Του Στέλιου Παπαθανασίου*
«Ως χαρίεν εστ’ άνθρωπος, όταν άνθρωπος η». Βαθύτατα τρυφερό, ευφρόσυνο και παρηγορητικό το απόφθεγμα του Μενάνδρου, αποτελεί στις μέρες μας την εξαίρεση μάλλον, παρά τον κανόνα. Η σύγχρονη κοινωνία θυμίζει περισσότερο το Γεροντικόν «ουκ έστι πρόσωπον προς πρόσωπον θεάσασθαί τινα· αλλά ο νώτος εκάστου προς τον ετέρου νώτον κεκόλληται». Παρά ταύτα, εξαιρέσεις –και μάλιστα φωτεινές– εξακολουθούν να υπάρχουν, αντισταθμίζοντας εν μέρει τη λύπη μας για τη χαμένη μέθεξη.
Και «μετά το προοίμιον», όπως θα έλεγε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «εισέρχομαι εις την ουσίαν». Και η ουσία εν προκειμένω είναι πως ο φίλτατος Δημήτρης Γκιώνης ανήκει στις φωτεινές εξαιρέσεις της φιλάνθρωπης δημοσιογραφίας· όχι μόνο με τον επί σειράν δεκαετιών συνεχή και αδιάλειπτο ποιοτικό λόγο του, αλλά κυρίως με τις αγαπητικές του πράξεις.
Η διαπίστωση αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι η μέθεξη, είτε ως ψυχική συμμετοχή είτε ως ισορροπημένη ταύτιση είτε ως πονετική στάση, αποτελεί τη σημαίνουσα δομή στις περισσότερες από τις ανθρώπινες ιστορίες που διηγείται με μιαν εκπλήσσουσα παραστατικότητα ο καλός δημοσιογράφος στο τελευταίο βιβλίο του «Ενας κι ένας… 46+1 άνθρωποι της τέχνης από κοντά» (εκδόσεις Αγκυρα). Το ίδιο συμπέρασμα συνάγεται και από το γεγονός ότι όλες οι ως άνω ιστορίες προέρχονται από το πλούσιο και ανεκτίμητης σημασίας προσωπικό αρχείο, που διατηρεί και επιμελείται ο συγγραφέας του πολύτιμου πονήματος.
Μέχρι πρότινος, ο Δημήτρης Γκιώνης θεωρούσε (δικαιωματικά) ως «Γέροντά του» τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, τον οποίο έχει μονίμως «από κοντά». Διαβάζοντας όμως το εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο του, διαπιστώνουμε πως «από κοντά» είχε και τους περισσοτέρους εκ των παρουσιαζομένων ανθρώπων της τέχνης, ιδιαίτερα δε κάποιες «Γερόντισσες», όπως η Ελλη Αλεξίου, η Μαρία Ιορδανίδου, η Λιλίκα Νάκου. Δεν είναι, συνεπώς, τυχαίο το ότι η παρέλαση των προσώπων του βιβλίου αρχίζει με τις τρεις «Γερόντισσές του».
Πνευματικοπαίδι, επομένως, ο παλαιός και έμπειρος δημοσιογράφος, έχοντας αποχτήσει τις δύο βασικότερες αρετές που χαρακτηρίζουν τη σχέση του Γέροντα (ή της Γερόντισσας) με τα πνευματικοπαίδια: την υπακοή και την ταπείνωση, οι οποίες του προσπόρισαν πλείστα όσα πνευματικά οφέλη («η κουβέντα μαζί της ήταν απόλαυση και πνευματικό κέρδος», γράφει στο «Ρέκβιεμ» για τη Δανάη Στρατηγοπούλου).
Πάντως, αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία στο «από κοντά» του Δημήτρη Γκιώνη είναι η μετατροπή της επαγγελματικής σχέσης (συνεντεύξεις, παρουσιάσεις έργων κ.τ.λ.) σε τακτική ανθρώπινη επαφή, με αποτέλεσμα μία οιονεί αλληλοπεριχώρηση του δημοσιογράφου με τα πρόσωπα της τέχνης. Δεν απουσιάζουν, φυσικά, η αντικειμενική θεώρηση της ανθρώπινης ποικιλίας των καλλιτεχνών, όπως επίσης και η επισήμανση κάποιων αδυναμιών, που αφορούν «το φθονερόν γένος των «ψαλτών»» (δανείζομαι τη φράση αγιορείτου μοναχού).
Μοναχική και, ενίοτε, περίκλειστη δημοσιογραφία είναι αυτή που τσιγκουνεύεται τον εαυτό της, παραμένοντας ψυχικά αδιάθετη. Ο συγγραφέας του βιβλίου «46+1 άνθρωποι της τέχνης», έχοντας ενστερνιστεί το παπαδιαμαντικό «σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κ’ οι καϋμοί του κόσμου» («Το μοιρολόγι της φώκιας»), βρισκόταν μονίμως στον αντίποδα της ιδιώτευσης, κρατώντας πάντοτε επαφή με τους πνευματικούς ανθρώπους που συνεργάστηκε. Υπό την έννοια αυτή, θα τον βρούμε δίπλα στον Νίκο Καρούζο «στον Ερυθρό Σταυρό, όπου νοσηλευόταν, σοβαρά άρρωστος, χτυπημένος από καρκίνο». Θα τον βρούμε επίσης δίπλα στην ατυχήσασα («δεν της άξιζε τέτοιο τέλος») Δανάη Στρατηγοπούλου επί τριάντα χρόνια όχι μόνο ως δημοσιογράφο αλλά και ως φίλο – θαυμαστή. «Τον είχα επισκεφθεί δυο – τρεις φορές στο νοσοκομείο», γράφει για τον Δημήτρη Χριστοδούλου ο συνονόματός του δημοσιογράφος.
Υπάρχουν και άλλα παρόμοια ή ανάλογα παραδείγματα. Θα τα βρει ο αναγνώστης στις σελίδες του βιβλίου μαζί με πολλές γοητευτικές λεπτομέρειες από τη μακρόχρονη σχέση, τις επαφές και τις συνομιλίες του συγγραφέα με εμβληματικές προσωπικότητες της τέχνης. Λογοτέχνης και ο ίδιος (υπενθυμίζω πως το εξόχως βιωματικό και χαριτωμένο αφήγημά του «Τώρα θα δεις…» έχει πραγματοποιήσει 27 εκδόσεις), παραχωρεί (αναλογικά) τις περισσότερες σελίδες του βιβλίου σε λογοτέχνες. Ενας λόγος παραπάνω, ώστε η κατακλείδα του παρόντος σημειώματος να έχει χρώμα λογοτεχνικό.
«Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα», γράφει ο Γιώργος Σεφέρης στο ποίημα «Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο». Και συνεχίζει: «Ευτυχισμένος αν στο ξεκίνημα, ένιωθε γερή την αρματωσιά μιας αγάπης». Στον πρόλογο του βιβλίου του ο Δημήτρης Γκιώνης, ευρισκόμενος τρόπον τινά εντός της σεφερικής «συγχορδίας», επαναλαμβάνει αυτό που είπε κάποτε ο επιμελητής των Απάντων του Παπαδιαμάντη Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος: «Θα έκανα αυτή τη δουλειά ακόμη και πληρώνοντας».
Τελικά, μέσα από «το ταξίδι του Οδυσσέα» (απίστευτες δημοσιογραφικές αποστολές ανά τον κόσμο) και την επαφή του με (μυθικά πλέον) πρόσωπα του πολιτισμού («να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους» – Κ.Π. Καβάφης), ο Δημήτρης Γκιώνης, έχοντας μπει και «σε λιμένας πρωτοειδωμένους», φθάνει στην «Ιθάκη» διπλά ωφελημένος: ευτυχισμένος από το ταξίδι αλλά και πεπληρωμένος, τουτέστιν «πλούσιος με όσα κέρδισε στον δρόμο»…
…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………….
*Φιλόλογος, δρ Φιλολογίας και Θεολογίας