Kλίμα προβληματισμού, με αιχμές και κατά της ηγεσίας, αποτυπώνει ο δημόσιος διάλογος εν όψει του 19ου συνεδρίου του ΚΚΕ, που εξελίσσεται μέσα από τις στήλες του «Ριζοσπάστη»
Του Φώτη Παπούλια
Στον αστερισμό του προσυνεδριακού διαλόγου εν όψει του 19ου συνεδρίου κινείται το ΚΚΕ. Ο δημόσιος διάλογος που εξελίσσεται μέσα από τις στήλες του «Ριζοσπάστη» αποτυπώνει κλίμα προβληματισμού και οι «σύντροφοι» μέλη των κομματικών οργανώσεων και της ΚΝΕ δεν μασούν τα λόγια τους. Είτε συμφωνούν με το σύνολο των Θέσεων είτε προβαίνουν σε ολική ή μερική κριτική τους και συνακόλουθα κριτικάρουν την ηγεσία.
«Εν μέσω κρίσης πέφτουμε. Γιατί;» αναρωτιέται ο Μ. Βασιλείου από την ΚΟΒ Ελβετίας επισημαίνοντας: «Η περιθωριοποίηση του προγράμματος είναι η αιτία της πτώσης του Κόμματος, όπως αυτή φαίνεται στα αποτελέσματα των σωματείων, στην αδυναμία μας να συσπειρώσουμε ευρύτερο κόσμο». Και συνεχίζει με αιχμές κατά της Κεντρικής Επιτροπής: «Είναι υπεκφυγή να τα ρίχνει στις αντικειμενικές συνθήκες, δεν φταίει ότι άλλαξαν οι συνθήκες, φταίει ότι αλλάξαμε εμείς» και εκτιμά ότι «εάν περάσει το σχέδιο προγράμματος, όχι απλώς επισημοποιείται η γραμμή που καταστρέφει ό,τι χτιζόταν για 9 δεκαετίες, αλλά πλέον δεν θα μιλάμε για το ΚΚΕ αλλά για ένα άλλο κόμμα».
Περίπου στο ίδιο μήκος κύματος και ο Β. Καλαματιανός της ΚΟΒ Ευαγγελισμού, ο οποίος επισημαίνει ότι «βαδίζουμε για ένα ελεγχόμενο και στενό, μικρό κόμμα» και υποστηρίζει ότι «την Κεντρική Επιτροπή διαπερνά ένας φόβος απέναντι στα στελέχη και τα μέλη του ΚΚΕ, περιορίζεται περισσότερο το σκέλος της δημοκρατίας, δυναμώνει ο συγκεντρωτισμός, αντί για βελτίωση της καθοδήγησης αυξάνεται η διοίκηση». Αναφερόμενος στο «θέσφατο» του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού υποστηρίζει ότι «για να λειτουργήσει σωστά και να υπάρχουν αποτελέσματα πρέπει να λειτουργήσει το σκέλος της δημοκρατίας που δεν σημαίνει ότι το μέλος του κόμματος λέει τη γνώμη του, αλλά απαιτείται ολόπλευρος και όχι μονομερής ιδεολογικός εξοπλισμός, συγκεκριμένη, ολοκληρωμένη και έγκαιρη ενημέρωση».
«Αν μπαίναμε σε κυβέρνηση της Αριστεράς, αν ξεπουλιόμασταν για κυβερνητικές θέσεις… θα καλλιεργούσαμε την απογοήτευση, θα αφήναμε την εργατική τάξη απροετοίμαστη» υπερακοντίζει ο Θ. Χρηστίδης. Σε διαφορετικό μήκος κύματος ο Γ. Αδάμ: «Είναι πρωτόγνωρο στις εκλογές Μαΐου-Ιουνίου το Κόμμα να μην πάρει ούτε μία ψήφο από τα 2 εκατ. που έχασε ο δικομματισμός, αλλά έχασε και τη μισή εκλογική του δύναμη. Αναποδογύρισε πάλι την καρδάρα με το γάλα και γυρίσαμε 20 χρόνια πίσω, το 1993». Και συνεχίζει επιχειρώντας να απαντήσει στο «Γιατί δεν μας ψήφισαν; Μία κατηγορία δεν μας ψήφισε για κάτι που δεν πιστεύουμε, ότι μπορείς να δώσεις λύσεις στα προβλήματά τους… η ψήφος είναι χαμένη αφού δεν συνεργαζόμαστε με κανέναν και ότι είμαστε μόνο για απεργίες… εκτίμησαν σαν σκληρή και μονόπλευρη την κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ… ήθελαν νέα ηγεσία, νέες ιδέες και προτάσεις».
«Οι θέσεις του 19ου συνεδρίου αποτελούν όπλο για μας τους κομμουνιστές… εκφράζουν την ωρίμανση του Κόμματος, είναι αποτέλεσμα της μελέτης της συσσωρευμένης πείρας του Κόμματος», διατείνεται ο Γρ. Κλιγκόπουλος, ο οποίος καλεί το σύνολο των μελών «με επαναστατική αισιοδοξία που πηγάζει από την κοσμοθεωρία μας και από τον σκοπό της πάλης μας να δώσουμε τη μάχη για τη διάδοση των Θέσεων». Ο Θ. Τζίμας επισημαίνει: «Αυτή την τετραετία που ξεδιπλώθηκε η κρίση επιβεβαιώθηκε ότι η φτώχεια δεν φέρνει από μόνη της ριζοσπαστικοποίηση των μαζών» και διαπιστώνει, αναφερόμενος στην τακτική του κόμματος στα μεσαία στρώματα, «το πιο βασικό είναι να προσδιορίσουμε τι εννοούμε εξειδίκευση της δουλειάς μας στο στρώμα, με τι κριτήρια μετράμε συσχετισμό που διαμορφώνεται, αλλά και σε ποιους προσανατολιζόμαστε…».
Απάντηση στους «ΚΚΕδολόγους» δίνει ο Θ. Αναπλιώτης: «Αποκαλύπτουν τον ρόλο τους ότι δεν έχουν πίστη στην εργατική τάξη και ότι αυτή είναι η κινητήρια δύναμη των εξελίξεων, ξεχνάν ότι η εργατική τάξη συμμαχεί με τα υπόλοιπα φτωχά λαϊκά στρώματα για την εξουσία…» Οσο δε για τη διαπαιδαγώγηση και τη στρατολόγηση «νέων ηλικιακά εργατών» τονίζει: «Χρειάζεται να μάθουμε να δουλεύουμε με ανώριμες μάζες, επηρεασμένες από τη δουλειά του αντιπάλου, τον οπορτουνισμό και να διαπαιδαγωγήσουμε με υπομονή και επιμονή».