04/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

Τα συμπεράσματα της σάρκας

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ «Ποίηση 1963-2011» Καστανιώτης 2014, σελ. .
      Pin It

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
«Ποίηση 1963-2011»
Καστανιώτης 2014, σελ. 505.

 

Του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου

 

Ακόμη κι αν δεν ισχύει για όλους η γνωστή διαπίστωση ότι ο ποιητής δεν γράφει τίποτε άλλο σε όλη τη ζωή του παρά την ιστορία του σώματός του, δύσκολα θα βρίσκαμε άλλον ποιητή ή ποιήτρια που να εντάσσεται σε αυτό το σχήμα τόσο ολοκληρωτικά όσο η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ. Οι δεκαπέντε συλλογές της, από το 1963 ώς το 2011, που περιέχονται στη συγκεντρωτική έκδοση του ποιητικού της έργου (γιατί δεν πρέπει να παραβλέπουμε το πολύ σημαντικό μεταφραστικό και το διάσπαρτο κριτικό και δοκιμιακό της έργο) το αποδεικνύουν περίτρανα – ο πρώτος στίχος του πρώτου βιβλίου της το δηλώνει μάλιστα σχεδόν προγραμματικά: «Το σώμα μου έγινε η αρχή ενός ταξιδιού». Στα δύο πρώτα βιβλία της ωστόσο η νεανική συστολή της κατέφυγε στη χρήση ποιητικών προσωπείων (ο Βύτος και η Αλιείη, η Ιφιγένεια, ο Λάφικτος, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, ο Μεγαλέξαντρος, ο Διογένης είναι μερικά απ’ αυτά), προκειμένου να αποκαλύψει μεταμφιεσμένο το προσωπικό της βίωμα. Μα και έτσι το ποιητικό υποκείμενο είναι διάφανο: «Αλέξαντρος είναι / να πεινάω, να κρυώνω / να ’μαι γδυτή / να κινδυνεύω. / Πώς αλλιώς / να μετουσιώσω το σκουλήκι;».

 

Από την τρίτη πάντως ποιητική συλλογή της Αγγελάκη-Ρουκ, τη «Μαγδαληνή, το μεγάλο θηλαστικό», και αδιάλειπτα ώς σήμερα, η ποιήτρια ξεγυμνώνει τον εαυτό της, το σώμα της όσο και την ψυχή της, με τρόπο μοναδικά τολμηρό και απαρέγκλιτα προσωπικό. Η σάρκα, τα έντερα, η καρδιά, τα πόδια, τα μάτια, το κεφάλι, η κοιλιά, οι μασχάλες, ο αφαλός, οι μαστοί, η λεκάνη, ο ιδρώτας, όλα ονοματίζονται, περιγράφονται, μυθοποιούνται, δοξάζονται και θρηνούνται. Το κορμί είναι η αφετηρία κάθε συγκίνησης και κάθε ανάτασης. «Ο παράδεισος», δηλώνει η ποιήτρια, «κερδίζεται / με το σώμα / κι είναι κι αυτός θνητός». Το σώμα είναι η πηγή της ποιητικής έμπνευσης αλλά και η κινητήρια δύναμη της σκέψης, καθώς και το κύριο αντικείμενό της: «Το σώμα είναι για να βγάζει σκέψεις όπως το δάσος πουλιά κι ανθισμένους κλώνους», «Το σώμα είναι η Νίκη και η Ηττα των ονείρων», «Το σώμα γεννάει το δίκιο του / και το υπερασπίζεται». Ακόμα και η ψυχή είναι μια ιδιότητα ή ένα μέρος του σώματος: «Ψυχή, ψυχή είσαι σαρκική / λίγο αλλιώτικη στην οσμή, στην υφή / λίγο παράξενη η συμπεριφορά σου / αφού όταν όλα αναχωρούν / εσύ φεύγεις τελευταία».

 

Μια τέτοια σωματική ποίηση δεν μπορεί παρά να κυριαρχείται από δύο θέματα: τον έρωτα, που είναι το δοξαστικό της σάρκας, που είναι το θαύμα της καθημερινής αθανασίας, που είναι «το μόνο θεϊκό βλέμμα / που θα πέσει πάνω σ’ εμάς / τους άπιστους», και τον θάνατο, το τραύμα της οριστικής εξαφάνισης, τον χρόνο και τη φθορά που αυτός επιφέρει. «Το θέμα είναι ένα», θα πει με τη δική της διατύπωση η ποιήτρια, «το προσωπικό σώμα / και ο απρόσωπος χαμός του». Με την ίδια ειλικρίνεια, εκφραστική απλότητα και λεκτική τόλμη που για δεκαετίες η ποιήτρια μιλούσε και περιέγραφε τον πόθο και την ηδονή, την ερωτική έλλειψη και τη μοναξιά, μιλάει τώρα, αναγκαστικά, για τη φθορά του σώματος και για τον θύτη χρόνο, ελπίζοντας, για να παρηγοριέται, «πως ό,τι χάνει σε αφή / κερδίζει σε ουσία». Κι ας δυσκολεύεται να δεχτεί το σώμα χωρίς μελλοντικούς προσδιορισμούς κι ας δυσκολεύεται να φανταστεί μια ποίηση πέρα απ’ το σώμα.

 

«Η πείρα», θα πει, «είναι τώρα / το μόνο σώμα των ποιημάτων». Η ποιήτρια άλλοτε οργίζεται και άλλοτε φοβάται το αναπόφευκτο τέλος, άλλοτε το αρνείται και άλλοτε το αποδέχεται και, προσωρινά έστω, συμφιλιώνεται μαζί του· το νέο πάθος είναι πια ο φόβος, «φόβος για την κατάρρευση / της φύσης, του κορμιού, του κόσμου». Η ποίηση γίνεται το καταφύγιο από την απόγνωση και από τη μοναξιά. Οπως κάποτε ανθούσε περιγράφοντας το κορμί του ερωμένου και τον πόθο της ποιήτριας, τώρα με τις ίδιες λέξεις επιχειρεί να παραμερίσει τον θάνατο. Τώρα –ομολογεί η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, η σημαντικότερη ίσως εν ζωή ποιήτριά μας– ό,τι μας βοηθάει να ζήσουμε δεν είναι πια ο σαρκικός έρωτας και η ανάμνησή του, αλλά η εξυπνάδα, η καλοσύνη, η ευθυμία, η δυνατότητα ακόμα να αναπνέουμε και να ατενίζουμε τη φύση: «Μόνο μία ιδέα απροσδόκητη, φωτεινή / μπορεί να σταματήσει / τον ηλίθιο καταρράχτη της ματαιότητας / μόνο ένα γέλιο / μπορεί να χρωματίσει / τη σκούρα πραγματικότητα· / μόνο η καλοσύνη / μπορεί να σώσει».

 

Scroll to top