Ενάμιση χρόνο μετά τον θάνατό του, φίλοι και συνεργάτες μαζεύτηκαν για να τον θυμηθούν αλλά και να γιορτάσουν τα ποιήματά του για τους Αθηναίους και την Αθήνα, που δεν πρόλαβε ο ίδιος να δει τυπωμένα
Της Αντας Ψαρρά
«Οταν έξω πέφτει χιόνι, τσέκαρε αν σου χιονίζει κι από μέσα»
(ανέκδοτα στιχάκια γραμμένα σε μια χαρτοπετσέτα το 2010)
«Προσωπικά αισθάνομαι πολυτοπικός γιατί οι δικοί μου κατάγονται από διαφορετικά (βόρεια και νότια) μέρη. Ο στατικός συμπολίτης ρίχνει τη στάχτη στο τασάκι με αυθόρμητες και φυσικές κινήσεις ωσάν να όφειλε το τασάκι να βρίσκεται αιωνίως εκεί, ενώ ο νομαδικός επιστρατεύει τον νοησιο-κινητικό μηχανισμό του και ανιχνεύει προς όλες τις κατευθύνσεις του ίδιου του δωματίου του» (απόσπασμα του Σουλιώτη από τη σειρά «Μια πόλη στη λογοτεχνία», όπου την επιλογή κειμένων για τη Φλώρινα έκανε ο ίδιος, εκδ. Μεταίχμιο 2001).
Ο θάνατος, η απώλεια ενός σημαντικού ανθρώπου με ονοματεπώνυμο χαραγμένο σε βιβλία, σε δοκίμια, στη λογοτεχνία, στην ποίηση, στην αρθρογραφία, στα πρόσωπα των φοιτητών του, στη θεμελίωση του Τμήματος Βαλκανικών Σπουδών αλλά και της Σχολής Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου στη Φλώρινα είναι εύλογο ότι αφήνει κενό. Οταν όμως τυχαίνει αυτός που χάνεται να είναι ακριβός και πολύ στενός φίλος, τότε η απώλεια μεγαλώνει το κενό και το κάνει στιγμές στιγμές σχεδόν αφόρητο. Η απώλεια του Μίμη Σουλιώτη (1949- 27 Νοεμβρίου 2012) έχει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, αλλά και ακόμα περισσότερα. Η Φλώρινα έχασε τον ποιητή και δάσκαλο που για δεκαετίες συναντούσε καθημερινά στις ομορφιές και στις ασκήμιες της.
Μια βραδιά για τον Σουλιώτη οργανώθηκε το Σάββατο στο Polis Art Cafe, με αφορμή την πολύ καθυστερημένη έκδοση της τελευταίας ποιητικής του συλλογής «Αθήνηθεν» από τον εκδοτικό οίκο Ερμής. Μια συλλογή με ποιήματα (για τους Αθηναίους και την Αθήνα) που για χρόνια περίμενε αλλά δεν πρόλαβε να δει τυπωμένη. Ο εκδότης και συνδιαχειριστής πλέον του σημαντικού αρχείου του Σουλιώτη, Μανόλης Σαββίδης, άνοιξε την εκδήλωση μνήμης παρουσιάζοντας τον ποιητή σαν ένα «σύνθετο άνθρωπο με ιδιότητες, που άλλες κληρονόμησε και άλλες δημιούργησε στην πορεία, έναν άνθρωπο με πολύ σημαντική παρουσία στη Μακεδονία». Απαρίθμησε τα «πάθη» του Σουλιώτη: το τσιγάρο, ο καφές, το χιόνι, ο Καβάφης, η στίξη, οι καυτερές πιπεριές (τσούσκες), ο Κάτουλλος, το τσίπουρο, το ποδόσφαιρο.
Οι ομιλητές, κάποιοι από αυτούς φίλοι του Μίμη, συμπλήρωσαν τον «κατάλογο» στη συνέχεια. «Ημασταν μαζί στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας και στα πρώτα της μεταπολίτευσης στη Θεσσαλονίκη, “παιδιά” του Μανόλη Αναγνωστάκη, που οραματιζόμασταν από τότε την έκδοση ενός δοκιμιακού περιοδικού», είπε ο Χάρης Καμπουρίδης.
Ο Κοζανίτης Βασίλης Καραγιάννης διηγήθηκε το πώς οι διαλογικές και σκωπτικές συναντήσεις τους γίνονταν με αφορμή τις επισκέψεις του Μίμη στην Κοζάνη, για το σέρβις του αυτοκινήτου. Αναφέρθηκε στο παλιό περιοδικό ΤΡΑΜ, αλλά και στις συνεδρίες Βαλκάνιων λογοτεχνών στο «Ευρωβαλκανικό Ασυλο της Ποίησης», που είχε δημιουργήσει ο Σουλιώτης στο χωριό Καλλιθέα στις Πρέσπες.
Πρόκειται για ένα παλιό αρχοντικό με το υποστατικό του, σημαδεμένο από μια σπαρταριστή τρυφερή ιστορία, που διηγιόταν συχνά στους φίλους ο ποιητής. Σε έναν αποδεκατισμένο από τους κατοίκους του τόπο, ευλογημένο από τη φύση, καταραμένο όμως από τη σύγχρονη ιστορία. Εμείς βρεθήκαμε με τον Μίμη πριν από χρόνια, εκεί στο σπίτι του αριστερού αλλά και του δεξιού του χωριού (άσπονδοι φίλοι και γείτονες από τον εμφύλιο) και συγκλονιστήκαμε από τις αντίθετες αφηγήσεις τους για τα ίδια γεγονότα. Ο Σουλιώτης προκαλούσε τέτοια παράδοξα με ένα αστείρευτο χιούμορ, ενώ μετά τα μετέτρεπε σε δύσκολες και πολύωρες συζητήσεις.
Η Αλίκη Συμεωνάκη μιλώντας στη συνέχεια αναφέρθηκε στο ειδικό μάθημα της Δημιουργικής Γραφής που είχε εισαγάγει και αναλάβει ο Σουλιώτης στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας (το τελευταίο διάστημα ήταν κοσμήτορας μέχρι και τον θάνατό του). Μάλιστα πρόσθεσε ότι σε σεμινάριο που έγινε στη μνήμη του δήλωσαν συμμετοχή 485 μαθητές. Ο Πάνος Θεοδωρίδης, παλιός φίλος και συνεργάτης του Σουλιώτη την περίοδο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας (Θεσσαλονίκη), αποκάλυψε ότι ήταν «ο αφανέστερος σύμβουλος της Αριστεράς σε ζητήματα μειονοτήτων», και είχε δίκιο.
Ο Κώστας Τσαούσης περιέγραψε την πρώτη του επίσκεψη στη Φλώρινα με το ΚΤΕΛ, πριν από τριάντα χρόνια, με πρόθεση να συνομιλήσει με μέλη του ΚΚΕ εσωτερικού, κρατώντας ένα χαρτάκι με το τηλέφωνο και το όνομα του Μίμη Σουλιώτη. Παρατηρούσε στη διαδρομή ότι τα χωριά (στάσεις) που κατέβαιναν οι επιβάτες τα φώναζε ο εισπράκτορας με άλλα ονόματα, από εκείνα που έγραφαν οι πινακίδες, κι όταν ρώτησε έλαβε την απάντηση: «Εσύ μη στεναχωριέσαι και μην ανακατεύεσαι!».
Πολύ τρυφερά για τον Μίμη και τη γυναίκα του την Ελένη μίλησε ο Τίτος Πατρίκιος, συγκινημένος για τους νεότερους από αυτόν ανθρώπους που βλέπει να χάνονται.
………………………………………………………………………………………………….
Παθιασμένος με το ανακάτεμα γλωσσών και πολιτισμών
Γνωρίσαμε τον Σουλιώτη λίγο μετά το γύρισμα της ταινίας του αγαπημένου του φίλου Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το μετέωρο βήμα του πελαργού», που έτυχε της απόλυτης «κατάρας» όχι μόνο του τότε μητροπολίτη Καντιώτη αλλά και όλων των σκοτεινών εθνικιστικών κύκλων των συλλαλητηρίων για το «Μακεδονικό». Ο Σουλιώτης υπερασπιζόταν με πάθος το δικαίωμα στη γλώσσα, στα τραγούδια, στους χορούς, στην ιστορία και σε κάθε τι που φέρνει κοντά τους λαούς των Βαλκανίων και ειδικά τους κατοίκους των συνόρων, χωρίς όμως να υιοθετεί ό,τι ο ίδιος θεωρούσε εθνικιστικές κορόνες των μεν και των δε. Του άρεσε το ανακάτεμα γλωσσών και πολιτισμών και απεχθανόταν τον θρησκευτικό φανατισμό, αγαπώντας όμως πολλές παραδόσεις και τις λόγιες συζητήσεις περί θρησκείας.
Εμπλουτίζοντας τον κατάλογο των «παθών» του ποιητή και φίλου που χάσαμε, σταχυολογούμε: Κυκλοφορούσε στο κέντρο της Φλώρινας μόνο τις πρώτες πρωινές ώρες μια και δεν του άρεσε να διασχίζει γεμάτο τον πεζόδρομο και να σταματάει συνεχώς για χαιρετούρες. Αγαπούσε τις βόλτες στην Αχρίδα (κι όχι Οχρίδα όπως έλεγε) και στα Μπίτολα, μια και το κομμάτι της βλάχικης καταγωγής του βρισκόταν εκεί, αλλά του άρεσε και το Αμύνταιο σε πείσμα των Φλωρινιωτών που δεν το πολυαγαπούν.
Του άρεσαν οι μακεδονικοί χοροί, οι συνταγές και οι μουσικές με τα χάλκινα, τα παλιά λυρικά τραγούδια κι όχι τα σύγχρονα εθνικοπατριωτικά. Λάτρευε τους ποιητές και τους λογοτέχνες, που η σκούφια τους κρατούσε από πολλά κράτη μαζί, όπως τον Φλωρινιώτη Τούρκο Νετζατί Τζουμαλί και τον Βαλκάνιο Γκριγόρ Παρλίτσεφ.
Ηταν παθιασμένος με τα ρήματα και τις έννοιες, αλλά και με την ταβέρνα «Κλώσσα» στη Φλώρινα. Αποκαλούσε τους τουρίστες από την Αθήνα «γιαπωνέζους», μια και δεν καταλάβαιναν συνήθως πού βρίσκονται και τι κρύβει μέσα της αυτή η ομιχλώδης πόλη. Θαύμαζε τους φοιτητές του και τους έκανε συχνά παρέα σε μπαράκια και είχε το σπάνιο χάρισμα του αυτοσαρκασμού.
Αντιγράφουμε το ποίημα «Δακρυγόνα 1965», της νέας δηκτικής και νοσταλγικής για την πρωτεύουσα συλλογής, του γεννημένου στην Αθήνα, μόνιμου κάτοικου Φλώρινας και σταθερού επισκέπτη της Θεσσαλονίκης και τελευταία της Κύπρου, Μίμη Σουλιώτη:
Μερικοί χωθήκαμε σ' ένα στενόμακρο
σουβλατζίδικο
από την κάτω μεριά του Συντάγματος
με δυνατό τσούξιμο στα μάτια,
το λαρύγγι και το δέρμα μας καίγαν,
ξεπλενόμασταν και με το νερό απόγινε
και το αφεντικό μουρμούριζε στον εαυτό του
για να τον ακούσουμε:
«Δε βγάλαν ποτέ τον αρχηγό μόνοι τους,
έτσι κι αλλιώς αυτωνών
τους τον διορίζαν οι σύμμαχοι»
λουφάζαμε
τότε μπούκαραν οι αστυφύλακες
που μας κοίταξαν για λίγο,
εκείνος έριξε τα κοψίδια
στην ζεσταμένη πιτούλα
και κουνώντας την πελώρια τσίγκινη αλατιέρα
τσίχου-τσίχου σαν μαράκες
ρώτησε με επαγγελματικό τόνο
λες και είχε έρθει η σειρά κάποιου
«Κρεμμυδάκι βάζω, κύριος;»
* INFO: Ο ιστότοπος του αρχείου: http://www.mimisouliotis.gr/