04/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Βραβευμένοι, ξεχασμένοι…

«Εδώ ζυμώνεται το μύρο χαρτί για τις αυριανές σελίδες της ιστορίας» Λεφτέρης Ραφτόπουλος, «Νεκρή Ζώνη», 1982 ............................................... «Το αληθινό μέτρο της ζωής είναι η θύμηση, γιατί τη διατρέχει αναδρομικά σαν αστραπή» Μπρεχτ.
      Pin It

Η καταναλωτική αγχιστεία στην αγορά του βιβλίου δεν μπορεί να εκμηδενίζει την εξ αίματος ισχύ των έργων που παραμένουν οι γέφυρες ανάμεσα στη θνητότητα των δημιουργών τους και στην άπειρη διάρκεια του γένους των Ιδεών που αυτά εκπροσωπούν

 

«Εδώ
ζυμώνεται το μύρο χαρτί
για τις αυριανές σελίδες
της ιστορίας»

Λεφτέρης Ραφτόπουλος, «Νεκρή Ζώνη», 1982

 

…………………………………………………………………………………..

 
«Το αληθινό μέτρο της ζωής είναι η θύμηση, γιατί τη διατρέχει αναδρομικά σαν αστραπή»

Μπρεχτ

 

Του Λουκά Θανασέκου

 

Είναι η όμοια «ηχητική» των επωνύμων τους από τη μια μεριά -Δημήτρης Ραυτόπουλος ο ένας, τιμημένος φέτος με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων-, είναι το μέγα φορτίο της Ιστορίας της Αριστεράς στη μέση κι από την άλλη είναι το βιβλίο τού επίσης τιμημένου με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων, αείμνηστου Αλέξανδρου Αργυρίου, τυπωμένο το 1997, για τον άλλον Ραφτόπουλο, τον Λεφτέρη (1922-2001), με αφορμή την τότε απονομή σ’ αυτόν (1966) του Κρατικού Βραβείου Χρονικού-Μαρτυρίας για το βιβλίο του «Το μήκος της νύχτας – Μακρόνησος ’48-’50» (Καστανιώτης, 1995), που ανασηκώνουν τον φλοιό της λήθης και αποδεικνύουν πως «το αληθινό μέτρο της ζωής είναι η θύμηση, γιατί τη διατρέχει αναδρομικά σαν αστραπή» (Μπρεχτ).

 

Και ασφαλώς γνώριζε τις βλαβερές συνέπειες της επικαιρότητας ο Αργυρίου όταν αναρωτιόταν, στο βραχύ μελέτημά του με τίτλο «Ο ποιητής και πεζογράφος Λεφτέρης Ραφτόπουλος» (Παλίρροια, 1997), «Πόσοι από τους συμπολίτες του που ενδεχομένως ήξεραν τον δημοσιογράφο Λεφτέρη Ραφτόπουλο ήξεραν ουσιαστικά το εκτενές και αξιόλογο συγγραφικό του έργο;». Και πόσοι μπορεί να το ξέρουν και σήμερα, 18 χρόνια μετά, αφού δεν διατίθενται «επιτελικοί ή οδικοί χάρτες» πέρα από τα ευρετήρια λογοτεχνικών λεξικών και ποιητικών ανθολογιών, εθισμένων στην ασφυξία και σιωπή που χαρακτηρίζει τη ζωή στα ράφια.

 

Η φετινή βράβευση του Δημήτρη Ραυτόπουλου καταδεικνύει εμφατικά τη συνεχιζόμενη ωρίμανση του τελειωμένου λόγου, πολλώ δε μάλλον όταν αυτός είναι ο κριτικός λόγος της Αριστεράς, ενώ εκείνη του συνεπωνύμου του Λεφτέρη θρυμματίστηκε καθ’ οδόν, ακολουθώντας, νομοτελειακά, τις γραμμές των ραγισμάτων που επέφερε η παρέλευση της επικαιρότητας αλλά και της Μακρονήσου ως «επικαιρότητος»! Πάντως, ο Αλέξανδρος Αργυρίου κατανοώντας τη Μακρόνησο όχι ως σεντούκι αναμνήσεων αλλά ως σύμβολο, ήταν σαφής: «Το μήκος της νύχτας, τίτλος που παραπέμπει σε μια μακρά αναμονή και διάρκεια… Η ζώσα μνήμη χωρίς να μεγιστοποιεί το δραματικό στοιχείο, χωρίς να παγώνει το συναίσθημα, βρίσκεται σε ευθεία ανταπόκριση με το αντικείμενό της που από “μαρτυρία του ενός” κατασταίνεται “συλλογικός λόγος”». Μια τραγική επαλήθευση της ρήσης: «Καμιά κραυγή οδύνης δεν μπορεί να είναι πιο δυνατή από την κραυγή ενός μόνο ανθρώπου» (Λ. Βιτγκενστάιν).

 

Εξάλλου, το ελάχιστα ευτυχισμένο στην οικονομία της αγοράς βιβλίο με τρία πεζά του Λεφτέρη Ραφτόπουλου «Η δική τους γλώσσα μου» (Πύλη, 1976) σπρώχνει τον Αλέξ. Αργυρίου να ανασηκώσει έναν άλλο, εξίσου πολύσημο φλοιό της λήθης: «Θυμάμαι τον ενθουσιασμό του αλησμόνητου Κώστα Κουλουφάκου, του ανθρώπου ο οποίος διετέλεσε ο κυριότερος παράγων του περιοδικού “Επιθεώρηση Τέχνης” όταν το διάβασε και που τόσο εκτιμούσε το πνεύμα που εμψύχωνε το έργο, ένα πνεύμα δροσερό, ευφάνταστο και πρωτότυπο». Δέκα χρόνια νωρίτερα (1966), το ταξιδιωτικό του Ραφτόπουλου «Κάτι απ’ την Αμερική» συνιστά, κατά τον Αργυρίου, «μια μαρτυρία με πολύ κέφι και φαντασία για το αν το “φαινόμενο” Αμερική είναι ένα ή πολλά ετερογενή αθροίσματα».

 

Τελικά, τα εγκώμια και παραθέματα από τις κριτικές για το άλλο, μικρό κι αυτό σε έκταση, ποιητικό έργο του Ραφτόπουλου –πέντε όλες κι όλες οι ποιητικές συλλογές μέσα σε σαράντα χρόνια (1943-1982)– προσφέρουν μικρότερη ικανοποίηση από τη χαρά που θα έδινε στον φιλαναγνώστη το ξεφύλλισμα τουλάχιστον του ενός από τα δύο κατοχικά αντίτυπα (1943) των συλλογών «Καλοσύνη» και «Οι εφτά πληγές» με μονογραμμένα/αριθμημένα από τον ίδιο τα 250 όλα κι όλα αντίτυπα της πρώτης και τα 300 της δεύτερης. Οι «Εφτά πληγές» αν «ρίχνονταν» σήμερα σε δημοπρασία, θα είχαν υπέρ αυτών, πέραν του περιεχομένου τους και την αισθητικά άψογη βιβλιοδεσία με βελόνα και χρωματιστή κλωστή, μάλλον από τα χέρια του ίδιου του ποιητή. Ηταν μια έκδοση της «Πνευματικής Πρωτοπορείας Νέων» του Βόλου, του σωματείου που έβαψε πολλούς «κόκκινους».

 

Για τον Ραφτόπουλο δεύτερο «Ματαρόα» με προορισμό τη Γαλλία δεν θα φαινόταν στον ορίζοντα, μόνον το σκάφος για τη Μακρόνησο. Και ποιητικό βιβλίο θα ξαναβγάλει μετά την εξορία, το 1951, σε 260 αντίτυπα. Είναι η «Αποστασία» που έδωσε άλλη τροφή στους ανθολόγους. Το 1953 η 16σέλιδη πλακέτα «Διάττοντες», σε 100 όλα κι όλα αντίτυπα θα συγκεντρώσει τα εγκώμια Βρεττάκου, Κλάρα, Χάρη. Δεκαεννιά χρόνια μετά (1982) ο ποιητικός κύκλος θα ολοκληρωθεί με την 84σέλιδη «Νεκρή Ζώνη», ένα κομψοτέχνημα από τα χέρια τού πρόωρα χαμένου μάστορα της κάσας Χρίστου Μανουσαρίδη, στο τυπογραφείο του «Μανούτιος».

 

Αρθρογράφος, χρονογράφος, ρεπόρτερ, συντάκτης ύλης, διορθωτής, κριτικός αλλά και «μαρμαράς» της λινοτυπικής δημοσιογραφίας εκείνης της εποχής ο Λεφτέρης Ραφτόπουλος, γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, θα ζήσει στον Βόλο εργαζόμενος στις εφημερίδες «Θεσσαλία», «Ταχυδρόμος» και «Πρώτη». Το 1952 θα εκδώσει το περιοδικό «Εποχή», συγκεντρώνοντας ονόματα όπως Μιλιέξ, Βρεττάκος, Κύρου, Πεντζίκης, Χριστιανόπουλος, Τζίζεκ. Τον Απρίλιο του 1972, εργαζόμενος στην «Απογευματινή» της Αθήνας, εκδίδει το μηνιαίο περιοδικό «Παρουσίες». Τον Απρίλιο του 1973, με αφορμή τις αποκαλύψεις του περιοδικού για τις «χορηγίες Φορντ», οι «Παρουσίες» θα απουσιάσουν οριστικά!

 

Scroll to top