπλήξεις: αναπάντεχες στιγμές ευτυχίας, χτυπήματα από ασθένειες, προβλήματα επαγγελματικά ή άλλα, εντός ή πέραν του πεδίου που μπορούμε να ελέγξουμε. Υπάρχουν ημέρες που ξυπνώ και νιώθω τόσο δυνατή ώστε όλα να μοιάζουν εφικτά και άλλες τόσο ανίσχυρη που δεν ξέρω αν μπορώ να αντέξω ακόμη ένα πρόβλημα, ακόμη μία δυσκολία. Οι λόγοι διάφοροι, συνήθως ρεαλιστικοί, απτοί, κάποτε άυλοι σαν ένα καλό ή κακό όνειρο. Κάπως έτσι είναι και οι φίλες μου. Ξέρω πως δεν είμαστε όλες οι γυναίκες το ίδιο. Οτι δεν ξεκινήσαμε από την ίδια αφετηρία, δεν είχαμε τις ίδιες ευκαιρίες ή οικονομικές δυνατότητες, ότι, ακόμη, δεν ξεκινήσαμε με όμοια όνειρα, ούτε φιλοδοξίες, δεν συναντήσαμε τις ίδιες δυσκολίες. Διαφέρουν τα στοιχεία που σε σημαντικό βαθμό καθορίζουν μια πορεία ζωής.
Μιλώ κυρίως για την επαγγελματική ζωή, γιατί η άλλη, η προσωπική, σε σημαντικό ποσοστό ορίζεται από μια συναισθηματική και ψυχολογική εκπαίδευση, η οποία ξεκινά σχεδόν από τις πρώτες ημέρες της ζωής μας, έχει αφετηρία την οικογένεια, συνεχίζεται στο σχολείο και σχετίζεται άμεσα με το φύλο μας, το οποίο, φοβάμαι, συχνά κουβαλάμε ως βάρος. Δυστυχώς, ακόμη και σήμερα, ύστερα από αγώνες για «ισότητα», επιτεύγματα του τύπου «γυναίκες σε αντρικά επαγγέλματα» ή «η πρώτη γυναίκα πρόεδρος πολυεθνικής» ή «τέσσερις γυναίκες υπουργοί σε μια κυβέρνηση 36 μελών», εξακολουθούμε να βρισκόμαστε πάντα ένα βήμα πίσω. Τρέχουμε, αλλά δυσκολευόμαστε να φτάσουμε.
Ισως βέβαια εμείς οι ίδιες να βάζουμε τον εαυτό μας σε αυτή τη θέση. Ο,τι όμορφο ή σημαντικό και αν κάνουμε, η επιτυχία ή η αποτυχία μας στον οικογενειακό στίβο θα μας ορίζει στις κοινωνικές σχέσεις. «Πήγε πολύ ψηλά στη δουλειά της», λένε οι άλλοι, «αλλά ούτε ένα πιάτο φαΐ δεν έχει κάνει στα παιδιά της». Το πιο σκληρό από όλα είναι ότι τα λόγια αυτά θα ακουστούν πρώτα από τα χείλη γυναικών στην ίδια ή λίγο διαφορετική θέση. Και μπορεί να είναι από το στόμα της μάνας που σε έσπρωχνε στα γράμματα, της αδελφής ή της φίλης που ζει λίγο-πολύ τα ίδια, αλλά «ξέρει» ότι, τελικά, το σπίτι σου οφείλει να είναι το βασίλειό σου.
Καθώς περπατώ και παρατηρώ τους ανθρώπους που βαδίζουν γύρω μου, είναι εξαιρετικά πρόσφορο να μελετώ τις γυναίκες. Ακόμη και όταν γελούν ή κουβεντιάζουν φιλικά, όταν δείχνουν ήρεμες, όταν δεν τρέχουν από τη δουλειά να παραλάβουν τα παιδιά από το σχολείο κι ύστερα να πάνε σε ό,τι τις περιμένει στο σπίτι, στο βάθος του βλέμματός τους υπάρχει ένα αγκάθι: αυτό που τους λέει ότι είναι ανεπαρκείς, πως ό,τι και αν κάνουν, ποτέ δεν θα είναι αρκετό, ποτέ δεν θα εκπληρώσουν το πολύπτυχο καλή μάνα – κόρη – αδελφή – σύζυγος και παρεμπιπτόντως επαγγελματίας. Αυτή τη σκιά βλέπουμε η μια στα μάτια της άλλης και όταν χαμογελούμε -άγνωστες κατά τα άλλα- μεταξύ μας. Αναγνωρίζουμε τον ίδιο φόβο να μας δηλητηριάζει. Κι αυτό δεν μας αξίζει.