Samaras-Stournaras

04/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ανώμαλη προσγείωση

Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής δεν συμμερίζεται την αισιοδοξία της κυβέρνησης για τα πρωτογενή πλεονάσματα της επόμενης τετραετίας.
      Pin It

Των Κώστα Τσάβαλου, Μάριου Χριστοδούλου

Διατήρηση της κρίσης, υπερφορολόγηση των Ελλήνων, υπεραισιόδοξους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα της επόμενης τετραετίας και απτά αποτελέσματα στο διαρθρωτικό πεδίο για να μείνει η χώρα στις αγορές «βλέπει» το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στη νέα τριμηνιαία έκθεσή του που δημοσιοποιήθηκε χθες. Οι συντάκτες της έκθεσης κάνουν ιδιαίτερη αναφορά στο φορολογικό σύστημα της χώρας επισημαίνοντας χαρακτηριστικά ότι: η πτώση των εισοδημάτων και οι συνεχείς ανασχεδιασμοί του δεν μας επιτρέπουν κάποια αισιόδοξη πρόβλεψη για γρήγορη αύξηση των εσόδων και μείωση της φοροδιαφυγής.

Τα φορολογικά έσοδα

Αναφέρουν μάλιστα πως παρά την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, ό,τι επιτεύχθηκε έως τώρα από πλευράς εσόδων «οφείλεται περισσότερο στις αυξήσεις φορολογικών συντελεστών και σε νέους φόρους». Παράλληλα, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την πορεία των φορολογικών εσόδων, εκτιμώντας ότι είναι ανησυχητική, καθώς υπολειπόταν έναντι του στόχου κατά 520 εκατ. ευρώ ή 5,1% στο 1ο τρίμηνο της φετινής χρονιάς, ενώ οι σχετικοί στόχοι για την περίοδο 2016-2018 «είναι ιδιαίτερα αισιόδοξοι».

Η υπερφορολόγηση των εισοδημάτων και της ακίνητης περιουσίας των πολιτών σε συνδυασμό με τις οριζόντιες περικοπές δαπανών -τονίζεται στην έκθεση- δυσχεραίνουν τελικά τη σταθεροποίηση της οικονομίας.

Οι συνεχείς αλλαγές στο φορολογικό σύστημα τροφοδοτούν την αστάθεια, γεγονός που δεν θα συνέβαινε με μια γενναία φορολογική μεταρρύθμιση που θα άντεχε στον χρόνο.

Η κοινωνική ασφάλιση

Σε άλλο σημείο της έκθεσης για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, προτείνεται η αύξηση των εσόδων των ασφαλιστικών ταμείων από έμμεσους φόρους, η οποία, σε συνδυασμό με την αύξηση των εσόδων τους από εισφορές, θα οδηγήσει στην επίτευξη της ισορροπίας του συστήματος. Ανέφικτοι είναι, σύμφωνα με την έκθεση, και οι στόχοι που τίθενται για τα πρωτογενή πλεονάσματα τα επόμενα χρόνια. Παραπέμποντας σε συγκριτική μελέτη του ΔΝΤ, το Γραφείο Προϋπολογισμού επισημαίνει ότι «τίθεται ένα γενικότερο ζήτημα όσον αφορά τη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων», δεδομένου ότι «υπάρχουν μόνο λίγα παραδείγματα που αναπτυγμένες χώρες (π.χ. η πετρελαιοπαραγωγός Νορβηγία) ήταν σε θέση να διατηρήσουν πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλες χρονικές περιόδους».

Ακόμα πιο σημαντικό όμως είναι ότι και στα εν λόγω παραδείγματα «ο μέσος όρος αυτών των πλεονασμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 3,1%, πολύ χαμηλότερος από αυτούς (4%) που εκτιμώνται τόσο στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2015-18 όσο και στους υπολογισμούς της τρόικας (ιδιαίτερα για την περίοδο μετά το 2015)».

«Αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να επιτευχθούν είτε με περαιτέρω μείωση των κρατικών δαπανών είτε με αύξηση των φορολογικών εσόδων», υπογραμμίζει η έκθεση και προσθέτει: «Οι κρατικές δαπάνες είναι σχεδόν αδύνατο να συμπιεστούν περαιτέρω χωρίς ανεπιθύμητες παρενέργειες, μολονότι υπάρχουν περιθώρια για αναδιάταξή τους».

Έχουμε δρόμο…

Για την πορεία της οικονομίας το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής αναφέρει μεν ότι η ύφεση επιβραδύνεται, όμως η κοινωνική κρίση συνεχίζεται και δεν έχουμε φτάσει στο «οριστικό τέλος της δύσκολης και γεμάτης εμπόδια πορείας». «Αναμφίβολα η αισιοδοξία μπορεί να συμβάλει στη σταθεροποίηση της οικονομίας», αλλά «θα έπρεπε να αναθεωρηθούν οι στόχοι για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα διαρκείας» και «να ξεκινήσει το γρηγορότερο και η διαπραγμάτευση για τη διευθέτηση του δημόσιου χρέους», αναφέρουν χαρακτηριστικά οι οικονομολόγοι του Γραφείου.

Ακόμα, σύμφωνα με την έκθεση, το αν θα μείνει η χώρα μας στις αγορές εξαρτάται από τη βιωσιμότητα του χρέους και την επιστροφή σε ικανούς ρυθμούς ανάπτηξης. «Η έξοδος στις αγορές για δανεισμό δεν σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία δεν βαρύνεται από σοβαρά διαρθρωτικά προβλήματα», τονίζεται, ενώ γίνεται λόγος για μείωση των επιτοκίων σταδιακά αν καταφέρει η χώρα και μείνει στις αγορές, με προφανές όφελος για το Δημόσιο και τις επιχειρήσεις.

 

……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

* «Καμπανάκι» για τις ιδιωτικοποίησεις μονοπωλίων

Οι επιστήμονες του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής εκφράζουν επίσης έντονες αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των ιδιωτικοποιήσεων μονοπωλίων, αναφέροντας ως παράδειγμα τις εταιρείες ύδρευσης: «Τίθεται πάλι το ζήτημα αν θα έχουν θετικές επιπτώσεις οι ιδιωτικοποιήσεις μονοπωλίων, δηλαδή η μετατροπή δημόσιων σε ιδιωτικά μονοπώλια (και μάλιστα ενδεχομένως στα χέρια κερδοσκοπικών κεφαλαίων), όπως π.χ. συμβαίνει με τις εταιρείες ύδατος. Η ευρωπαϊκή εμπειρία προειδοποιεί ότι τέτοιες μεταλλάξεις έχουν μάλλον αρνητικές συνέπειες, πράγμα που εξηγεί γιατί στη Γερμανία οι δήμοι ανακτούν τον έλεγχο των εταιρειών ύδρευσης».

 

Scroll to top