Δημήτρης Φύσσας
«Ο κηπουρός και ο καιροσκόπος»
Μυθιστόρημα. Εστία, 2014, σελ. 256
Του Χρίστου Κυθρεώτη
Η χρήση τεκμηρίων, κειμένων εποχής και μαρτυριών έχει κατά κόρον εμφανιστεί στη νεότερη ελληνική πεζογραφία στο πλαίσιο θραυσματικών αφηγήσεων που εντάσσονται στην ευρύτερη γκάμα των μεταμοντέρνων τρόπων. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα, ο Δημήτρης Φύσσας χρησιμοποιεί τις τεχνικές αυτές για να αποτυπώσει έναν χώρο και μια χρονική περίοδο που έχουν κατ’ επανάληψη απασχολήσει την ελληνική πεζογραφία εδώ και αρκετές γενιές: την περίοδο της γερμανικής Κατοχής στην Αθήνα. Δεδομένου ότι, κατά τη δεδηλωμένη πρόθεση του συγγραφέα, η περίοδος αυτή αναπλάθεται από μια «ασυνήθη» οπτική γωνία, η χρήση του θραύσματος και η εστίαση στα τεκμήρια της εποχής δεν εμφανίζονται εν προκειμένω ως άσκοπος πειραματισμός, αλλά ως δομική αναγκαιότητα που προσανατολίζει τον αναγνώστη σε συγκεκριμένες σημασιοδοτήσεις της μυθιστορηματικής δράσης.
Βασισμένοι σε υπαρκτά πρόσωπα (με διαφορετικά ονόματα και βιογραφικά στοιχεία), οι δύο ήρωες του βιβλίου, ο Χάρης Χωματάς και ο Αντώνης Αστεριάδης, συναντώνται και μέσα σε μια εποχή ακραίων συγκρούσεων και μεγαλόστομων προταγμάτων, μοιράζονται για λίγο το ίδιο ταπεινό όραμα: τη συνεπή και ανενόχλητη ενασχόληση με την επιστήμη τους, προς τον σκοπό της βελτίωσης των όρων ζωής στην Αθήνα. Μετεωρολόγος ο πρώτος, μελετά την επίδραση της οικοδόμησης στο κλίμα της πόλης, με την ελπίδα ότι τα συμπεράσματά του θα αποτελέσουν τη βάση για τη σωστή πολεοδόμηση μετά τον πόλεμο. Αντίστοιχα, ο γεωπόνος Αντώνης Αστεριάδης, διευθυντής σε υπουργείο, εκπονεί μια μελέτη σχετική με τους λαχανόκηπους των Αθηνών, αποσκοπώντας στη λύση, ή έστω στον μετριασμό, του επισιτιστικού προβλήματος της πρωτεύουσας κατά τα χρόνια της Κατοχής, καθώς και στη μεταπολεμική ανάπτυξη των αθηναϊκών κήπων. Ενώ γύρω τους μαίνονται οι σφοδρές πολιτικές και πολεμικές μάχες της εποχής, οι δύο ήρωες μοιάζουν απορροφημένοι εμμονικά με το επιστημονικό τους έργο, αρνούμενοι συνειδητά μέχρι τέλους να ταυτιστούν με κάποιο από τα στρατόπεδα.
Ο Φύσσας επιλέγει να φωτίσει το υλικό του από πολλαπλές γωνίες, ενθέτοντας στην καθαυτό αφήγηση αποσπάσματα από τα βιβλία του Χωματά και του Αστεριάδη (στην πραγματικότητα από τα βιβλία των υπαρκτών προσώπων στα οποία βάσισε τους μυθιστορηματικούς του χαρακτήρες), ανακοινώσεις των κατοχικών αρχών, πίνακες με στατιστικά στοιχεία, καταλόγους κατοίκων και άλλα αυτούσια κείμενα της εποχής. Αντίστοιχα, η κύρια αφήγηση προωθείται μέσω πρόχειρων σημειώσεων του Χωματά και του Αστεριάδη, μικρών μονόπρακτων, σκηνών γραμμένων σε τρίτο πρόσωπο, καθώς και πρωτοπρόσωπων αφηγήσεων τόσο των δύο κεντρικών ηρώων όσο και των δευτερευόντων χαρακτήρων. Η αναμφισβήτητη επιτυχία του έγκειται στο γεγονός ότι συναρθρώνει με μουσικότητα τα επιμέρους κομμάτια, αφ' ενός δημιουργώντας ένα σύνολο χωρίς «κοιλιές» ή χάσματα και αφ' ετέρου αποδίδοντας ολοκληρωμένα τα πορτρέτα και τον περίγυρο των δύο κεντρικών χαρακτήρων. Παρά το γεγονός, για παράδειγμα, ότι τα περισσότερα από τα ένθετα κείμενα παρουσιάζουν από μόνα τους ενδιαφέρον για τον σύγχρονο αναγνώστη, ο Φύσσας δεν μένει απλώς εκεί – πολλά από αυτά επιτελούν πολλαπλές λειτουργίες μέσα στην αφήγηση, είτε υποβάλλοντας την εντύπωση της επιμονής και της σχολαστικότητας με την οποία οι δύο ήρωες διεκπεραιώνουν το έργο τους, είτε παράγοντας πικρά ειρωνικούς τόνους (ιδίως όταν μέσα από τις περικοπές των βιβλίων τους ο Χωματάς και ο Αστεριάδης μοιάζουν να αισιοδοξούν για τη μεταπολεμική ορθή πολεοδόμηση και εν γένει ισόρροπη ανάπτυξη της πρωτεύουσας).
Οι φιγούρες του «επίμονου κηπουρού» και του «επίμονου μετεωρολόγου» που άρτια φιλοτεχνεί ο Φύσσας μοιάζουν να εκφράζουν τη διαχρονικότητα ενός ρεύματος εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας, που διεκδικεί τη συνέχειά του μέσα στη διαδοχή ειρηνικών και ταραχωδών περιόδων. Πρόκειται για μια ανάγνωση των κοινωνικών φαινομένων, αποστασιοποιημένη από τις ιδεολογικές συγκρούσεις και τις βαθιές διαιρέσεις, η οποία έχει γνωρίσει αρκετά ευρεία διάδοση και στην παρούσα συγκυρία. Με ιδιαίτερη επιμέλεια αλλά και δεξιοτεχνία, ο συγγραφέας μεταφυτεύει τη συγκεκριμένη οπτική σε μία ιδιαίτερα φορτισμένη ιστορική περίοδο, κομβική για τις διαμάχες που σημάδεψαν μετέπειτα την ελληνική κοινωνία. Κατ’ αποτέλεσμα, η ιστορία των δύο επιστημόνων μοιάζει να μας υπενθυμίζει ότι παράλληλα με τις μείζονες ιδεολογικές συγκρούσεις που χαρακτήρισαν εκείνη την περίοδο (και σχεδόν κάθε ταραγμένη περίοδο), και τις οποίες κάθε πλευρά μπορεί να έχασε ή να κέρδισε, ή να θεώρησε ότι έχασε ή κέρδισε, διεξάχθηκε και διεξάγεται και μία πιο χαμηλών τόνων, αλλά ίσως εξίσου σημαντική, μάχη για τον εξορθολογισμό της κοινωνίας και την πρακτική βελτίωση των συνθηκών ζωής μέσα σε αυτή – μια μάχη που προφανώς δεν έχει ακόμα κερδηθεί.