Της Μαργαρίτας Κουλεντιανού
Στα δρομάκια πίσω από το Εθνικό Θέατρο, μεσοβδόμαδα, βράδυ. Ερημιά. Μες στο σκοτάδι μόνο μια γυναίκα. Σκύβει στο πεζοδρόμιο, φωνάζει και ταΐζει τις λιγοστές γάτες που έχουν επιβιώσει από τις γενοκτονικές επιδρομές των φιλόζωων. «Εχει ένα πάρκινγκ δίπλα στο θέατρο», είχα πει στον φίλο που με κάλεσε στο «Αγγέλων Βήμα». «Μπα, θα βρεις παντού να παρκάρεις», με διαβεβαίωσε εκείνος. Είχε δίκιο. Μέχρι την Ομόνοια πήχτρα τα αυτοκίνητα κι ο κόσμος. Κάτω από την Ομόνοια, ψυχή. Κατεβασμένα τα παντζούρια και σβηστά τα φώτα στα στενά, γκριζωπά μπαλκόνια που έχουν προσπαθήσει να χρωματίσουν οι άνθρωποι με γεράνια και κοράλλια. Κλειστά κι όλα τα μαγαζιά, εκτός από ένα μικρό καφενείο, ολόφωτο και άδειο. Τα μοναδικά βήματα που ακούστηκαν στον έρημο δρόμο ήταν από την «περίπολο». Δύο νεαροί αστυνομικοί –παιδιά πες– περιπολούσαν στο κενό, φροντίζοντας για την ευταξία του. «Μα, πού πήγε ο κόσμος;», ρώτησα αφελώς. «Τους σκούπισαν όλους», με πληροφόρησε ο συνομιλητής μου και βιάστηκε να αλλάξει θέμα για να μη φανεί μέσα στην ντροπή και την αμηχανία κανένα ίχνος ανακούφισης.
Τους σκούπισαν κι έμεινε η πόλη καθαρή. Ετσι οι υποψήφιοι δήμαρχοι μπορούν να κοκορεύονται στα τηλεπαράθυρα, (προ)καλώντας ο ένας τον άλλο να περπατήσουν στην Αθήνα. Σαν τους «αγώνες τόλμης» των πιτσιρικάδων: ποιος δεν φοβάται να πάει ώς την πόρτα του νεκροταφείου βράδυ, ποιος τολμάει να μπει στο ερειπωμένο σπίτι. Αφηγήσεις των παιδικών μας χρόνων, εικόνες από τα παιδικά μας διαβάσματα: ο Τομ Σόγερ, ο Πόλεμος των Κουμπιών. Και τώρα οι υποψήφιοι δήμαρχοι. Λένε «περπατάω στην Αθήνα», για να μας δείξουν πόσο γενναίοι και εκλέξιμοι είναι. Ενα εκατομμύριο Αθηναίοι περπατάνε επίσης στην Αθήνα, αλλά δεν θέλουν να βγουν δήμαρχοι. Το πολύ πολύ να θέλουν να βγάλουν κανένα δήμαρχο να τους μαζέψει τα σκουπίδια που γεμίζουν τους κάδους, τα πεζοδρόμια και τους δρόμους. Αυτή την καθαριότητα, ναι, θα την ήθελαν οι Αθηναίοι. Μα την άλλη, να σκουπίζουν ανθρώπους για να μπορούν να σεργιανάνε οι δήμαρχοι;
Τους σκούπισαν και ποιος ξέρει πού θα πέταξαν τα σκουπίδια. Παλιότερα οι γειτονιές αυτές μύριζαν μπαχαρικά εξωτικά για τις δικές μας μύτες. Οπως θα μύριζαν εξωτικά, φαντάζομαι, οι γειτονιές στην Αμερική στις αρχές του 20ού αιώνα. Δυόσμο στα κεφτεδάκια και στα γιαλαντζί, ρίγανη στη σαλάτα, βασιλικό στην κόκκινη σάλτσα, στα κυριακάτικα μαγειρέματα από τους Ελληνες μετανάστες. Ιδιαίτερα όταν αργότερα έφεραν τις γυναίκες τους από την πατρίδα. Καραβιές με ισχνές κοπέλες που κλείστηκαν στις πίσω κάμαρες των σπιτιών να μαγειρεύουν και να μυρίζει Ελλάδα. Τους έβλεπαν άραγε σαν σκουπίδια οι άνθρωποι στην καινούργια τους πατρίδα; Τους σάρωναν κάθε τόσο με μεγάλες «επιχειρήσεις-σκούπα», για να βολτάρουν άφοβα οι δήμαρχοι των αμερικανικών πόλεων; Μάλλον όχι, γιατί οι Ελληνες τα κατάφεραν στην Αμερική όπως και αλλού, «σαν ξένο ανθοβόλημα σε ντόπιο χώμα».
Το χώμα στους δρόμους κάτω από την Ομόνοια δεν ήταν φιλόξενο, ούτε για τους ξένους ούτε για τους ντόπιους. Ο απόηχος από τη θαυμάσια ερμηνεία της Σπυριδούλας Μπάκα που τραγούδησε ποιήματα της Σαπφώς, σε μια από αυτές τις παραγωγές χαμηλού προϋπολογισμού που είναι ίσως το μοναδικό μας όφελος από την κρίση, σε μια από αυτές τις μικρές θεατρικές και μουσικές σκηνές που ανθούν σε πείσμα της λυσσαλέας επίθεσης στην παιδεία και τον πολιτισμό, σβήνει όταν ξαναβγαίνουμε στον άδειο, σκοτεινό δρόμο. Αυτή, λοιπόν, θα είναι η Αθήνα του μέλλοντός μας;
Από την κάτω μεριά του δρόμου πλησιάζουν προς το μέρος μας δύο άνθρωποι. Θέαμα παρήγορο – αλλά όχι. Είναι μόνο δύο «φουσκωτοί», που έχουν βγει νυχτιάτικα για τη δική τους περιπολία.