ios

17/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΗΣ

Μηνύματα από το παρελθόν

Οσο κι αν άλλαξαν τα μέσα που χρησιμοποιούνται και η αφίσα έδωσε τη θέση της στα τηλεοπτικά σποτάκια και τη διαδικτυακή διαφήμιση, τα στερεότυπα της προεκλογικής προπαγάνδας παραμένουν ακλόνητα.
      Pin It

Στην τελική ευθεία για τις φετινές εκλογές, η πολιτική αντιπαράθεση απέκτησε μερικούς ακόμη φαιδρούς τόνους με την καμπάνια περί «αφισορύπανσης» που εξαπέλυσε κατά της Αριστεράς ο επικοινωνιακός μηχανισμός της Ν.Δ., με την επικουρική συνδρομή του δήμου της Αθήνας –του ίδιου που επί μια τετραετία απαξίωσε να ξεβρομίσει το κέντρο της πρωτεύουσας τοποθετώντας χημικές τουαλέτες για τους αστέγους, εξαπέλυσε όμως κανονική εκστρατεία για την αστραπιαία απομάκρυνση χιλιάδων «παράνομων» αφισών (των πολιτικών αντιπάλων του κ. Καμίνη) από τοίχους, κολόνες και κάδους απορριμμάτων.

Στην πραγματικότητα, η αφισοκόλληση αποτελεί παραδοσιακή πρακτική πολιτικού αγώνα εδώ και πάνω από έναν αιώνα. «Δειλά δειλά ετοιχοκολλήθησαν εις τους τοίχους αι εικόνες των υποψηφίων», διαβάζουμε π.χ. στο «Εθνος» της 28ης Μαΐου 1915. «Δεν χαμογελούν όμως όπως άλλοτε» κι επιπλέον «εις την τοιχοκόλλησίν των παρατηρείται ένα πολιτικόν έκτροπον. Συνήθως είνε τοιχοκολλημένοι κοντά-κοντά οι υποψήφιοι αντιθέτων πολιτικών φρονημάτων. Και φαντάζεται κανείς τι γρονθοκοπίδι θα έπεφτε αν μία νύκτα οι τοιχοκολλημένοι υποψήφιοι ελάμβανον σάρκα και οστά».

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, το «γρονθοκοπίδι» έπεφτε συνήθως μεταξύ των αντίπαλων συνεργείων, καθώς η αφισοκόλληση εξελίχθηκε σε «αποφασιστικό επικοινωνιακό όπλο αλλά και βασικό μέσο στρατολόγησης» (Βαμβακάς 2006, σ.178), ζωντανή απόδειξη της μαζικότητας και του δυναμισμού των αντίπαλων κομματικών μηχανισμών. Στις αρχές της μεταπολίτευσης, τα αστικά κόμματα εξουσίας που δεν διέθεταν ακόμη οργανωμένη βάση κατέφευγαν στις υπηρεσίες έμμισθων αφισοκολλητών, όπως πληροφορούμαστε από σχετικό ρεπορτάζ των «Νέων» (19/11/1977). Οι μεροκαματιάρηδες αυτοί μισθοφόροι δεν ήταν ωστόσο σε θέση να ανταγωνιστούν αξιοπρεπώς χιλιάδες νέους των αριστερών νεολαιών, εμφορούμενους από το κίνητρο της προσωπικής στράτευσης.

Τη σκυτάλη παραλάμβανε, ως εκ τούτου, το παλιό δοκιμασμένο αντίβαρο της ποινικής καταστολής: αριστεροί αφισοκολλητές συλλαμβάνονταν συχνά-πυκνά και καταδικάζονταν για διάφορα αδικήματα, από τη «ρύπανση τοίχου» μέχρι την εμφυλιοπολεμική «αναμόχλευση πολιτικών παθών». Ωσπου το 1981 η κυβέρνηση Ράλλη απαγόρευσε ρητά με τον Ν. 1144 κάθε «επικόλλησιν εντύπων ή χειρογράφων πάσης φύσεως, ανάρτησιν, αναγραφήν ή προβολήν συνθημάτων, ονομάτων, συμβόλων, ανακοινώσεων ή προσκλήσεων», θεσπίζοντας ποινές φυλάκισης 1-3 μηνών χωρίς μετατροπή, όχι μόνο για τους παραβάτες αλλά και για τους ιδιοκτήτες των κτιρίων που ανέχονταν κάτι τέτοιο! Νόμιμη αφισοκόλληση προβλεπόταν μόνο σε ειδικά πλαίσια που θα τοποθετούσαν οι δήμοι, με ειδική άδεια (βάσει προτεραιότητας των σχετικών αιτήσεων) και για 10 μέρες το πολύ. Ο Ν. 1144 καταγγέλθηκε φυσικά ως άκρως αντιδημοκρατικός και περιέπεσε τελικά σε αχρησία. Μετά τις ευρωεκλογές του 1984, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ θα τον αναβιώσει με ελάχιστες μικροαλλαγές (Ν. 1491), διπλασιάζοντας μάλιστα την προβλεπόμενη ποινή. Κι αυτός ο νόμος κατέστη ωστόσο στην πράξη ανενεργός, καθώς τα δικαστήρια αθωώνουν συνήθως τους συλληφθέντες με το επιχείρημα του μη καταλογισμού ή της ανυπαρξίας των προβλεπόμενων νόμιμων «πλαισίων».

Η μεταφορά του κέντρου βάρους της προεκλογικής αντιπαράθεσης από το «πεζοδρόμιο» και τα «μπαλκόνια» στον ψύχραιμο τηλεοπτικό διάλογο προβαλλόταν από τους εκσυγχρονιστές της δεκαετίας του ’80 σαν πανάκεια για την καταπολέμηση των παθογενειών του εγχώριου «λαϊκισμού». Η μετάβαση από την αφίσα και την ντουντούκα στα διαφημιστικά σποτάκια και τα «ντιμπέιτ» πραγματοποιήθηκε όντως σταδιακά μεταξύ 1989 και 1996, παράλληλα με την αριθμητική αποψίλωση των διαθέσιμων κομματικών στρατών. Ο «εξορθολογισμός» όμως αυτός αποδείχθηκε καθαρά εικονικός, σηματοδοτώντας απλά την υποκατάσταση της παραδοσιακής «προπαγάνδας» από τη χρυσοπληρωμένη «επικοινωνία», με τους ίδιους συχνά ανθρώπους να έχουν απλώς μεταπηδήσει από τα κομματικά επιτελεία στα μεγάλα διαφημιστικά γραφεία.

Για την ουσιαστική ταύτιση των δύο πρακτικών, αποκαλυπτική είναι η επισκόπηση των βασικών αρχών της προπαγάνδας που παραθέτει στο κλασικό πόνημά του ο Γεώργιος Γεωργαλάς (1967), «επικοινωνιακό» στέλεχος του εξόριστου κομμουνιστικού μηχανισμού το 1951-56 και του καραμανλικού παρακράτους τα αμέσως επόμενα χρόνια. Τεχνικές όπως η προληπτική επίθεση με σκοπό τον προκαθορισμό της ατζέντας, η συγκέντρωση των πυρών σ’ έναν στόχο κάθε φορά, ο συγκεντρωτισμός στην επεξεργασία και η αποκέντρωση στη διάχυση των μηνυμάτων, η επαγωγική αξιοποίηση της επικαιρότητας, οι μισές αλήθειες και η προσχεδιασμένη ανάμιξη αληθειών και ψεμάτων γνωρίζουν και σήμερα μέρες δόξας.

Το ίδιο και οι αρχές που εισήγαγε στην Ελλάδα με το εγχειρίδιό του για την «πολιτική επικοινωνία» ο καθηγητής Γιάννης Μεταξάς: «αναλογική επανεισαγωγή» (προβολή των κομμάτων μέσω παραστάσεων εκ των προτέρων ευχάριστων κι αποδεκτών), «οριακή πολιτισμική συμφωνία» (εναρμονισμός των πολιτικών μηνυμάτων με το πολιτισμικό περιβάλλον), «τεχνική ομολογία» (προσαρμογή του μηνύματος στις απαιτήσεις του προπαγανδιστικού μέσου), «καθησυχαστική ταυτότητα» (δημιουργία «αισθήματος κοινότητας» μεταξύ όσων αποφασίζουν κι εκείνων που θα υποστούν τις συνέπειες των αποφάσεων). Οταν π.χ. ο Σταύρος Θεοδωράκης διατυμπανίζει ξαφνικά τη μορφωτική ανεπάρκειά του, είναι προφανές ότι δεν το κάνει επειδή τον έπιασε μια απότομη διάθεση αποκαθήλωσης του προφίλ που έχει φιλοτεχνήσει επί μια εικοσαετία˙ οφθαλμοφανής επιδίωξή του είναι, αντίθετα, η απόσπαση της ψήφου όσων διακατέχονται από τα ίδια συμπλέγματα μειονεξίας, μέσω της ενδόμυχης ταύτισής τους με το πρόσωπό του.

Αψευδή μάρτυρα γι’ αυτή την επικοινωνιακή συνέχεια αποτελεί, τέλος, το υλικό που παραθέτουμε στις επόμενες σελίδες: ένα μικρό δείγμα από τις αφίσες, τα αεροπανό και τα περίπτερα των μεγάλων (κυρίως) κομμάτων κατά τις εκλογικές αναμετρήσεις της τελευταίας δεκαετίας.

 

1 - 56 - 7*ΜΑΖΙ. Απλώς περιττή την εποχή του κόμματος μαζών της μεταπολίτευσης, όταν ο πολιτικά ενεργός πληθυσμός μετείχε (ή είχε την ψευδαίσθηση ότι μετέχει) στη χάραξη κι εφαρμογή της κομματικής στρατηγικής, η επικοινωνιακή διακήρυξη της συμπόρευσης εκπροσώπου και ψηφοφόρων αποτελεί έναν από τους προσφιλέστερους κοινούς τόπους στους σημερινούς καιρούς της πολιτικής ανάθεσης. Στις βουλευτικές εκλογές του 2007 το σύνθημα «Μαζί» επιστρατεύθηκε έτσι ταυτόχρονα από τους δυο βασικούς μονομάχους (1-2), αλλά κι από πρωτοκλασάτα στελέχη κάθε απόχρωσης (3-4). Προσφιλές σε υποψήφιους δημοτικούς άρχοντες (5-6), μπορεί κατ’ εξαίρεση να υποδηλώνει και πραγματικές συμπράξεις – όχι απαραίτητα ευτυχέστερες από τις πλασματικές (7).

 

8 - 9

* ΜΠΟΡΕΙ. Η διαβεβαίωση της ικανότητας του υποψηφίου να τα βγάλει πέρα με το τιτάνιο έργο που τον περιμένει ως εκλεγμένο ηγέτη αναδείχθηκε σε κεντρικό σύνθημα του Γιάννη Μπουτάρη κατά την άκαρπη κάθοδό του το 2006 (8). Ευρύτερα αγαπητό σε διάφορες παραλλαγές (9), το σχετικό σύνθημα αποπνέει ωστόσο μοιραία την αίσθηση πως υπονοεί ό,τι ακριβώς επιχειρεί να διαψεύσει (10). Για την υπέρβαση αυτού του μειονεκτήματος, το αμφιλεγόμενο δίπολο σημαίνοντος και σημαινομένου μεταφέρεται έτσι συμβολικά από το πρόσωπο του ηγέτη σ’ εκείνο του κοινού που καλείται να τον ψηφίσει: της πόλης (11), της χώρας (12) ή του λαού (13).

10 - 12

13

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

14 - 15*ΕΥΘΥΝΗ. Η διακυβέρνηση μιας χώρας, ή έστω ενός δήμου, δεν είναι παίξε-γέλασε. Οσο κι αν τα φαινόμενα απατούν, ο πραγματικός ηγέτης οφείλει να διαθέτει την απαραίτητη επιβολή και, προπαντός, αίσθημα ευθύνης απέναντι στον λαό και τη χώρα (14). Εν ανάγκη, να υπενθυμίζει με τη δέουσα σοβαρότητα στο εκλογικό σώμα τα πραγματικά του καθήκοντα (15).

 

 

 

 

16 - 17* ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ. Ο σοβαρός ηγέτης δεν αναλώνεται σε λεπτομερείς υποσχέσεις. Τα μετρημένα λόγια αποπνέουν μιαν εικόνα σοβαρότητας κι επαγγελματισμού, σε μια εποχή που η κατάχρηση των λεκτικών σχημάτων από την πολιτική διαφήμιση προκαλεί στο κοινό τάσεις εξάντλησης. Πάνω απ’ όλα, η απουσία αναλυτικών προεκλογικών διακηρύξεων μετατρέπει την ψήφο σε εν λευκώ έγκριση προσώπων κι όχι πολιτικής: κανείς δεν θα κληθεί να δώσει λογαριασμό για πράγματα που είπε και δεν έκανε, ή γιατί έκανε το αντίθετο απ’ όσα είχε εξαγγείλει (16-17).

 

18 - 19* ΤΑΔΕ ΕΦΗ. Εν ανάγκη, το πολιτικό πρόγραμμα μπορεί να υποκατασταθεί από τα σοφά -ή λιγότερο σοφά- λόγια μεγάλων ανδρών του παρελθόντος, η παράθεση των οποίων πιστοποιεί απλώς μια σχολικού τύπου ευρυμάθεια του οικείου διαφημιστή. Εκτός από την κάλυψη του κενού, μπορεί επιπλέον να νομιμοποιεί ρατσιστικές χοντράδες με το πρόσχημα της αναπαραγωγής κάποιων ρήσεων που διατυπώθηκαν πριν από χιλιάδες χρόνια, σε εποχές θεσμοποιημένης δουλοκτησίας: «Είναι φυσικό να κυβερνούν οι Ελληνες τους βαρβάρους, και όχι οι βάρβαροι τους Ελληνες», διακηρύσσει λ.χ. διά στόματος του ευριπιδικού Σωκράτη ένας φετινός υποψήφιος δήμαρχος Χαλανδρίου (18). Στην περίπτωση των κατά φαντασίαν «συνεχιστών του Καποδίστρια», εν έτει 2009, αρκούσε πάλι η αναπαραγωγή του γνωστού χαλκευμένου ρητού του Ισοκράτη, περί «Δημοκρατίας που αυτοκαταστρέφεται» λόγω «ασέβειας», «αναρχίας» και «ανομίας» (19).

 

20 - 2122 - 25* Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΑΣ. «Ο δήμαρχός μας» είναι έτσι κι αλλιώς σταθερή αξία, ιδίως όταν διαχειρίζεται το δημόσιο χρήμα με τη δέουσα γαλαντομία προς τους ημετέρους (20). Σε κάθε περίπτωση, ο ηγέτης πρέπει να διαθέτει μεγάλη καρδιά κι αισιοδοξία (21), να είναι αδέκαστος (22), ν’ αποτίει τον δέοντα σεβασμό στα εθνικά σύμβολα (23), ακόμη και στη χουλιγκάνικη εκδοχή τους, όπως δίδαξε το 2012 η Ντόρα Μπακογιάννη (24), να ενσαρκώνει αυτοπροσώπως την έννοια της πατρίδας (26). Ακόμη κι ένα εθνικό σύμβολο δεν έχει πάντως εκ των προτέρων εξασφαλισμένη την επιτυχία, ρε γαμώτο… (25).

 

………………………………………..

 

Αποχή πολλών ταχυτήτων

 

2 - 34 - 5 - 6Σε κάθε προεκλογική περίοδο, μια ιδιόμορφη καμπάνια διεξάγεται παράλληλα προς εκείνες των υποψηφίων και των κομμάτων τους: η προσπάθεια να πειστεί ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος υπέρ της αποχής. Η πιο παραδοσιακή αντιεκλογική κινητοποίηση προέρχεται από τον αντιεξουσιαστικό χώρο κι εκφράζεται συνήθως με αξιωματικές αποφάνσεις (1), ενίοτε εκλαϊκευμένες με τρόπο που καθιστά δυσδιάγνωστο το ιδεολογικό πρόσημό τους (2). Σε άλλες περιπτώσεις, η άρνηση συμμετοχής αφορά επιλεκτικά και μόνο τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (3). Ο αντίλογος εντός των κινηματικών τειχών διατυπώνεται με προσφυγή στην ίδια αξιακή κλίμακα και έμφαση στην ανάγκη αντανάκλασης των αγώνων της περιόδου στον τελικό συσχετισμό της κάλπης (4). Ιδιαίτερα έντονη προσπάθεια κατέβαλε επ’ αυτού ο ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές του 2009, ως αντίβαρο στην καμπάνια των ΜΜΕ υπέρ της «παραλίας» αλλά και της αυθεντικής ροπής της «γενιάς του Δεκέμβρη» προς εξωθεσμικές αποκλειστικά παρεμβάσεις (5). Ασαφές παραμένει, αντίθετα, αν το αντίστοιχο προκλητικό αυτοκόλλητο του 2012 αντιπροσώπευε αυθεντική επιλογή συνοδοιπορίας ή συνειδητή προβοκάτσια (6).

 

…………………………………………

 

Διαβάστε

 

* Γεώργιος Γεωργαλάς, «Η προπαγάνδα. Μεθοδική και τεχνική της αγωγής των μαζών» (Αθήναι 1967). Αναλυτικό εγχειρίδιο ενός επικοινωνιακού στελέχους παλιάς κοπής που πέρασε από τις σχολές προπαγάνδας του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην υπηρεσία του καραμανλικού παρακράτους κι εν συνεχεία της χούντας, για να εξελιχθεί αργότερα σε συνεργάτη του Πάνου Καμμένου. Η ακραία αντικομμουνιστική στράτευση του βιβλίου πλαισιώνεται από μια τεχνική ανάλυση των προπαγανδιστικών μεθόδων, ως «αναγκαίου όπλου» των δυτικών δημοκρατιών κατά του εσωτερικού εχθρού.

 

* Αναστάσιος-Ιωάννης Μεταξάς, «Πολιτική επικοινωνία» (Αθήνα 1976, εκδ. Ολκός). Το «ιδρυτικό» πανεπιστημιακό σύγγραμμα του κλάδου στην εγχώρια βιβλιογραφία, από έναν πάλαι ποτέ δημοφιλή πανεπιστημιακό, η καριέρα του οποίου υπέστη σημαντικό πλήγμα από τη σύνδεσή του με το σκάνδαλο Κοσκωτά. Σκιαγράφηση των βασικών τρικ επηρεασμού της κοινής γνώμης και της αλληλεπίδρασής τους με την κοινωνική πραγματικότητα.

 

* Βασίλης Βαμβακάς, «Εκλογές και επικοινωνία στη Μεταπολίτευση. Πολιτικότητα και θέαμα» (Αθήνα 2006, εκδ. Σαββάλας). Διεισδυτική μελέτη των μεθόδων επηρεασμού του εκλογικού σώματος από κόμματα και υποψηφίους μεταξύ 1974 και 2000. Επισήμανση της δομικής τομής του 1989-1993, με την αντικατάσταση της αφίσας και της συγκέντρωσης από το τηλεοπτικό σποτ, ως βασικό εργαλείο προεκλογικής καμπάνιας.

 

ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς [email protected]

 

Scroll to top