art-hoskins

02/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η Βρετανία και το παγκόσμιο σινεμά αποχαιρετούν τον Μπομπ Χόσκινς

Κοντός, χοντρός, φαλακρός και ιδιοφυής

Εφυγε ξαφνικά στα 71 του. Δεν έκανε την τεράστια καριέρα, δεν έγινε σταρ, αν και ένα φεγγάρι τον ανακάλυψε και το Χόλιγουντ. Οι ερμηνείες του, όμως, αλλά και ο ίδιος ως άνθρωπος αγαπήθηκαν από κριτικούς και θεατές.
      Pin It

Εφυγε ξαφνικά στα 71 του. Δεν έκανε την τεράστια καριέρα, δεν έγινε σταρ, αν και ένα φεγγάρι τον ανακάλυψε και το Χόλιγουντ. Οι ερμηνείες του, όμως, αλλά και ο ίδιος ως άνθρωπος αγαπήθηκαν από κριτικούς και θεατές

 

Της Βένας Γεωργακοπούλου

 

ΜΠΟΜΠ ΧΟΣΚΙΝΣΑφού χωνέψαμε όσο χωνέψαμε τον ξαφνικό θάνατο την Τετάρτη του Μπομπ Χόσκινς στα 71 του χρόνια από πνευμονία (αν και το 2012 είχε ανακοινώσει ότι αποσύρεται λόγω Πάρκινσον) αρχίσαμε ο καθένας και όλοι μαζί να σκεφτόμαστε: ποια ήταν η σημαντικότερη στιγμή αυτού του μεγάλου και πολύ δημοφιλούς Βρετανού ηθοποιού με τη μάλλον χαμηλών τόνων καριέρα;

 

Ηταν το «Τhe Long Good Friday» (1980) του Τζον Μακένζι, ένα από τα καλύτερα βρετανικά γκανγκστερικά φιλμ όλων των εποχών, που τον καθιέρωσε στο πλευρό της Ελεν Μίρεν στον ρόλο ενός Λονδρέζου κακοποιού, που προσπαθεί να γίνει νόμιμος με κεφάλαια της Μαφίας; Ηταν το υπέροχο φιλμ νουάρ «Μόνα Λίζα» (1986) του Νιλ Τζόρνταν, που για την ερμηνεία ενός πρώην κατάδικου, που μπλέκεται στη ζωή ενός call girl πολυτελείας, του χάρισε τις μεγαλύτερες διακρίσεις του (βραβείο στις Κάνες, Χρυσή Σφαίρα και τη μοναδική του υποψηφιότητα για Οσκαρ); Ηταν το «Ταξίδι της Φελίσια» (1999) του Ατόμ Εγκογιάν, εκεί όπου μυστηριώδης, βασανισμένος αλλά και τρομαχτικός παίζει μέχρι το τέλος με τα νεύρα μας, «παγιδεύοντας» και δολοφονώντας ένα ανυποψίαστο 17χρονο κορίτσι;

 

Ενα είναι σίγουρο. Με ποια ταινία έκανε τη μεγαλύτερη εμπορική του επιτυχία και έβαλε πόδι στο Χόλιγουντ: Την κωμωδία του Ρόμπερτ Ζεμέκις «Ποιος παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ» (1988), μια συνύπαρξη κινουμένων σχεδίων και ηθοποιών, στην οποία ο Χόσκινς με σάρκα και οστά έπαιζε τον μεσήλικο αποτυχημένο ντετέκτιβ, που αναλαμβάνει να σώσει ένα κακόμοιρο καρτούν με σεξοβόμβα σύζυγο από τη στημένη κατηγορία για φόνο. Ακολούθησαν πολλές αμερικανικές ταινίες με τον Ντένζελ Γουάσινγκτον («Φίλοι καρδιακοί»), τη Σερ («Mermaids»), τον Χόφμαν και τον Ρόμπιν Γουίλιαμς («Χουκ» του Σπίλμπεργκ). Επαιξε και τον Τζ. Εντγκαρ Χουβερ στον «Νίξον» του Ολιβερ Στόουν. «Δεν πηγαίνεις στο Χόλιγουντ για τέχνη», είχε πει το 1999, «αλλά άπαξ και αποκτήσεις φήμη και περιουσία -ειδικά τη δεύτερη- μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις».

 

Να μην τελειώσουμε με τις ταινίες του αν δεν αναφέρουμε το «Η κυρία Χέντερσον παρουσιάζει» του Φρίαρς (2005) με την Τζούντι Ντεντς, αλλά και την «Τελευταία εντολή» (2001) του Φρεντ Σκεπίζι, βασισμένη στο βραβευμένο με Μπούκερ μυθιστόρημα του Γκρέιαμ Σουίφτ με μια all star βρετανική διανομή (Μάικλ Κέιν, Τομ Κόρτνεϊ, Ντέιβιντ Χέμινγκς, Ελεν Μίρεν). Στην τελευταία του εμφάνιση στο σινεμά, το «Χιονάτη και ο κυνηγός» (2012), στον ρόλο ενός από τους εφτά νάνους, φαινόταν μόνο το κεφάλι του πάνω στο σώμα ενός άλλου ηθοποιού (το Πάρκινσον είχε αρχίσει να παίρνει το πάνω χέρι).

 

Ο Μπομπ Χόσκινς, γιος ενός βιβλιοπώλη και μιας δασκάλας, μεγάλωσε στο βόρειο Λονδίνο, εγκατέλειψε το σχολείο στα 15 του, έκανε διάφορες ασήμαντες δουλειές, μέχρι που, συνοδεύοντας ένα φίλο του σε οντισιόν, βρέθηκε ξαφνικά με ένα θεατρικό ρόλο στα χέρια. «Εάν δεν είχα ανακαλύψει την υποκριτική, μπορεί και να είχα καταλήξει σίριαλ κίλερ», έχει πει. «Εάν δεν ξεφορτωνόμουν παίζοντας όλα τα αισθήματα που δεν θα ’πρεπε να είχα, θα βρισκόμουνα σε άσχημη θέση». Στην αρχή έκανε πολύ θέατρο, μετά τηλεόραση μέχρι που τον κέρδισε το σινεμά. Παρέμεινε πάντα μετρημένος και με τα πόδια του στη γη. «Οταν είσαι ένας κοντός, χοντρός, φαλακρός μεσήλικας δεν έχεις και πολλούς λόγους να γίνεις ξιπασμένος», έλεγε.

 

Μετά από ένα τραυματικό νεανικό διαζύγιο, που τον οδήγησε και σε ψυχοθεραπεία, συνάντησε τη γυναίκα της ζωής του, τη Λίντα, την όποια κυριολεκτικά λάτρευε. Αλλωστε, δήλωνε μονογαμικός («τα παιδιά πρέπει κάπου να έχουν να βασιστούν») και φεμινιστής. Ακόμα και την ίδια τη μεγάλη υποκριτική του τέχνη στις γυναίκες έλεγε ότι τη χρωστούσε. «Κοίταζα τους άνδρες γύρω μου και συνειδητοποίησα ότι είναι συναισθηματικά ανάπηροι. Δεν είχαν σωματική γλώσσα να εκφράσουν τη συγκίνησή τους. Αλλά οι γυναίκες έχουν. Μαζί με μια εντυπωσιακή καθαρότητα και σαφήνεια. Ετσι άρχισα να τις παρακολουθώ, να τις μελετώ για να κλέψω τους τρόπους έκφρασής τους. Το έκανα σε όλη μου τη ζωή».

 

[email protected]

 

Scroll to top