28/04/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Το τάβλι» - Θέατρο Κυκλάδων «Λευτέρης Βογιατζής»

Ο Φώντας και ο Κόλλιας χωρίς αυταπάτες

Ο Νίκος Κουρής και ο Μάκης Παπαδημητρίου αρνούνται να ανεβάσουν το διαμάντι του Δημήτρη Κεχαΐδη μέσα από αφομοιωμένους κώδικες. Τέρμα η κατανόηση και η συμπάθεια προς τους τυπάκους, που ονειρεύονται κομπίνες. Η πορεία μας ως χώρας μετά το ’70 δεν μας αφήνει πια να γελάμε μαζί τους.
      Pin It

Ο Νίκος Κουρής και ο Μάκης Παπαδημητρίου αρνούνται να ανεβάσουν το διαμάντι του Δημήτρη Κεχαΐδη μέσα από αφομοιωμένους κώδικες. Τέρμα η κατανόηση και η συμπάθεια προς τους τυπάκους, που ονειρεύονται κομπίνες. Η πορεία μας ως χώρας μετά το ’70 δεν μας αφήνει πια να γελάμε μαζί τους

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΗΣ (ΚΟΛΛΙΑΣ) ΚΑΙ ΜΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (ΦΩΝΤΑΣ)Τι πρωτότυπο να βρει κανείς να πει για το «Τάβλι» του Δημήτρη Κεχαΐδη; Από τα πιο πολυπαιγμένα έργα της νεότερης δραματουργίας, από τις τακτικότερες επιλογές των θιάσων μας. Γραμμένο στα χνάρια της ηθογραφίας, σαν κωμική μινιατούρα της σύγχρονης παθογένειας μας. Κι όμως ο Κόλλιας και ο Φώντας του έργου του Κεχαΐδη δεν είναι διόλου «γραφικοί» –είναι οι «τυπικοί» εκπρόσωποι μιας Ελλάδας που κατασκευάζει μηχανές ελπίδας για να ξεφύγει από το σκοτεινό της πρόσωπο.

 

Το έχουμε δει πολλές φορές το «Τάβλι» και θα δούμε πάλι την παρτίδα του στο μέλλον. Και αυτό γιατί πέρα από τη σημασία του στη δραματική μας ιθαγένεια, πέρα από την εξαιρετική βαθύτητα της σάτιράς του, παραμένει το ίδιο ένα θαυμαστά καλογραμμένο διαμάντι θεάτρου. Εξαίρετο δείγμα πυκνότητας και οικονομίας, είναι η καλύτερη ίσως στιγμή της νεότερης σκηνής μας πάνω στο ζήτημα της δραματουργικής ανάπτυξης και της σταδιακής πληροφόρησης του θεατή. Το έργο μοιάζει αλήθεια με το παιχνίδι στο τάβλι, παιχνίδι ανδρικής παραπλάνησης και «αποπλάνησης», βασισμένο στον ρυθμό των ζαριών, στην τέχνη του παίκτη και στην τυχαιότητα της έκβασης.

 

Για όλα αυτά –ας μην κρυβόμαστε– το «Τάβλι» είναι εύκολο έργο. Δεν χρειάζεται καν σκηνοθέτη: Προσεγγίζεται εύκολα, και ακόμα πιο εύκολα ανεβαίνει. Μπορεί να παιχτεί το ίδιο καλά από ερμηνευτές ολκής του ρεαλισμού όσο και από μέτριους ερασιτέχνες. Απορροφά το νεότερο περιβάλλον, το ύφος και ήθος της ελληνικής κατάστασης, και τα ενσωματώνει στον διάλογο, στο βάρος και τον ήχο των λέξεών του. Με ένα όμως σοβαρό μειονέκτημα – τουλάχιστον για εκείνους που θέλουν να δουν πίσω από το παραπέτασμα της ηθογραφίας: Οι τύποι που ο Κεχαΐδης φέρνει πάνω στη σκηνή –και όχι μόνο στο «Τάβλι»– είναι εξαιρετικά αναγνωρίσιμοι, και από μια άποψη είναι πολύ «συμπαθητικοί». Ανάμεσα σε εμάς και σε αυτούς υπεισέρχεται μια σύμβαση αλληλοαναγνώρισης και αλληλοκατανόησης. Το είπαμε και άλλοτε, με αφορμή άλλο έργο του Κεχαΐδη: όλοι αυτοί είναι στο βάθος «πατριωτάκια» μας. Πώς να τους δει κανείς αυστηρά;

 

Νομίζω ότι η παράσταση στο θέατρο στην Κυψέλη αυτό έχει για κύριο μέλημά της: Αντί να αφεθεί στη μίμηση του ίδιου του εαυτού μας, να σπάσει αυγά: να αντιδράσει πρώτα στη συνωμοτική πλάνη της αμοιβαίας συμπάθειας. Σαν πολιτική πρόταση θεάτρου θέλει να δούμε πίσω από την ηθογραφία, πίσω από το παιχνίδι, στον μηχανισμό της πλοκής και στο παιχνίδι των χαρακτήρων. Ο Νίκος Κουρής (Κόλλιας) και ο Μάκης Παπαδημητρίου (Φώντας) παραμένουν πιστοί στον τύπο, αλλά απιστούν στο ήθος των προσώπων. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε να κάνουν διαφορετικά; Είναι μέρος μιας νέας γενιάς θεάτρου, ταλαντούχας και ζόρικης, που δεν αποδέχεται τίποτα σαν δεδομένο. Θέλω να πω πως αρνούνται να ανεβάσουν το «Τάβλι» σαν την «παλιά επιτυχία» του ελληνικού θεάτρου, μέσα από αφομοιωμένους κώδικες, το στιλ, αν θέλετε, του Θεάτρου Τέχνης. Θέλουν –και αυτό είναι εμφανές– να κρίνουν τα πάντα επί σκηνής και εξαρχής.

 

Ετσι ραγίζει μπροστά μας η συγκαταβατική ατμόσφαιρα της παρέας. Δεν υπάρχει εδώ στην ουσία αυλή, δεν υπάρχει καν «τάβλι», δεν υπάρχει νοσταλγία (ποια άραγε;), ούτε κλείσιμο του ματιού. Υπάρχει ο ένας και αυτός τρόπος να δούμε τα πράγματα σαν πολιτικά και κρίσιμα πάλι για την μετέπειτα, τη μετά το ’70 πορεία μας: Χωρίς αυταπάτες.

 

Και ιδού τι προκύπτει από τη ρήξη. Μέχρι τώρα, αν δεν απατώμαι, βλέπαμε τους δυο τυπάκους του έργου κάπως πατερναλιστικά και αφ’ υψηλού, όπως με κάθε ελληνάκο που θέλει να πιάσει την καλή με την απίθανη κομπίνα, το δήθεν κόλπο ή την αρπαχτή. Χαμογελούσαμε τουλάχιστον με την αφέλειά τους, διασκεδάζαμε με την καταφερτζίδικη και μάταιη ονειροβασία τους. Ανθρωποι γεμάτοι ενέργεια, ξοδεμένοι σε τζογαδόρικα όνειρα. Ακόμα ένας Ζορμπάς ο Φώντας ή ο Κόλλιας, ακόμα ένας δικός μας άνθρωπος.

 

Κι αν τα πράγματα, αναρωτιέμαι, δεν είναι ακριβώς έτσι; Ποιος μας είπε ότι ο Φώντας και ο Κόλλιας απέτυχαν στο σχέδιό τους; Πιθανόν να εξέδωσαν, λέει, αληθινά τη γυναίκα και αδελφή τους στον κ. Συμεωνίδη για 50.000 δραχμές. Να πλήρωσαν στ’ αλήθεια με αυτά τα λεφτά κάποιο καράβι, και να πήγαν έτσι πραγματικά «στην Αφρική». Και από εκεί να γύρισαν πίσω, λέει, φέρνοντας σκλάβους στη χώρα, καραβιές ολόκληρες μεταμφιεσμένους στη μορφή φτηνού εργατικού δυναμικού. Και να τους έριξαν, όπως ήθελαν, στα χωράφια και στα κτήματα να μαζεύουν φράουλες, να τους έβαλαν να δουλεύουν στις οικοδομές φτηνά και ανασφάλιστα. Και να έγιναν κι οι δυο τους παράγοντες και κομματικά στελέχη. Οπως το ονειρεύτηκαν: Να κάθονται και να υπογράφουν μίζες. Να αγόρασαν Καγιέν, να δούλεψαν δίπλα σε δημάρχους και εργολάβους και εκδότες. Να απέκτησαν ακίνητα στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου και άκριες σε offshore εταιρείες. Ποιος γελά τώρα με τον Κόλλια και τον Φώντα; Και ποιος φοβάται τον Δημήτρη Κεχαΐδη;

 

Αυτό είναι το κέρδος από την παράσταση στην Κυκλάδων. Με δυο ερμηνείες που ακουμπούν τους ρόλους αλλά που αφήνουν περιθώριο για σχόλιο και κριτική. Με μια αλαφράδα και αυτοπεποίθηση στην προσέγγιση του κειμένου. Με τη σοβαρότητα όχι του γράμματος, αλλά της σημασίας του. Το «Τάβλι» επανέρχεται δριμύτερο, η παρτίδα του συνεχίζεται.

 

Scroll to top