Η έκθεση «The Greek Series – Τα Ελληνικά» στο Μπενάκη της Πειραιώς
Ο κορυφαίος φωτογράφος Τσαρλς Βέμπερ ερωτεύτηκε την Ελλάδα και ζει σε μικρό χωριό της Κρήτης εδώ και τρεις δεκαετίες. Τα έργα του, εικονοστάσια, ναυάγια, άνθρωποι και τοπία, αναδεικνύουν την κρυμμένη ομορφιά, αυτήν που το βλέμμα μπορεί να προσπεράσει
Της Παρής Σπίνου
Πάνω από τρεις δεκαετίας κρατάει η σχέση του Ελβετού φωτογράφου Τσαρλς Βέμπερ με την Ελλάδα: από την πρώτη φορά που την επισκέφτηκε και την ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα μέχρι σήμερα, που ζει και εργάζεται με τη σύζυγό του Κίρα στο χωριό Αγιος Σύλλας, στο Ηράκλειο Κρήτης. Ηρθε, όμως, η στιγμή να δείξει στο κοινό τη φωτογραφική του διαδρομή στη δεύτερη πατρίδα του με την έκθεση «The Greek Series – Tα Ελληνικά», που εγκαινιάζεται σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς.
Πρόκειται για περίπου 150 φωτογραφίες που πραγματεύονται ανθρώπους, τοπία, αντικείμενα και συνθέσεις από την ελληνική καθημερινότητα και χωρίζονται σε επτά ενότητες: «Εικονοστάσια», «Ναυάγια», «Ανθρωποι και μηχανές», «Αγιος Σύλλας», «Ηράκλειο», «Ομπρέλες» και «Νυχτερινά τοπία». Είναι εικόνες που αναδίδουν γαλήνη και ηρεμία και εκφράζουν την ανάγκη του να αναδείξει την ομορφιά της Ελλάδας, κυρίως την κρυμμένη, αυτήν που το βλέμμα μπορεί να προσπεράσει βιαστικά.
Γεννημένος στη Γενεύη το 1947, ο Βέμπερ σπούδασε Ιστορία της Τέχνης, ενώ αρχικά ασχολήθηκε με τη φωτοδημοσιογραφία. Συνεργάστηκε με το φωτογραφικό πρακτορείο Gamma του Παρισιού και με τον Δήμο Γενεύης για την αποτύπωση της αρχιτεκτονικής της πόλης. Εγινε λέκτορας Φωτογραφίας στο Κολέγιο της Γενεύης, ενώ η δουλειά του έχει αποσπάσει πολλές ευρωπαϊκές διακρίσεις και εκτίθεται ανά τον κόσμο, από το 1974.
Από την πρώτη κιόλας επίσκεψή του στη χώρα μας ο φημισμένος φωτογράφος εντυπωσιάστηκε από τις αντιθέσεις που τη χαρακτηρίζουν. Επισκέφτηκε τα ιστορικά μνημεία της Αθήνας, τον μυθικό χώρο των Δελφών και προσπάθησε να ξαναφέρει στο μυαλό του τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της διαδρομής. Τελικά, η «αποκάλυψη» ήταν τα εικονοστάσια. «Μικρά αρχιτεκτονήματα, μεταλλικά κυρίως, σπαρμένα στις άκρες της ασφάλτου, απομεινάρια θύμησης ή ευχαριστίας των θνητών προς τον Θεό. Ετσι ξεκίνησε και συνέχισε να καταγράφει την ένταξη αυτών των ταπεινών μνημείων στο εξοχικό και αστικό τοπίο, δουλειά που αποτέλεσε την πρώτη του έκθεση το 1984, στο Φωτογραφικό Κέντρο Αθηνών», επισημαίνει στον κατάλογο της έκθεσης η Γεωργία Ιμσιρίδου, υπεύθυνη του Φωτογραφικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη
Οταν στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Κρήτη, κάποιος από τους συγχωριανούς τού έδειξε τον δρόμο για τα ναυάγια. Βρέθηκε μπροστά σε πελώριους σιδερένιους όγκους, ξεβρασμένους στην ακτή. Αντικείμενα που ολοκλήρωσαν τον κύκλο της ζωής τους, «λιτά νεκρικά πορτρέτα καραβιών, που τα χρόνια των ταξιδιών και η πάλη με την αλμύρα χαράσσονται στα αφημένα κουφάρια τους», αποτυπώνονται σ' αυτή την ενότητα φωτογραφιών.
Η σειρά «Ανθρωποι και μηχανές», πάλι, είναι αφιερωμένη στον πατέρα του, Ουίλιαμ, ερασιτέχνη αεροπλοηγό, ο οποίος πάσχιζε με αυτοσχέδιες κατασκευές να βελτιώσει τις πτήσεις του μικρού του σκάφους. «Ετσι και οι άνθρωποι, που εικονίζονται δίπλα ή πάνω στα οχήματά τους με καμάρι, έχουν αντίστοιχα επιφέρει οι ίδιοι κάποιες τροποποιήσεις, προσθέτοντας την προσωπική τους πινελιά, ανάλογα με τις ανάγκες τους».
Ο Βέμπερ ασφαλώς στρέφει το βλέμμα του και στους ανθρώπους που αποτέλεσαν την ελληνική οικογένειά του. Παραδίδονται με άνεση, χαρά και φυσικότητα στον φακό του, είτε βρίσκονται σε χώρους εργασίας, ξεκούρασης ή διασκέδασης. Φωτογραφίζει το λιμάνι του Ηρακλείου, νύχτα, να κοιμάται μέσα στην καρδιά της πόλης, προστατευμένο από τα ενετικά τείχη. Στο κάδρο του εμφανίζονται και οι τουριστικές ομπρέλες και ξαπλώστρες, που ενώ προσβάλλουν την αισθητική της παραλίας «μετατρέπονται, με τον ανάλογο φωτισμό, σε πολυεπίπεδα ενδιαφέροντα εικαστικά αντικείμενα». Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει και τα νυχτερινά τοπία που μεταμορφώνονται με τον φωτισμό.
«Καθώς η φωτογραφία αναπαριστά αυστηρά την πραγματικότητα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο καταγραφής, ο ίδιος μερικές φορές χρειάζεται να “παίξει” με το φως και να σκηνοθετήσει το θέμα του, προκειμένου να οδηγηθεί στο επιθυμητό αποτέλεσμα», συνεχίζει η Γ. Ιμσιρίδου. «Σε άλλες λήψεις είναι φανερή η συναισθηματική ταύτισή του με το φωτογραφούμενο. Στο σύνολό τους, πάντως, οι εικόνες που ο Τσαρλς Βέμπερ μάς παρουσιάζει αποπνέουν τρυφερότητα, αυθορμητισμό, τάξη, πολύ περισσότερο όμως αίσθημα αγάπης για τον ελλαδικό χώρο και τους ανθρώπους της».
*Διάρκεια μέχρι τις 29 Μαρτίου. Συνοδεύεται από δίγλωσσο (ελληνικά/αγγλικά) κατάλογο.