11/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Μάνα, Μητέρα, Μαμά…

«Τιμής ένεκεν» στη Γιορτή της Mητέρας.
      Pin It

«Τιμής ένεκεν» στη Γιορτή της Mητέρας

 

Του Δημήτρη Γκιώνη

 

ΓΚΙΩΝΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ_edited-1Δανείζομαι τον τίτλο του γνωστού θεατρικού έργου του Γιώργου Διαλεγμένου για το παρόν κείμενο, που αφορά την αυριανή Γιορτή της Μητέρας, μολονότι δεν μου λένε πράμα αυτές οι εισαγόμενες γιορτές (της μητέρας, αλλά και, γενικότερα, της γυναίκας –υπάρχει νομίζω και μία του πατέρα, αλλά υποδεέστερη–των ερωτευμένων και πάει λέγοντας).

 

Θα σταθώ κατ’ αρχάς στον τίτλο του έργου του Διαλεγμένου, που εννοιολογικά συνδέεται με τα παιδικά μου χρόνια, εκεί στο ορεινό χωριό. Οπου, τι είχα καταλάβει; Οτι η κάθε μία από τις τρεις αυτές λέξεις ανταποκρινόταν και σε διαφορετική κοινωνική τάξη: Με τα φτωχόπαιδα ν’ αποκαλούν τη γυναίκα που τα έφερε στον κόσμο μάνα, της μεσαίας τάξης (στην οποία φαίνεται ότι ανήκε η οικογένειά μου) μητέρα, και τα πλουσιόπαιδα (και ως τέτοια λογίζονταν τα παιδιά του τραπεζίτη, κάποιων δημοσίων υπαλλήλων, του αστυνόμου κ.ά. σπουδαιοφανών) μαμά. Οσον αφορά τον κατά παράδοση αφέντη του σπιτιού – ήγουν τον γεννήτορά μας (αργότερα πήραμε χαμπάρι: πραγματικός αφέντης ήταν η σύζυγός – «ό,τι πεις», και γινόταν ό,τι ήθελε αυτή) η προσφώνηση, και στην πρώτη και στη δεύτερη τάξη ήταν κοινή: πατέρα. Το μπαμπά πήγαινε με το μαμά.

 

Στις μανάδες

 

Και περνάω σ’ ένα πολυσέλιδο εικονογραφημένο λεύκωμα που έφτασε στα χέρια μου, με τον μακρύ τίτλο: «Δημοτική, Πολιτική και Οικονομική Πορεία της Δημητσάνας και της Γορτυνίας την περίοδο 1800 – 1945 μέσα από ανέκδοτες επιστολές και έγγραφα». Συγγραφέας του ο Βασίλειος Χρ. Σκολαρίκος, συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος, συν ιστοριοδίφης.

 

Πρόκειται βέβαια για ένα ειδικού ενδιαφέροντος πόνημα (όπου συναντάμε και μερικά γουστόζικα έγγραφα: επιστολές εξαγοράς ψήφων, ρουσφετολογίες, ζωοκλοπές, προικοσύμφωνα, συνοικέσια κ.ά.) Εδώ θα σταθώ στην αφιέρωση του συγγραφέα «στις Δημητσανίτισσες Μανάδες, που πάνω τους ακουμπούσαμε το κεφάλι μας και που αναζητούσαμε καταφύγιο…». Και παραδίπλα η φωτογραφία μιας αντιπροσωπευτικής μάνας, που ο Σκολαρίκος περιγράφει με τα κοσμητικότερα επίθετα, αφιερώνοντας ειδικότερα σ’ αυτήν το πόνημά του, «με σεβασμό και τρυφερότητα».

 

Ο συγγραφέας δεν την κατονομάζει. Για τους γνωρίζοντες όμως πρόκειται για την κυρα-Μαριγώ με τ’ όνομα (μακαρίτισσα πλέον εδώ και χρόνια). Μοναχοκόρη παπά, πήρε τον άντρα που η ίδια επέλεξε («Τι σου άρεσε στον πατέρα;» ρωτήθηκε χρόνια αργότερα. «»Να μπορούσα να φιλήσω αυτόν τον άνθρωπο», σκέφτηκα»). Απόκτησαν δέκα παιδιά – τα εφτά μόνη της, τα τρία τελευταία με μαμή. Κι από κοντά, πέρα από τη φροντίδα των παιδιών και του σπιτιού, να βοηθάει τον συμβίο της στο μαγαζί (ταβέρνα) και να καλοδέχεται αγόγγυστα τους μουσαφιραίους που προέκυπταν. Και ο καημός, να βλέπει ένα ένα τα παιδιά της να φεύγουν – άλλα για την κοντινή, άλλα για την –εν πολλοίς αγύριστη – μακρινή ξενιτιά.

 

Της παράδοσης

 

Απαντοχή της, η προσήλωση στις παραδοσιακές αρχές και η θρησκευτική της πίστη, έτσι όπως την είχε διδαχτεί από τον πατέρα της – άγιο άνθρωπο. Σε σημείο που τα παιδιά της, μεγαλωμένα πια, την πείραζαν: «Μ’ αυτές τις προσευχές που κάνεις θα πας στον παράδεισο και θα είσαι χωρίς τα παιδιά σου!» Και η απάντησή της: «Προσεύχομαι και για σας».

 

Αγράμματη βέβαια – με το ζόρι ανάγνωση και γραφή («Δεν θα σε κάνω δασκάλα», η τότε γονική επωδός), καθώς η έγνοια ήταν οι κοπέλες να γίνουν καλές νοικοκυρές, να βρουν ένα δουλευτή άντρα και να κάνουν παιδιά. Κι όταν κάποτε ρωτήθηκε αν καταλάβαινε τα λόγια που άκουγε στην εκκλησία – «Ολα», απαντούσε. Κι από κοντά η ιστορία μ’ ένα βοσκό, που κάθε πρωί προσευχόμενος έλεγε: «Θέ’ μου, μη μ’ ελεείς». «Ετσι το είχε ακούσει ο κακομοίρης, κι έτσι το έλεγε, αλλά ο Θεός που καταλάβαινε τι ήθελε να πει, τον ελεούσε», κατέληγε η κυρα-Μαριγώ.

 

Αν τώρα αναρωτηθείτε πώς γίνεται να τα ξέρω αυτά, είναι που η εν λόγω κυρά υπήρξε η μητέρα μου, η δε φωτογραφία που την εικονίζει είναι από ένα από τα παιδιά της, τον Νίκο, ενώ την έκδοση του περί ου ο λόγος βιβλίου χρηματοδότησε ένας άλλος γιος, ο Τάκης, που ξέμεινε στην Αυστραλία, η δε έκπληξη προς όλους από τον συγγραφέα, ήταν η τιμητική αφιέρωση και η φωτογραφία της.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..

 

Στο πλαίσιο

Ο μόνιμος καημός: Η αναζήτηση, σε κάθε προεκλογική περίοδο, του πολιτισμού (κι όταν λέμε πολιτισμό, εννοούμε κυρίως υποδομές), που οι υποψήφιοι όλο και κάτι βάζουν, για να το ξεχάσουν όταν καλοκάτσουν. Στις επικείμενες εκλογές άλλωστε υπάρχει κι ένα ισχυρό «άλλοθι»: έχουμε άλλες προτεραιότητες, ο πολιτισμός μάς μάρανε; Ωστόσο, όπως και στις προηγούμενες, ξανά μανά άνθρωποι της τέχνης-κράχτες στα ψηφοδέλτια. Το ξανάπαμε.

Επιτέλους η ΝΕΡΙΤ (που πληρώνουμε, απ’ αυτά που μας περισσεύουν, με τη ΔΕΗ, από τον Ιανουάριο) έσκασε μύτη μ’ ένα ναπολεόντειο Ν ως σήμα. Πρόωρο να πει κάποιος οτιδήποτε, και προσωπικά δεν θα ήθελα να προσθέσω την άρνησή μου πριν απαντηθεί το καίριο ερώτημα: Μαύρισαν για να βελτιωθεί τι; Το μεγάλο ζητούμενο κι εδώ, από πλευράς μας, ο απόβλητος από τα ιδιωτικά κανάλια πολιτισμός. Ποια θα είναι η μεταχείρισή του;

Ως τη στιγμή που γράφονται οι γραμμές αυτές δεν έχω σαφή εικόνα. Δεν έχω καταλάβει δηλαδή αν διασωθούν τα δοκιμασμένα: «Παρασκήνιο», «Μονόγραμμα», «Κεραίες της εποχής μου», «Βιβλία στο κουτί», το «Αξιον Εστί» του Βασίλη Βασιλικού, οι εκπομπές του Αρη Σκιαδόπουλου και της Εύης Κυριακοπούλου… Κι αν όχι, θα αντικατασταθούν με τι;

Σε αντίθεση πάντως με τα κανάλια, βλέπω έναν μεγάλο αριθμό ιστοσελίδων (στον βαθμό που μπορώ να τις παρακολουθήσω) αφιερωμένων στις τέχνες και ειδικότερα στο βιβλίο, αρκετές από τις οποίες δείχνουν και γνώση και αγάπη. Σε προσεχές σημείωμα θα σταθώ σε κάποιες.

ΚΑΙ… «Τα πράγματα πήγαιναν άσχημα, ακόμα κι όταν πιστεύαμε ότι πήγαιναν καλά».

Scroll to top