ΒΙΤΟΛΝΤ ΓΚΟΜΠΡΟΒΙΤΣ
«Οι συνεντεύξεις του Γκόμπροβιτς»
Συνομιλίες με τον Ντομινίκ ντε Ρου.
Μετάφραση: Θεόφιλος Τραμπούλης, Πατάκης, 2014, σελ. 393 ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ 23 Μαΐου
«Ούτε τη ζωή μου γνωρίζω, ούτε το έργο μου. Σέρνω
το παρελθόν πίσω μου σαν σκονισμένη ουρά κομήτη [...]»
(σελ. 11)
Του Ακη Παπαντώνη
To 1967, ο Γάλλος εκδότης Πιέρ Μπελφόντ αποδελτίωνε μια σειρά απομαγνητοφωνημένων συνεντεύξεων διάσημων εικαστικών και συγγραφέων. Τότε ήταν που αποφάσισε να αφιερώσει έναν εκ των τόμων στον Βίτολντ Γκόμπροβιτς, ο οποίος είχε λάβει μόλις το τιμητικό Prix International des Éditeurs. Ο Μπελφόντ ανέθεσε το έργο στον νεαρό Ντομινίκ ντε Ρου, ο οποίος με τη σειρά του χρειάστηκε να επισκεφθεί τον Πολωνό συγγραφέα πολλές φορές στο σπίτι του στη νότια Γαλλία, πριν ολοκληρωθεί το εγχείρημα. Ο Γκόμπροβιτς μάλιστα, καθώς υπέφερε από κρίσεις άσθματος και αδυνατούσε να συμμετέχει σε ερωταπαντήσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα, αρχικά αρνήθηκε. Σε αυτό έπαιξε ρόλο και το γεγονός πως, παρά την πρόσφατη βράβευσή του, το έργο (και η περσόνα) του παρέμενε παρεξηγημένο και, εν πολλοίς, δυσερμήνευτο για το ευρωπαϊκό αναγνωστικό κοινό. Τελικά, Ντε Ρου και Γκόμπροβιτς συμφώνησαν να λάβουν χώρα οι συνεντεύξεις εξ ολοκλήρου στα πολωνικά, με βάση ερωτήσεις για τις οποίες θα συναποφάσιζαν εκ των προτέρων.
O Γκόμπροβιτς, λοιπόν, ξετυλίγει το νήμα της ζωής του με λογική συνέχεια και συνέπεια. Στα έντεκα κεφάλαια του βιβλίου —έντεκα επισκέψεις του Ντε Ρου στο σπίτι του Πολωνού συγγραφέα— η αφήγηση, διότι περί αφήγησης πρόκειται, μιας συναρπαστικής, ρέουσας, καθόλου μετριοπαθούς ή ταπεινής αφήγησης, ξεκινά από τα παιδικά του χρόνια, την εύπορη οικογένειά του, τα χωράφια τους στο σύνορο με τη Λιθουανία: μικρά σπαράγματα μνήμης, άλλοτε τρυφερής, εξωραϊσμένης, άλλοτε σκληρής, διαδέχονται το ένα το άλλο σε μια συνειρμική βύθιση σε παρελθόντα χρόνο. Ανάμεσα σε αυτά γίνεται και η πρώτη μνεία στις συγγραφικές του απόπειρες —η αναφορά στο πρώτο του βιβλίο, μια συλλογή διηγημάτων, το οποίο αποκηρύσσει και αποθεώνει ταυτόχρονα σε, μόλις, δυο-τρεις αράδες. Από τα λόγια του δεν λείπουν —και πώς θα μπορούσε άλλωστε— οι αναφορές αφενός στο τι σημαίνει να είσαι συγγραφέας, αφετέρου στις σεισμογενείς πολιτικές εξελίξεις που αποτέλεσαν τον καμβά της ζωής του. Ακόμα όμως κι αν ο Γκόμπροβιτς αποφάσιζε να μην πει κουβέντα για όλα αυτά, μια του φράση τα συνοψίζει όλα με τρόπο καθηλωτικό: «Η ζωή κυλούσε αργά, διακεκομμένη, κατηφής, μακριά από την πολιτική και τις ιδεολογίες. Μόνος. Σε απομόνωση. Κρυφά. Στο πλάι. Κρυμμένος» (σελ. 28-29).
Τα περισσότερα από τα κεφάλαια-συνεντεύξεις του βιβλίου φέρουν τίτλους των βιβλίων του Γκόμπροβιτς: «Υβόννη», «Φερντυντούρκε», «Κόσμος», «Ημερολόγιο», «Πορνογραφία» κ.ο.κ., και σε αυτά ο Γκόμπροβιτς, πριν από οτιδήποτε άλλο, αναλαμβάνει να υπερασπιστεί το έργο του, να φωνάξει πόσο παρεξηγημένο ήταν (και παρέμενε κατά τον χρόνο των συνεντεύξεων), να καταφερθεί εναντίον κριτικών και συγγραφέων. Χαρακτηριστικά, αναφερόμενος στην πρόσληψη του πρώτου βιβλίου του λέει: «[...] η χειρότερη πνευματική και καλλιτεχνική αλητεία της Βαρσοβίας —καλλιεργημένες κουτσομπόλες, πιόνια, “επαΐοντες”, σοφιστές και “φύλακες των αξιών”, που πληρώνονταν όλοι μια δεκάρα την αράδα— με στόλισε με βιαστικές, επιφανειακές, προστατευτικές και μάλλον ηλίθιες κρίσεις. Ημουν ο ασθενής και δεν μπορούσα να κάνω τίποτε. [...] Οι εφημερίδες κατήγγελλαν την ανωριμότητά μου. “Τον έγδαραν ζωντανό τον Βίτολντ” έλεγαν στεναχωρημένοι στην οικογένειά μου» (σ. 39).
Ομοίως ο Γκόμπροβιτς, με αφορμή τον τρόπο με τον οποίο δομεί το σύμπαν των βιβλίων του και κινεί τους ήρωες εντός του, διατυπώνει —ξανά χωρίς ίχνος μετριοπάθειας— μια σειρά από απόψεις, περί ηθικής, αισθητικής, πολιτικής, περί ζωής ή θανάτου. Για παράδειγμα λέει πως: «Η εποχή μας είναι γεμάτη στιγμές όπου η ηθική βιώνει παράδοξες κακοτυχίες. Ο χασάπης επιστρέφει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης, χαϊδεύει τρυφερά τον σκύλο του και ακούει τα αηδόνια, ενώ η σύζυγός του τοποθετεί αθώα στη λάμπα ένα αμπαζούρ φτιαγμένο από ανθρώπινο δέρμα. Είναι άραγε τέρατα από ηθική άποψη; Οχι, δεν είναι τόσο απλό» (σελ. 93) ή πως: «Ας αλλάξουμε ελαφρά την οπτική μας γωνία κι ας σκεφτούμε: Οχι, ο θάνατος δεν έχει τίποτε δραματικό, έχουμε προσαρμοστεί στον θάνατο από τη στιγμή της γέννησής μας» (σελ. 101).
Συνολικά, ο Γκόμπροβιτς αντιμετωπίζει αυτή τη σειρά συνεντεύξεων όπως ακριβώς και τα λογοτεχνικά του δημιουργήματα: χτίζει έναν κόσμο τον οποίο ελέγχει απόλυτα, αφηγείται ελκυστικά, ειρωνεύεται, αστειεύεται, φιλοσοφεί ή απογοητεύεται, πάντα με γλώσσα κοφτερή και ζέουσα. Αλλωστε, κατά τον ίδιο, «[...] η σύγχρονη λογοτεχνία είναι αυτή που λέει τα πράγματα με το όνομά τους» (σελ. 159).