Μπορεί, όπως λένε, το ποτάμι να μη γυρίζει πίσω, όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, η λίμνη… μπορεί. Ή τουλάχιστον αυτό μοιάζει να αποδεικνύει η περίπτωση της λίμνης Κάρλας στη Θεσσαλία, που σχεδόν μισό αιώνα μετά την αποξήρανσή της ξαναγεννιέται!
«Η αποξήρανση της αρχαίας λίμνης ήταν μια οικολογική καταστροφή. Σαράντα χρόνια μετά, το 2009, το συνειδητοποιήσαμε και ο Πηνειός άρχισε να τροφοδοτεί ξανά με νερό τη λεκάνη της
Της Βασιλικής Γραμματικογιάννη
Η λίμνη Κάρλα, η Βοιβηίς των αρχαίων, βρίσκεται νοτιοανατολικά της Λάρισας, δίπλα στις βόρειες πλαγιές του Πηλίου, στα όρια των νομών Λαρίσης και Μαγνησίας. Στην εποχή της ακμής της το μέγεθός της ξεπερνούσε τα 150.000 στρέμματα (με το βάθος των νερών της να φτάνει πριν από το 1940 και να ξεπερνά τα 5 μέτρα) και υπήρξε για αιώνες ένας από τους πιο γνωστούς μεσογειακούς υγρότοπους, φημισμένος για την πλούσια βιοποικιλότητά του. Στις όχθες της κατοικούσαν ψαράδες αλλά και Βλάχοι προερχόμενοι από την Πίνδο, που ξεχειμώνιαζαν με τα κοπάδια τους στα παραλίμνια λιβάδια.
Τη δεκαετία του ’60, παρ’ όλα αυτά, ελήφθη η απόφαση να αποξηρανθεί η λίμνη με στόχο τη δημιουργία «νέας» αγροτικής γης που θα μοιραζόταν σε ακτήμονες καλλιεργητές, αλλά και την προστασία των γύρω περιοχών από τις συχνές πλημμύρες και τα έντομα που φώλιαζαν στα βαλτοτόπια των παρυφών της. Παρά δε τις αρχικές μελέτες, που μιλούσαν για τη δημιουργία στη θέση της ταμιευτήρα 64.000 στρεμμάτων, τελικά προκρίθηκε ως λύση η ολοκληρωτική αποξήρανση της λίμνης μέσω υπόγειας σήραγγας. Κρίνοντας με τα σημερινά δεδομένα επρόκειτο για ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα θυσίας του περιβάλλοντος –αλλά και της τοπικής κουλτούρας που αυτό εμπνέει και στηρίζει- εν ονόματι της διαχρονικά υμνολογούμενης ανάπτυξης. Κι όσο και αν αρκετοί από τους κατοίκους της περιοχής διαμαρτύρονταν ήδη από τότε για την απόφαση –θεωρώντας την επιζήμια για τις επόμενες κυρίως γενιές- η ευφορία που δημιουργούσε η προοπτική της ανάκτησης και διανομής της γης κάλυπτε τις φωνές τους.
Η αποξήρανση της αρχαίας λίμνης εξελίχθηκε σε καταστροφή. Τα μεταναστευτικά πουλιά που την χρησιμοποιούσαν ως ενδιάμεσο σταθμό του ταξιδιού τους εξαφανίστηκαν, το μικροκλίμα της περιοχής άλλαξε, η ρύπανση από τα φυτοφάρμακα των καλλιεργειών προκάλεσε ραγδαία ανάπτυξη φυκιών στον Παγασητικό Κόλπο και το θαλασσινό νερό διείσδυσε στον υδροφόρο ορίζοντα οδηγώντας σε χαμηλές γεωργικές αποδόσεις και εν τέλει στην εγκατάλειψη της «νέας» γης. Μαζί με όλα τα παραπάνω –και μιλώντας λίγο μεταφορικά- λες και αποξηράνθηκε και η κουλτούρα που είχε αναπτυχθεί στις τοπικές κοινωνίες που ζούσαν πλάι στη λίμνη και από τη λίμνη.
Χρειάστηκε να περάσουν περισσότερα από σαράντα χρόνια και να φτάσουμε ώς το 2009 μέχρι να συνειδητοποιήσουμε την αξία των υγρότοπων. Να εκτιμήσουμε τη βιοποικιλότητα που αυτοί υποστηρίζουν αλλά και την οικονομική και πολιτισμική σύνδεσή τους με την κοινωνία. Να αντιληφθούμε (;) πόσο αμφίβολης βιωσιμότητας είναι οι βίαιες, μεγάλης κλίμακας παρεμβάσεις που γίνονται δίχως σεβασμό στο περιβάλλον.
Με δεδομένα όλα τα παραπάνω, πάρθηκε η απόφαση η Κάρλα να… ξαναγεννηθεί –σε μικρότερο έστω μέγεθος– και να δημιουργηθεί στο χαμηλότερο τμήμα της κοντά στο χωριό Κανάλια ταμιευτήρας 42.000 στρεμμάτων.
Το έργο, το οποίο ξεκίνησε τελικά τον Δεκέμβριο του 2010 με την άντληση νερού από τον Πηνειό, αναμένεται να συμβάλει μεταξύ άλλων στην αντιπλημμυρική προστασία, την αποκατάσταση του υπόγειου υδροφόρου ορίζοντα, την άρδευση 100.000 στρεμμάτων, αλλά και στην ενίσχυση της ύδρευσης της πόλης του Βόλου. Κατά τη διάρκεια μάλιστα των εργασιών για την ανασύσταση της λίμνης, ήρθαν στο φως σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα -κοσμήματα, αγγεία, νομίσματα, αρχαία κτίρια, τάφοι-, πείθοντας το υπουργείο Πολιτισμού να αποφασίσει τη διατήρηση και μετατροπή του σε επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο ενός τμήματος προϊστορικού οικισμού, έκτασης 3,5 στρεμμάτων.
Σήμερα, καθώς η Κάρλα γεμίζει πάλι νερό –και ψάρια!- τα γύρω βουνά παίρνουν να καθρεφτίζονται ξανά στην επιφάνειά της, τα μεταναστευτικά πουλιά ξαναβρίσκουν τις φωλιές τους, ενώ η υδρόβια χλωρίδα προσπαθεί λίγο λίγο να ξαναστήσει το δικό της βασίλειο. Δημιουργούνται παράλληλα οι προϋποθέσεις ανάπτυξης εναλλακτικών μορφών τουρισμού με δραστηριότητες όπως το ψάρεμα, η πεζοπορία, η ιππασία ή η παρατήρηση πουλιών, γεννώντας στους κατοίκους των γύρω περιοχών την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Με σκοπό μάλιστα την ανάδειξη της λίμνης και της αξίας της –τόσο για το οικοσύστημα όσο και για τον τοπικό πολιτισμό- το Μεσογειακό Ινστιτούτο για τη Φύση και τον Ανθρωπο, που δραστηριοποιείται σε θέματα περιβάλλοντος, πολιτισμού και αειφορίας, σε συνεργασία με τις τοπικές και περιφερειακές αρχές, την ακαδημαϊκή κοινότητα και την κοινωνία των πολιτών, εξέδωσε πρόσφατα έναν «Περιπατητικό Οδηγό», που αφηγείται την ιστορία της λίμνης. Μέσα από τις σελίδες του μπορεί κανείς να γνωρίσει μια περιοχή με συναρπαστική ιστορία, πολιτισμό και γαστρονομία, περιπατητικές διαδρομές γύρω από αυτήν, πλήθος στοιχείων για την τοπική χλωρίδα και πανίδα, την αρχαιολογία και την ιστορία, τα θρησκευτικά μνημεία, τις παραδοσιακές δραστηριότητες του τόπου.
Να αισιοδοξούμε λοιπόν; Γιατί όχι; Παρότι προφανώς παραμένουν ώς σήμερα ανοικτά διάφορα ζητήματα που οφείλουν να αντιμετωπίσουν η πολιτεία και οι αρμόδιοι φορείς ώστε να αξιοποιηθούν όλες οι δυνατότητες αυτού του ξεχωριστού υγρότοπου, η φύση δείχνει και σε αυτήν την περίπτωση ότι μπορεί –και θέλει!- να αναγεννηθεί, αρκεί κανείς να την προσεγγίζει με τον δέοντα σεβασμό.