17/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ο Μάικ Λι δεν… ζωγραφίζει στο «Mr. Turner»

Μια δεκαπενταετία μετά το «Topsy-Turvy» για τους Γκίλμπερτ και Σάλιβαν, ο Μάικ Λι καταπιάνεται και πάλι σε μια ταινία εποχής με μια πραγματική φυσιογνωμία. Τον διασημότερο Βρετανό ζωγράφο. Τα αποτελέσματα είναι πολύ διαφορετικά και λιγότερο καθηλωτικά.
      Pin It

Μια δεκαπενταετία μετά το «Topsy-Turvy» για τους Γκίλμπερτ και Σάλιβαν, ο Μάικ Λι καταπιάνεται και πάλι σε μια ταινία εποχής με μια πραγματική φυσιογνωμία. Τον διασημότερο Βρετανό ζωγράφο. Τα αποτελέσματα είναι πολύ διαφορετικά και λιγότερο καθηλωτικά

 

Tης Λήδας Γαλανού

 

 Ο ΤΙΜΟΘΙ ΣΠΟΛ ΣΤΟΝ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΤΕΡΝΕΡΣτις αρχές του 19ου αιώνα, ο Γουίλιαμ Τέρνερ είναι ο διασημότερος Βρετανός ζωγράφος, τίτλο που κρατά ώς σήμερα. Επιτυχημένος, πλούσιος κι αναγνωρισμένος, για τις θαλασσογραφίες του αλλά κυρίως για τα βήματα προς την αφηρημένη τέχνη και τον ιμπρεσιονισμό, είναι ένας άνθρωπος εκκεντρικός, που μουγκρίζει αντί να μιλά, αγαπά με τρυφερότητα μόνο τον πατέρα του κι ανταποκρίνεται στους γύρω του και στις κοινωνικές επιταγές με αγριότητα, με ενστικτώδη απόρριψη.

 

Το πορτρέτο αυτού του καλλιτέχνη αποφασίζει να μελετήσει στη νέα του ταινία, «Μr. Turner», ο Μάικ Λι και μαζί, φυσικά, να μιλήσει για τους δικούς του καλλιτεχνικούς προβληματισμούς. Ξεδιπλώνοντας την προσωπικότητα και τη ζωή του Τέρνερ, ο Λι συζητά για τη σημασία και τον λόγο ύπαρξης της τέχνης, για τη χυδαιότητα της εκμετάλλευσής της, για την κριτική και τους ίδιους τους δημιουργούς της.

 

Ανθρωπος παράξενος και δυσπρόσιτος, ο Τέρνερ συνδέει στους βρυχηθμούς και τους καμβάδες του δύο άκρα: αγροίκος, τραχύς, άντρας της σάρκας και της ζωώδους παρόρμησης, κατάφερε στην τέχνη του να αποκωδικοποιήσει τη φύση, το φως, τις αισθήσεις που αυτά προκαλούν, με θεία διορατικότητα, μοναδική λεπτότητα και ακρίβεια.

 

Εκτός από αυτήν την αντίθεση, ο Μάικ Λι εμπνέεται κι από άλλες αφορμές, για να μιλήσει για θέματα που αφορούν τον ίδιο: το πώς η τέχνη πρέπει να προσφέρεται ελεύθερα στο κοινό κι όχι να γίνεται πηγή κέρδους για μεσολαβητές ή καλλιτέχνες, το πώς όσοι αξιολογούν τα έργα τέχνης, οι κριτικοί, οφείλουν να τα αντιμετωπίζουν με τρυφερότητα και προθυμία: «ο κυνισμός δεν έχει θέση στην τέχνη», θα πει μέσα από το στόμα ενός ήρωά του και, στην προβολή γεμάτη δημοσιογράφους απ’ όλον τον κόσμο, ακούστηκε το σχετικό σούσουρο ενδοσκόπησης.

 

Γυρισμένη, όπως πάντα, χωρίς αρχικό σενάριο, αφού αυτό διαμορφώθηκε στις 6μηνες πρόβες, η νέα ταινία του Μάικ Λι, ωστόσο, με μια αδικαιολόγητη διάρκεια δυόμισι ωρών, χάνει τη φυσικότητα και τον ρεαλισμό του σκηνοθέτη κι αποκτά μια επιτήδευση, μια πόζα και μια υπερβολή, που αγγίζουν το γκροτέσκο. Ολόκληρο το καστ, με επικεφαλής τον Τίμοθι Σπολ, ακολουθεί την ίδια οδηγία, με φωνές που ανεβάζουν τα ντεσιμπέλ στο κόκκινο, συχνά ξεσπάσματα υστερίας κι ένα χιούμορ αταίριαστα χοντροκομμένο. Κυρίως, η ταινία είναι φτωχή σε συναίσθημα, μια αρετή που χαρακτηρίζει το σινεμά του Μάικ Λι: μπροστά σ’ έναν ήρωα που βράζει από εσωτερικές συγκρούσεις, ο θεατής παραμένει να παρακολουθεί ανέπαφος, ψυχρός.

 

Η πρόθεση του Μάικ Λι, όπως ο ίδιος εξήγησε, ήταν το ακριβώς αντίθετο: να παρουσιάσει ανθρώπους που δεν δείλιασαν να κομματιαστούν, να τεμαχίσουν την ιδιοσυγκρασία τους, να εξωθηθούν στα άκρα για το καλλιτεχνικό τους όραμα. «Εκείνο που μ’ ενδιέφερε περισσότερο στο “Mr. Turner”,» είπε ο Μάικ Λι, «ήταν να μελετήσω έναν άνθρωπο που, όσο ακόμα ζούσε, έφτασε να γίνει πολύ διάσημος, πολύ πλούσιος, πολύ διακεκριμένος καλλιτέχνης, αλλά και πάλι υπέφερε. Ηταν ένας ζωγράφος, που δοξάστηκε και ταυτόχρονα διασύρθηκε, που βασανίστηκε όσο οι άποροι και άσημοι συνάδελφοί του, μόνο και μόνο γιατί υπήρξε τόσο απόλυτα αφοσιωμένος στην τέχνη του που δεν είχε εναλλακτική από την εσωτερική αναζήτηση». Κι όσο όμορφο ακούγεται αυτό, δυστυχώς το «Mr. Turner» δεν μας το μετέδωσε. Χωρίς κανέναν κυνισμό.

 

Scroll to top