«Σικελικός εσπερινός» στο Μέγαρο Μουσικής
Η νέα παραγωγή της Λυρικής Σκηνής διέθετε γερά χαρτιά, από τα οποία ξεχώρισαν εύκολα ο Αμερικανός τενόρος Γκρέγκορυ Κούντε και το υποβλητικό σκηνικό του Αλεσάντρο Κάμερα
Του Γιάννη Σβώλου
Ο «Σικελικός εσπερινός» του Βέρντι είχε να παρουσιαστεί στην Ελλάδα πολλά χρόνια: 35 από την ΕΛΣ (1978, Ηρώδειο) και 10 από το Μέγαρο Μουσικής. Γενικώς, η πεντάπρακτη «μεγαλόπρεπη όπερα» ανεβαίνει σπάνια. Αυτό οφείλεται στη μεγάλη διάρκεια, την απαιτητική διανομή τεσσάρων πρωταγωνιστών και μια δραματουργία που παρασύρει σε στατικές σκηνοθεσίες.
Η νέα παραγωγή της ΕΛΣ, υπό τη μουσική διεύθυνση του Μύρωνα Μιχαηλίδη, παρουσιάστηκε σε συνεργασία με τον ΟΜΜΑ στην αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη» για τέσσερις παραστάσεις (24-27/1/2013). Μάλιστα, λόγω μεγάλης ζήτησης, θα επαναληφθεί τον Απρίλιο. Απεργίες και κακοκαιρία χτύπησαν την προσέλευση στην πρεμιέρα, όμως οι υπόλοιπες παραστάσεις δόθηκαν σε κατάμεστη αίθουσα.
Η παραγωγή διέθετε γερά χαρτιά, μεταξύ των οποίων ξεχώρισαν εύκολα η συμμετοχή του Αμερικανού τενόρου Γκρέγκορυ Κούντε -διεθνούς Αρρίγκο των ημερών!- και το υποβλητικό σκηνικό του Αλεσσάντρο Κάμερα. Οι εντυπώσεις ήσαν μερικώς άνισες, κυρίως λόγω της κάπως στατικής σκηνοθεσίας του Ρενάτο Τζανέλλα, ωστόσο ασυζητητί κυριάρχησαν τα θετικά στοιχεία: πάνω απ’ όλα απολαύσαμε ζωντανά αυτή την όπερα με την υπέροχη, σπάνιας ευγένειας και μελωδικού πλούτου μουσική!
Στατικό στήσιμο
Παρ’ ότι γράφτηκε για το Παρίσι, ο «Σικελικός εσπερινός» είναι μία από τις πιο «ιταλικές» όπερες του Βέρντι: τόπος, θέμα, ιστορική αφετηρία, χαρακτηριστικοί μουσικοί σκοποί, όλα είναι αντιπροσωπευτικώς ιταλικά. Ως προς αυτό, η εικόνα της παράστασης δύσκολα θα μπορούσε να είναι περισσότερο επιτυχής. Σκηνοθέτης, σκηνογράφος και ενδυματολόγος (Κάρλα Ρικότι) συνδύασαν τέλεια την αναγνωρισιμότητα των μελαγχολικών αστικών τοπίων του Ντε Κίρικο με μνήμες μεγαλόστομης μουσολινικής αρχιτεκτονικής, αρ-ντεκό και ενδυματολογικούς κώδικες του ιταλικού μεσοπολέμου. Το ημιαφαιρετικό σκηνικό είχε μορφή πλατείας περιβαλλόμενης από πολυώροφες, αψιδωτές προσόψεις, που αναδιατάσσονταν υπηρετώντας τις ανάγκες κάθε σκηνής. Καθώς η τυραννική εξουσία του εχθρού και το βαρύ καθήκον απέναντι στην πατρίδα περιβάλλουν αδιάλειπτα –και τελικά συνθλίβουν- την προσωπική ζωή των πρωταγωνιστών, αυτή η εικόνα συνέθεσε άριστο πλαίσιο μυθοποιημένων συμφραζομένων για μια σύγχρονη πρόσληψη της «επαναστατικής» όπερας του Βέρντι. Το αντιπροσωπευτικά ντόπιο λειτούργησε εδώ τέλεια ως διαβατήριο διεθνούς απήχησης! Μακάρι να ξαναδούμε δουλειά του Αλεσσάντρο Κάμερα -επίσης υπεύθυνου για το σκηνικό του περσινού, επιτυχημένου «Φάουστ»- σε μελλοντικές παραγωγές της ΕΛΣ.
Φωτισμοί με θερμά, μαλακά χρώματα (Τζανέλλα, Κάλτσου) υπέβαλαν την αίσθηση του Νότου, ενώ την περισσότερη ώρα το όλο ήταν λουσμένο σε άπλετο μεσογειακό φως. Σε αυτό το ταιριαστά δεσπόζον σκηνικό, ο Τζανέλλα νοηματοδότησε δραματουργικά τις κινήσεις του πλήθους, αλλ’ η καθοδήγηση των πρωταγωνιστών -μετωπικά στησίματα, διάδραση, χειρονομίες, συμμετρικές διατάξεις- υπήρξε λίγο αμήχανη και μάλλον στατική. Βιρτουοζίστικα χορογραφημένο από τον ίδιο, το μπαλέτο της Γ΄ πράξης εντάχθηκε έξυπνα στη δραματουργία της σκηνοθεσίας. Αντίθετα, οι συχνές, εκτενείς «σφήνες» καρατερίστικων σχολιαστικών εμφανίσεων του μπαλέτου σε εκτενείς σκηνές τραγουδιού, όπου -εύλογα- στόχευαν να διασκεδάσουν τη στατικότητα της δράσης, έπεισαν λιγότερο απ’ ό,τι στον «Φάουστ», μάλλον αποσυντονίζοντας παρά υποστηρίζοντας νοηματικά την πρόσληψη της μουσικής.
Μεθυστικό βερντιανό τραγούδι
Αληθινή γιορτή υπήρξε η παραγωγή του «Σικελικού εσπερινού» για όσους η όπερα είναι μόνον τραγούδι καθώς την υπηρέτησαν άριστα δύο εφάμιλλες διανομές. Επικεφαλής της πρώτης διανομής (24/1/2013) ήταν ο Γκρέγκορυ Κούντε. Θαυμάσιος, φερέγγυος τενόρος, με φωτεινή καλοεστιασμένη φωνή, αφού υπηρέτησε επί δεκαετίες το ρομαντικό μπελ-κάντο -τον έχουμε ξανακούσει στο Μέγαρο αλλά και στο Πέζαρο ως ροσσίνειο Τανκρένδο- προχωρά τώρα στο βερντιανό ρεπερτόριο. Ο 59χρονος Αμερικανός τραγουδιστής ενσάρκωσε ένα ιδανικό Αρρίγκο. Στεντόρειο και μελωδικό, δίχως εκπτώσεις, με άριστη αίσθηση ύφους, παλλόμενο από συναίσθημα και νεανική ορμή, το τραγούδι του μάς χάρισε αλλεπάλληλες ωραίες στιγμές.
Αναμετρούμενη με ρόλο για φωνή μεγαλύτερη και βαρύτερη της δικής της, η ακμαία Ρουμάνα υψίφωνος Τσέλια Κοστέα πρόσφερε αφειδώλευτα και με γενναιότητα όλη την τέχνη και τα αποθέματα δυνάμεών της καταθέτοντας ένα συγκινητικό, λυρικό πορτρέτο της άτυχης Ελενας. Τυπικός πατέρας-βαρύτονος του βερντιανού πανθέου, ο Μονφόρτε του Δημήτρη Πλατανιά διέθετε στο ακέραιο ό,τι απαιτεί ο δύσκολος ρόλος: φωνητική ένταση, βάρος, ποιότητες ώριμης χροιάς. Τον αδίστακτο πατριώτη Πρότσιντα ερμήνευσε πολύ καλά ο βετεράνος βαθύφωνος Δημήτρης Καβράκος, αξιοποιώντας ισορροπημένα την εκφραστική του μανιέρα. Οι τέσσερις πρωταγωνιστές έδεσαν άριστα στις πολλές, απαιτητικές σκηνές όπου καλούνται να ενώσουν το τραγούδι τους σε ντουέτα, τρίο, κουαρτέτα.
Ομοίως δυνατή υπήρξε η δεύτερη διανομή (25-27/1/2013). Το κεντρικό ζευγάρι Αρρίγκο – Ελενας ενσάρκωσαν ο γνωστός, στιβαρός Κορεάτης τενόρος Ρούντι Παρκ, αναπληρώνοντας με περισσό πάθος το έλλειμμα σε λατινικό «φραζάρισμα», και η Αρμένισσα υψίφωνος Λιάνα Χαρουτουνιάν με φωνή εντυπωσιακής ισχύος, τεχνικά άρτια, εκφραστικά συγκινητική. Ως Μονφόρτε, ο Μεξικανός βαρύτονος Κάρλος Αλμαγκέρ προσέθεσε στο ωραίο ρωμαλέο τραγούδι του μια σκηνικά πειστική απόδοση του ρόλου. Το κουαρτέτο των πρωταγωνιστών συμπλήρωσε ισοδύναμα ο στεντόρειος βαθύφωνο Τάσο Αποστόλου ως Πρότσιντα.
Καλό, συντονισμένο ήταν το τραγούδι της Χορωδίας της ΕΛΣ. Η δυναμική, ακριβής, υποστηρικτική των τραγουδιστών διεύθυνση του Μύρωνα Μιχαηλίδη εξασφάλισε ένα ακρόαμα σφριγηλό, δυναμικό με γνήσιο βερντιανό παλμό και ωραίες λυρικές στιγμές. Στα όσα έχει κερδίσει υπό την ικανή καθοδήγησή του η Ορχήστρα της ΕΛΣ περιμένουμε πλέον να αρχίσει να προστίθεται και το στοιχείο της ευγένειας του ήχου.