07/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«The Sound of Everything», μια χειροποίητη ελληνική δισκογραφική

Χωρίς τους κανόνες της αγοράς μουσική κυκλοφορία δεν ευδοκιμεί

Ο Γιάννης Ηλιόπουλος κατάφερε να κρατήσει ζωντανή δέκα χρόνια μια πολύ εκλεκτική εταιρεία και να κάνει το πάθος του βιώσιμο, χωρίς να πάψει να πειραματίζεται με κάθε είδος, από ηλεκτρονικό ήχο μέχρι ποπ, τζαζ, indie.
      Pin It

Ο Γιάννης Ηλιόπουλος κατάφερε να κρατήσει ζωντανή δέκα χρόνια μια πολύ εκλεκτική εταιρεία και να κάνει το πάθος του βιώσιμο, χωρίς να πάψει να πειραματίζεται με κάθε είδος, από ηλεκτρονικό ήχο μέχρι ποπ, τζαζ, indie

 

Του Δημήτρη Κανελλόπουλου

 

Carte PostaleΣε κάποιες προσπάθειες, τόσο αγνές και τόσο με μεράκι καμωμένες, στεκόμαστε με μεγάλο σεβασμό. Φυσικά και αγάπη. Ο Γιάννης Ηλιόπουλος λοιπόν, ένας εραστής της μουσικής, αγωνίζεται να κρατήσει ζωντανή τη «The Sound of Everything», τη «χειροποίητη» δισκογραφική του εταιρεία, η οποία συμπληρώνει φέτος 10 χρόνια ζωής. Δεν προσδοκά έσοδα, το αντίθετο, κάνει ένα σωρό δουλειές γύρω γύρω, άσχετες, προκειμένου να καλύπτει τη χασούρα. «Το πάθος για τη μουσική σε κάνει να αψηφάς την πραγματικότητα των αριθμών, τουλάχιστον στην αρχή» λέει. «Οι λογαριασμοί όμως φροντίζουν να σε επαναφέρουν στην πραγματικότητα. Τελικά, μαθαίνεις να κρατάς μια ισορροπία κάνοντας το πάθος σου “βιώσιμο”».

 

Η «The Sound of Everything» πειραματίζεται με σχεδόν όλα τα είδη μουσικής. Τόσο στον ηλεκτρονικό ήχο όσο και σε ροκ, indie, alternative φτάνοντας μέχρι και την τζαζ. «Οταν βρέθηκα το 1996 στο Λονδίνο για σπουδές, το πάθος μου για συλλογή βινιλίων και η επαφή μου με djs και παραγωγούς της αγγλικής underground σκηνής διεύρυναν σε μεγάλο βαθμό τους μουσικούς μου ορίζοντες. Τότε άρχισα να οραματίζομαι ένα label το οποίο θα ξέφευγε από τον συνηθισμένο κανόνα του εξειδικευμένου ρεπερτορίου που ακολουθούν όλες οι ανεξάρτητες δισκογραφικές. Ηθελα να αντιπροσωπεύει όλο το φάσμα των σύγχρονων ήχων χωρίς περιορισμούς».

 

Και τα κατάφερε, έστησε μια εταιρεία πολύ εκλεκτική. Πώς κρίνει ο Γιάννης Ηλιόπουλος το μουσικό γούστο των Ελλήνων; «Tricky question! Είναι γεγονός ότι στην Ελλάδα ο ελληνικός στίχος είναι πολύ πιο δημοφιλής. Είτε μέσα από το λαϊκό ρεπερτόριο, είτε από το ποπ και το έντεχνο. Αλλά αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό λόγω του ότι ο ακροατής μπορεί να καταλάβει και να ταυτιστεί καλύτερα με τα ελληνικά τραγούδια. Παρ’ όλα αυτά θα χαιρόμουν πολύ αν έβλεπα μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τους νέους για την τεράστια μουσική μας κληρονομιά, πέραν εκείνης από το πρόσφατο ρεπερτόριο. Οπως θα ήθελα να υπήρχε μεγαλύτερη αναγνώριση για την ελληνική, αγγλόφωνη, indie σκηνή. Τα τελευταία χρόνια γνωρίζει τεράστια άνθηση καταφέρνοντας να γίνει εξαγώγιμο προϊόν, ασχέτως αν οι περισσότεροι δεν το έχουν αντιληφθεί ακόμα».

 

Το σίγουρο και δεδομένο με τη «The Sound of Everything», όπως και με τις άλλες ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες φυσικά, είναι η αγάπη τους για την καλή μουσική. Το πάθος τους γι' αυτήν. Ποτέ δεν την έβλεπαν σαν εμπόρευμα. Αληθινοί μαχητές όμως για την επικράτησή της. Και ρεαλιστές. «Η μουσική είναι τέχνη, η δημιουργία της μουσικής είναι κατάθεση ψυχής» επισημαίνει ο Γιάννης. «Η μουσική κυκλοφορία όμως αποτελεί προϊόν! Ακούγεται αντιφατικό, αλλά δεν είναι. Η κυκλοφορία της μουσικής, αν δεν γίνει με τους κανόνες της αγοράς, είναι σχεδόν σίγουρο ότι δεν θα ευδοκιμήσει».

 

Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που λέει στους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάζεται; «Το εξής: Αν δεν αντέχουν στην ιδέα ότι η μουσική τους θα γίνει προϊόν, τότε δεν πρέπει να την “πουλήσουν”! Ας τη διανέμουν δωρεάν μέσω των πανίσχυρων εργαλείων που υπάρχουν πια στη διάθεση των DIY μουσικών και ας κάνουν δωρεάν live gigs να τους ακούσει όσο περισσότερο κόσμος γίνεται. Και το εννοώ! Δεν το λέω σαρκαστικά. Αν θέλεις να “πουλήσεις” τη μουσική σου οφείλεις να την αντιμετωπίσεις ως προϊόν».

 

Η φυγή στο εξωτερικό είναι τελικά η λύση, όχι μόνο για τους μουσικούς αλλά και τους επαγγελματίες γενικότερα; «Ως εναλλακτική, πλέον, ίσως να μπορεί να βοηθήσει. Εχω ζήσει πολλά χρόνια στο εξωτερικό και επέστρεψα επειδή αγαπώ πολύ την πατρίδα μου και τους ανθρώπους της. Αλλά, δυστυχώς, η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια άλλαξε πολύ. Και μέσα από τις αλλαγές αυτές πιστεύω ότι θα βγουν αρκετά θετικά. Προς το παρόν όμως είμαστε αντιμέτωποι με ένα άδικο και “κουφό” κράτος».

 

Ποια είναι η μεγαλύτερη «κοροϊδία» στην εγχώρια μουσική βιομηχανία; «Ο ίδιος ο όρος “μουσική βιομηχανία”. Δεν είμαστε “βιομηχανία” για πολλούς λόγους. Ελπίζω όμως πραγματικά να γίνουμε μια μέρα. Είμαστε κορυφαίος τουριστικός προορισμός για όλο τον κόσμο και θα έπρεπε να το εκμεταλλευτούμε για να “πουλήσουμε” και τη μουσική μας παραγωγή, η οποία ανθίζει ραγδαία τα τελευταία χρόνια αν και… σιωπηλά».

 

…………………………………………………..

 

 Πέντε δίσκοι της που αξίζουν

 

Dusk: The Debut of Crossing The Lines

Το τραγούδι της «What are the Chances» αποτελεί σούπερ ραδιοφωνικό χιτ, εδώ και καιρό. Και τώρα ήρθε και το άλμπουμ-ντεμπούτο της.

 

Blankcanvas: Ten Tales of Ordinary Madness

Πρόκειται για το προσωπικό πρότζεκτ του Αγγελου Αϊβάζη (Brainwash Squad, His Majesty the King of Spain, The Jaguar Bombs). Με ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: ο δίσκος αποτελείται από δέκα φολκ κομμάτια, στο καθένα από τα οποία πρωταγωνιστεί κι ένα διαφορετικό παραδοσιακό όργανο.

 

Carte Postale: Carte Postale

Μια πολυμελής μπάντα ταλαντούχων μουσικών από την Πάτρα που παίζουν ευχάριστες και νοσταλγικές μελωδίες χρησιμοποιώντας παιδικά μουσικά όργανα, όπως melodica, toy piano, concertina κ.ά. Τον ήχο τους τον ονομάζουν ρετρό ποπ.

 

RSN & Esterina: We Got Music

Ντουέτο, ο RSN στα πλήκτρα και τον προγραμματισμό και η Esterina στο τραγούδι. «Μαύρος» ήχος, ήδη ακούγονται πολύ στα εναλλακτικά μουσικά ραδιόφωνα με το «Falling Down».

 

The Mighty M: Songs For The X Generation

H Νατάσα Τσίρου είναι στην πραγματικότητα οι The Mighty M. Συγκρότημα δηλαδή, όχημα της μίας. Περίεργος ο ήχος της, ανακάτεψε τις κλασικές σπουδές μουσικής με το grunge των Soundgarden, Nirvana και Tool.

 

(Περισσότερα στοιχεία για τα άλμπουμ αλλά και ηχητικά αποσπάσματα θα βρείτε στο efsyn.gr)

 

[email protected]

 

Scroll to top