Η ταινία έναρξης του Ολιβιέ Νταάν με τη Νικόλ Κίντμαν αποδείχτηκε μια κινηματογραφική βιογραφία της Γκρέις Κέλι σε βερσιόν κλασικών εικονογραφημένων. Λαμπερή και πανέμορφη, αλλά ρηχή και απλοϊκή
Της Λήδας Γαλανού
Θα επιμείνουμε: η επιλογή του «Grace of Monaco» ως επίσημης ταινίας έναρξης είναι πετυχημένη ιδέα. Βιογραφία, με το σινεμά ως αυτοαναφορικό στοιχείο μέσα της, ένα πραγματικό παραμύθι της σταρ του Χόλιγουντ που παντρεύτηκε το πριγκιπόπουλο, πεδίο δράσης το Μονακό, φωτογενές διαμάντι δυο βήματα από την Κρουαζέτ, Γάλλος σκηνοθέτης –ο δημιουργός τού «Ζωή σαν Τριαντάφυλλο» με τη βραβευμένη με Οσκαρ Μαριόν Κοτιγιάρ στον ρόλο της Πιαφ–, γαλλοαμερικανική παραγωγή με την υπογραφή των αδελφών Γουάινστιν, multi-ethnic καστ και πρωταγωνίστρια μια από τις μεγαλύτερες σύγχρονες σταρ του παγκόσμιου σινεμά, τη Νικόλ Κίντμαν, παρούσα στο φεστιβάλ ως το μεγαλύτερο πλεονέκτημα δημοσιότητας της φετινής διοργάνωσης.
Αρα, γιατί όχι; Επειδή, ίσως, το «Grace of Monaco» αποδεικνύεται ένα λαμπερό, πανέμορφο, ρηχό, απλοϊκό και συντηρητικό biopic. Ο Νταάν, επιφυλακτικός μάλλον εξαιτίας της διαμαρτυρίας του Παλατιού των Μονεγάσκων για την ταινία, αλλά και του ίδιου του Χάρβεϊ Γουάινστιν, ξεκαθαρίζει τη θέση του από την αρχή: είναι μια ταινία «μυθοπλασίας», εμπνευσμένη από πραγματικά γεγονότα. Η οπτική γωνία από την οποία προσεγγίζει την Γκρέις είναι το πορτρέτο μιας γυναίκας που θυσίασε τα πλούτη και τη δόξα για… άλλα πλούτη και δόξα με μεγαλύτερες ευθύνες, που παγιδεύτηκε σ’ έναν γάμο που δεν ξεχείλιζε ακριβώς από έρωτα, αλλά που, κατά την ταινία, έδωσε στο Μονακό την ώθηση και τον δυναμισμό που έμαθε από τον καταφερτζή Αμερικανό μπαμπά της με το ελεύθερο πνεύμα.
Η ταινία εξετάζει την περίοδο που το Μονακό προσπαθούσε να αντισταθεί στον Σαρλ Ντε Γκολ, ο οποίος πίεζε να εισπράττει η Γαλλία φορολογία από τους Μονεγάσκους (πολιτικές διεργασίες στις οποίες έπαιξε σημαντικό ρόλο ο Αριστοτέλης Ωνάσης, από τους κύριους επενδυτές στο Πριγκιπάτο). Η Γκρέις, με τις νεωτεριστικές της ιδέες και την αποφασιστικότητά της, άνοιξε τον δρόμο για τη λύση.
Στιλιστικά η ταινία κόβει την ανάσα: γυρισμένη στους χώρους του Παλατιού, στα καλντερίμια και τις ακτές του κρατιδίου, με τους ήρωες μαγευτικά ντυμένους και φωτογραφημένους σαν ανθρώπινα κοσμήματα, αποπνέει πολυτέλεια και κάλλος. Πέραν αυτού… το τίποτα. Το σενάριο κινείται με τους κανόνες απογευματινής τελενοβέλας, τα κίνητρα των προσώπων είναι η αγάπη για την οικογένεια ή η αγάπη… γενικώς και το εύρημα περιορίζεται στο ότι η Γκρέις Κέλι αντικατέστησε το επάγγελμά της ηθοποιού με μια μόνιμη επιλογή «υποκριτικής» για τον νέο ρόλο που ανέλαβε στη ζωή της. Οι ατάκες συναγωνίζονται η μια την άλλη σε βαθμίδες κλισέ, η Νικόλ Κίντμαν, παρότι πια το πρόσωπό της δεν επανέρχεται ποτέ στη φυσική του κατάσταση, δίνει μια υπέροχη ερμηνεία με όσα (λίγα) έχει να δουλέψει, η πλοκή, παρότι περιλαμβάνει ελκυστικά στοιχεία, εκτυλίσσεται ανιαρά: περισσότερα καταλαβαίνεις για τη συναρπαστική προσωπικότητα της Γκρέις Κέλι αν ανοίξεις ένα παλιό «Paris-Match», παρά αν δεις το «Grace of Monaco». Αν και η ταινία μπορεί να έχει εμπορική επιτυχία στο κοινό που απολαμβάνει όμορφες εικόνες και πρόσωπα χωρίς μισή δεύτερη σκέψη.
Η Νικόλ Κίντμαν, στη συνέντευξη Τύπου, ήταν πιο συναρπαστική από την ηρωίδα της στην οθόνη (αν και εξίσου ή και πιο φρέσκα τραβηγμένη), κομψή, μ’ ένα λευκό φόρεμα, λαμπερή και έξυπνη στις απαντήσεις. «Εκανα αυτήν την ταινία», είπε, «γιατί την αντιμετώπισα ως πρόκληση. Η σκέψη και μόνο μου έφερε ανατριχίλες. Ηταν μια τεράστια ευκαιρία να δοκιμάσω τα όριά μου κι όλα αυτά τα χρόνια αυτό κάνω, προσπαθώ να βρίσκω ρόλους που με εξωθούν να περπατώ σε τεντωμένο σχοινί».
Μάλιστα, εξήγησε ότι μπόρεσε να βρει κάποια κοινά στοιχεία με την Γκρέις Κέλι. «Υπήρξε πολύ μεγάλη σταρ σε πολύ μικρή ηλικία, κέρδισε Οσκαρ σε πολύ μικρή ηλικία κι όταν έφτασε σ' αυτό το σημείο επέλεξε τον γάμο και την οικογένειά της. Την καταλαβαίνω απόλυτα. Αν είσαι δημιουργικός άνθρωπος, πάντα θέλεις να επιστρέψεις στην καριέρα σου. Ομως καμιά φορά η πραγματικότητα της ζωής είναι πολύ πιο σύνθετη. Βρήκα πολύ ενδιαφέρον το ότι ο Χίτσκοκ πήγε να τη διεκδικήσει και εκείνη τελικά αρνήθηκε. Αυτό όμως που με τράβηξε περισσότερο ήταν ότι βασανίστηκε για αυτή την απόφαση. Αγαπώ πολύ τη σκηνή που δείχνει τις πρόβες της στον καθρέφτη ως “Μάρνι”. Γιατί το έχω περάσει κι εγώ αυτό: να με αμφισβητώ. Μπορώ να παίξω ακόμα; Εχω ταλέντο; Εχω κάποια κοινά με την Γκρέις Κέλι λοιπόν. Προφανώς δεν έχω παντρευτεί πρίγκιπα. Ή μάλλον, έχω. Εναν πρίγκιπα της κάντρι!»
Για το γεγονός ότι η πριγκιπική οικογένεια του Μονακό αποκήρυξε την ταινία, η Κίντμαν μίλησε με λεπτότητα και συγκατάβαση: «Στεναχωρήθηκα πολύ. Καταλαβαίνω απόλυτα την ανάγκη των ανθρώπων να προστατέψουν την ιδιωτική ζωή της οικογένειάς τους, μιλάμε για τη μητέρα και τον πατέρα τους. Σέβομαι την απόφασή τους, αλλά θα ήθελα να ξέρουν ότι η ταινία έγινε με αγάπη. Θέλαμε να τιμήσουμε τη μνήμη της μητέρας τους και τον έρωτα των γονιών τους. Κι αν αλλάξουν γνώμη κάποτε και δουν την ταινία, θα εκτιμούσα πολύ την άποψή τους».
Ο Ολιβιέ Νταάν απέφυγε με… γαλλική φινέτσα τις κακοτοποιές. «Υπάρχουν πολλά και διαφορετικά επίπεδα στην ταινία» είπε. «Είναι ένα πορτρέτο, αλλά όχι μια τυπική βιογραφία. Μιλάει και για το ίδιο το σινεμά. Το κεντρικό πρόσωπο είναι μια ηθοποιός, όλα μπερδεύονται με την κινηματογραφική της εικόνα. Μου είναι δύσκολο να επιλέξω ένα στοιχείο της ταινίας – να τη μειώσω σε μία μόνο παράμετρό της». Κάτι μας λέει ότι αν η υποδοχή της ταινίας ήταν καλύτερη, δεν θα είχε τέτοια δυσκολία να την προσδιορίσει.