Βάσια Τζανακάρη
Η καρέκλα του κυρίου Εκτορα
Διηγήματα. Μεταίχμιο, σελ. 186
……………………………………….
Νίκος Κουφάκης
Οικογενειακή πορσελάνη
Διηγήματα. Κέδρος, σελ. 156
Του Γιώργου Ν. Περαντωνάκη
Τα τελευταία χρόνια ο μικρόκοσμος της οικογένειας τίθεται στο επίκεντρο ενός αντικατοπτρισμού ανθρώπινων σχέσεων και οικογενειακών τραυμάτων. Η πολιτισμική διάσταση της οικογένειας, όπως αυτή διασταυρώνεται με την παράδοση, τις άλλες κοινωνικές ομάδες και την ανθρώπινη ατομικότητα, γίνεται αντικείμενο πραγμάτευσης από τη λογοτεχνία που επανεξετάζει τον πρωταρχικό της ρόλο.
Η Βάσια Τζανακάρη, νεαρή πεζογράφος και προφανώς μεγαλωμένη στο πλαίσιο της αγίας ελληνικής οικογένειας, συλλαμβάνει την καθημερινότητα ως πεδίο βουβών δραμάτων που εκρήγνυνται αφώνως. Το ίδιο όμως επιχειρεί, με άλλον βέβαια τρόπο, ο Νίκος Κουφάκης με την πρώτη του συλλογή διηγημάτων, όπου οι αναμνήσεις οικογενειακών ενσταντανέ είναι εξίσου πολύτιμες όσο και εύθραυστες με σερβίτσια πορσελάνης.
Τα πρωτοπρόσωπα διηγήματα της Β. Τζανακάρη ξεκινάνε από τη συμβατική καθημερινότητα και ανάγονται σε επαναστατικά κείμενα μικρών εξεγέρσεων. Η Σπυριδούλα λ.χ., ανατρέποντας τον θρύλο για την παλιά συνονόματή της υπηρέτρια που τη σιδέρωσαν, σιδερώνει τη μούρη του καταπιεστικού άνδρα της («Σπυριδούλα revisited»). Κι ο περιπτεράς με την καλή δουλειά αποφασίζει να την παρατήσει κόντρα στη λογική των δυσχερών οικονομικά καιρών και να γίνει ζωγράφος. Η συμβατικότητα, το βόλεμα, η παγιωμένη ρουτίνα δεν είναι η συνθήκη με την οποία αξίζει κανείς να εξακολουθεί να ζει, εφόσον νιώθει πως τα συναισθήματα επιβάλλουν τη δική τους λογική. Ακόμα και η εκδίκηση είναι ένας τρόπος αποκατάστασης της ηθικής δικαιοσύνης, που προτιμάται, όταν οι άνθρωποι –και όχι τα ζώα, όπως επιφανειακά φαίνεται- δεν νοιάζονται για τον άλλο («Πάπιος»).
Τα διηγήματα λοιπόν της συγγραφέως τραμπαλίζονται ανάμεσα σε μια βαθύτερη ανάγκη να σπάσει το συμβατικό κέλυφος της συνήθειας και της επανάπαυσης και στη ματαιότητα που συναντά κάθε επαναστατική πράξη. Ο Μύρωνας θέλει να πάψει να είναι ασήμαντο μυρμηγκάκι και σκέφτεται σοβαρά να κάνει μια «ηρωική» πράξη, να μπει λ.χ. στο λεωφορείο χωρίς εισιτήριο και να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στον ελεγκτή, αλλά όλα αποδεικνύονται κατώτερα των προσδοκιών του. Από την άλλη, η αντίδραση μιας γειτονιάς σε ό,τι διαταράσσει την ηρεμία της εκδηλώνεται με πράξεις βίας απέναντι στον ξένο που κάνει φασαρία: η ησυχία αποκαθίσταται έστω και αν η βία οδηγεί στον θάνατο και η καχυποψία στον ρατσισμό.
Η παιδική ηλικία έρχεται και ξανάρχεται σαν νοσταλγία και σαν πίκρα, σαν ματαίωση και σαν πληγή, σαν ανάμνηση του παππού, αλλά και σαν εγκλεισμός σε μια ηλικία που δεν ταιριάζει με τα χρόνια που πέρασαν. Κορίτσια κλεισμένα σε ίδρυμα και κορίτσια κλεισμένα σε μια ασφυκτική μεγαλοαστική ζωή, κορίτσια που προκαλούν την ατυχία τους, κορίτσια που μεγαλώνουν με τα μικρά προσωπικά τους δράματα. Οι αναμνήσεις αυτές ίσως ενέχουν ίχνη μανιέρας και γίνονται σκαλωσιές κοινότοπων ιστοριών, αλλά συνάμα αναδίδουν συγκίνηση, ανθρωπιά και ευρύχωρη ζεστασιά. Ο άνθρωπος εγείρει την ατομικότητά του μέσα στο οικογενειακό πλέγμα αλλά και στο κοινωνικό δίκτυο σχέσεων που φαίνονται αθώες αλλά πολλές φορές κρύβουν υπόγειες απειλές και προκλήσεις.
……………………………………….
Από την άλλη, ο Ν. Κουφάκης, ένας σαρανταδυάχρονος άνδρας, στην πρώτη του συλλογή διηγημάτων υιοθετεί σε πολλά από αυτά την οπτική γωνία ενός παιδιού και εστιάζει στον οικογενειακό μικρόκοσμο, που τον περιβάλλει. Ο συγγραφέας δεν χτίζει τα κείμενά του σε μια εξελισσόμενη ιστορία, αλλά πιο στατικός ποντάρει στην ατμόσφαιρα και στη βουβή παρουσία του παρελθόντος, που έρχεται σαν αναπόληση, σαν μακρινός αχός, σαν παιδική ανάμνηση.
Στην ουσία έχουμε δεκαέξι φωτογραφίες που στο χρώμα της σέπιας αποτυπώνουν μορφές ενός (οικογενειακού) πάνθεου. Πρόκειται όμως για ένα πάνθεον αντιηρωικό, καθημερινό, αρχετυπικό στον βαθμό που αποδίδει ανθρώπινους τύπους και όχι κατ’ ανάγκη εξατομικευμένες προσωπικότητες. Ο πατέρας που κρατά σφραγισμένα τα βαθύτερα απωθημένα του, ο μικρός που βλέπει τον κόσμο κάτω από το τραπέζι της κουζίνας ή του σαλονιού, η μητέρα που κεντά κ.λπ. είναι φωτογραφίες, οι οποίες θυμίζουν και καταδεικνύουν την ελληνική κοινωνία και τους ρόλους των μελών της, σαν να είναι οι δικοί μου και οι δικοί σας άνθρωποι. Η οπτική γωνία του παιδιού διαμορφώνει στερεότυπες εικόνες ή ευφάνταστες ιστορίες με ξεχωριστή στο διήγημα «Η τελετή», όπου ο αδελφός βλέπει την αδελφή του να φεύγει με το αεροπλάνο, συνοδεία μιας αεροσυνοδού, και τη φαντάζεται να θυσιάζεται σαν άλλος Ιακώβ.
Φωτογραφίες, κυριολεκτικά αυτή τη φορά, έχουμε σε τέσσερα διηγήματα, τα οποία πηγαίνουν πίσω και επαναφέρουν σε ένα είδος μεταμνήμης σκηνές και εικόνες από μια μεταπολεμική Ελλάδα που κινείται μεταξύ επαρχιώτικης ηθογραφίας και αστικού εκσυγχρονισμού. Ο στόχος του διηγηματογράφου δεν είναι να πει μια ιστορία, αλλά να πλάσει μια ατμόσφαιρα, δεν είναι η αφήγηση αλλά η περιγραφή, όπως στη «Βενεζουέλα», όπου η χώρα της Λατινικής Αμερικής συστήνει έναν πίνακα γεωγραφίας, ιστορίας και κουλτούρας αλλά και ερωτισμού. Με ένα είδος ποιητικής ακινησίας, που άλλοτε αποδίδει κι άλλοτε όχι, ο διηγηματογράφος χρησιμοποιεί τον λεκτικό του χρωστήρα για να εντάξει τον αναγνώστη στο κλίμα μιας ψυχικής κατάστασης. Tα τελευταία του διηγήματα είναι ακόμα πιο ποιητικά, ακόμα πιο ιμπρεσιονιστικά, αφού ακκίζονται με τις λέξεις, πλάθουν με μονοκονδυλιές σύννεφα, σκιαγραφούν με διαγράμματα μια φευγαλέα εντύπωση, εκτός από το «Γλυκό των ψυχών» που συνδέει τον θάνατο με τον πρώτο έρωτα του νεαρού εφήβου.
Τελικά, το διήγημα, όπως το υπηρετούν με διαφορετικό τρόπο ο Ν. Κουφάκης και η Β. Τζανακάρη, προσπαθεί να αποδώσει το υποκειμενικό αίσθημα, που ξεκινά σε κάθε συλλογή από το οικογενειακό κάδρο και ανοίγεται μέχρι το τέλος των βιβλίων στο διαπροσωπικό, κι έτσι κατορθώνει να απαθανατίσει ανάγλυφα πρόσωπα, ανθρώπινους τύπους, χαρακτηριστικές φέτες ζωής.