13/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Μια τετραετία στον γύψο

      Pin It

Φωτογραφίζει και σχολιάζει ο Τάσος Κωστόπουλος

 

Πριν από τέσσερα χρόνια, το απόγευμα της 6ης Μαΐου 2010, η Βουλή των Ελλήνων ψήφιζε το πρώτο μνημόνιο και η χώρα γύριζε ανεπιστρεπτί σελίδα, περνώντας σ’ ένα καθεστώς διαρκούς επιτήρησης και μεθοδευμένης «εσωτερικής υποτίμησης» σε βάρος της μισθωτής εργασίας και των μικροαστικών στρωμάτων που ζουν από την εγχώρια λαϊκή κατανάλωση. Με εξαίρεση το πελώριο συλλαλητήριο της 5ης Μαΐου, που αποσυντέθηκε εν ριπή οφθαλμού μετά τον πολύνεκρο εμπρησμό της Μαρφίν, οι αντιδράσεις των θιγόμενων υπήρξαν ως επί το πλείστον υποτονικές, σε σχέση τουλάχιστον με τη σημασία της τομής. Κατά πάσα πιθανότητα, οι περισσότεροι θεώρησαν ότι πρόκειται απλά για επανάληψη της «λιτότητας» που είχαν επιβάλει ο Καραμανλής το 1979, ο Παπανδρέου το 1985 κι ο Μητσοτάκης το 1990˙ υποτίμησαν, δηλαδή, θανάσιμα αυτό που στην πραγματικότητα ήταν μια κήρυξη πολέμου του κεφαλαίου κατά του κόσμου της εργασίας, με στόχο τον θεσμικό και εισοδηματικό «εκβουλγαρισμό» της ελληνικής κοινωνίας. Κι όμως, αρκούσε η επίσημη παρουσίαση του μνημονίου από τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου (2/5/2010) για να διαπιστώσει κανείς περί τίνος επρόκειτο. Η επερχόμενη κοινωνική καταστροφή είχε εκεί ρητά προαναγγελθεί – με την κατάλληλη, εννοείται, «τεχνική» ορολογία.

 

Τα αίτια αυτής της συλλογικής εθελοτυφλίας θα πρέπει να αναζητηθούν στην κυρίαρχη εικόνα του νεοέλληνα για τον εαυτό του: ένα αντιφατικό μίγμα υπερφίαλης πίστης στην ελληνική «μοναδικότητα» και ισχυρών δόσεων αυτοϋποτίμησης. Η ανιστόρητη ισοπεδωτική ρήση για την υποτιθέμενη «ικανότητα του Ελληνα να επιβιώνει» και η βαθιά εσωτερικευμένη πεποίθηση ότι χρειαζόμαστε (ευρωπαϊκό) βούρδουλα για να γίνουμε «σοβαρό κράτος» οδήγησαν τις κρίσιμες εκείνες μέρες του 2010 μια ολόκληρη κοινωνία να ξαπλώσει στον πάγκο του χασάπη με συμβολικές μόνο διαμαρτυρίες. Η χώρα μπήκε σ’ έναν ιδιότυπο «γύψο» μέχρι την (απόμακρη και παντελώς θεωρητική) «ανάρρωσή» της, δίχως τανκς στους δρόμους και με πλήρη σεβασμό των τυπικών κανόνων του κοινοβουλευτισμού (1).

 

Σαν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο πολιτικός λογαριασμός της υπερψήφισης του πρώτου μνημονίου πληρώθηκε φυσικά από τους τότε αυτουργούς, ΠΑΣΟΚ και ΛΑΟΣ (2-6), αν και όχι στην έκταση που κάποιοι είχαν αρχικά προβλέψει (7). Με τη σκληρή Δεξιά του Σαμαρά να υλοποιεί στη συνέχεια όσα αντιλαϊκά μέτρα ο σοσιαλφιλελεύθερος Γιωργάκης δεν ήταν σε θέση να διεκπεραιώσει, κοινός τόπος έχουν πλέον καταστεί η αδιάρρηκτη σχέση οικονομικής κρίσης και κοινωνικής πόλωσης (8), ο επιλεκτικός χαρακτήρας της περικοπής των δημόσιων δαπανών, υπέρ της «ασφάλειας» και σε βάρος των κοινωνικών παροχών (9,11), ακόμη και η οργουελιανή διάσταση του επίσημου λόγου (10). Οχι όμως και η έκταση των κοινωνικών συμμαχιών που στηρίζουν την επέλαση του κεφαλαίου σε βάρος της εργασίας (12) ή η προϊστορία του πολιτικοϊδεολογικού αφοπλισμού των μισθωτών, από τη στιγμή που την είδαν «επενδυτές» και πίστεψαν τις σομόν σελίδες της αντίπερα όχθης (13).

 

Scroll to top