19/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Κοκκινοσκουφίτσα – Το πρώτο αίμα», Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών

Το τέλος του παραμυθιού και του θεάτρου

Η παράσταση της Κιτσοπούλου σε αφήνει με μια περίεργη μείξη ευφορίας και θλίψης, μελαγχολίας και ανακούφισης. Πλατσουρίζει στα απόνερα της εφηβείας. Παίζει με την κρυμμένη μας παιδικότητα. Και έχει και τις ερμηνείες της χρονιάς.
      Pin It

Η παράσταση της Κιτσοπούλου σε αφήνει με μια περίεργη μείξη ευφορίας και θλίψης, μελαγχολίας και ανακούφισης. Πλατσουρίζει στα απόνερα της εφηβείας. Παίζει με την κρυμμένη μας παιδικότητα. Και έχει και τις ερμηνείες της χρονιάς

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Και γιατί παρακαλώ η Κοκκινοσκουφίτσα; Από όλα τα παραμύθια (τα εντελώς πια ξεχαρβαλωμένα από την αλλεπάλληλη δόμηση και αποδόμηση των περασμένων δεκαετιών, τη σοφιστικέ καχυποψία και τη σεξιστική προκατάληψη), η μικρούλα που περπατά στο δάσος, κουβαλώντας την αφέλεια και την ψευδαίσθηση του ακίνδυνου δάσους, επιλέγεται από τη Λένα Κιτσοπούλου σαν θέμα για μια κατά μέτωπον επίθεση στην καλοβαλμένη μας ενηλικίωση. Είναι για μας το τέλος των ψευδαισθήσεων και των ψεμάτων. Το τέλος των παραμυθιών και της παρηγοριάς τους. Είναι η αρχή ενός ενήλικου κόσμου που δεν γνωρίζει άλλο τρόπο να δείξει την απόγνωσή του από το εθελούσιο κλείσιμό του στα σχήματα της ρουτίνας, την επανάληψη της σταθερότητας, την καθήλωση της ωριμότητας.

 

Είναι πολύ σημαντικά όλα αυτά. Οχι όμως τόσο σημαντικά όσο αυτό που νιώθουμε στο τέλος της παράστασης στη Στέγη: ανατριχίλα, μαζί με μια περίεργη μείξη ευφορίας και θλίψης, μελαγχολίας και ανακούφισης. Πώς αυτό; Για την παρωδία και τη διάλυση του μύθου στα σύγχρονα δεδομένα δεν υπάρχει καν λόγος. Γίνεται έξοχα πια από την ίδια την Ντίσνεϊ. Το γέλιο είναι βέβαια άφθονο, αλλά μοιάζει κάπως επιπόλαιο, αν το σκεφτεί κανείς μετά. Και όσο για τη θλίψη της διαπίστωσης πως η ζωή μας ακολουθεί πάνω-κάτω το ίδιο περίγραμμα, τα ίδια κλισέ, κανείς δεν μπορεί να πει ότι την αισθάνεται για πρώτη φορά στο ελληνικό θέατρο.

 

Το ενδιαφέρον βρίσκεται πιστεύω αλλού. Κατ’ αρχάς, δεν είναι μόνο το τέλος του μύθου, αλλά και το τέλος για το θέατρο ως πρόσχημα μιας άλλης ζωής. Αν το πολυεξετάσει κανείς, η βαθιά μελαγχολία δεν ξεκινάει από το ότι δεν υπάρχει πια πίστη στην «Κοκκινοσκουφίτσα», αλλά από το πώς δεν υπάρχει πια προσδοκία στο θαύμα μιας τέχνης που θα μπορούσε να μας μεταφέρει την πνοή της. Η παράσταση της Κιτσοπούλου είναι μια παραβολή για το ίδιο το θέατρο και –πιθανόν– για την ίδια την τέχνη. Ο κυνισμός έχει φτάσει στο κόκαλο: κανείς δεν πιστεύει ότι γίνονται θαύματα εκτός σκηνής. Και μην πιστεύετε πως γίνονται θαύματα πάνω της.

 

Μια διάχυτη ανατριχίλα λοιπόν. Και όχι μόνο γι’ αυτό. Η Κιτσοπούλου εκφράζει τη γενιά της άοσμης, άγευστης κι άγνωρης όψιμης μεταπολίτευσης. Μια γενιά που έχει κουραστεί και που βαριέται, γενικώς και αορίστως, κυρίως γιατί γνωρίζει τους μηχανισμούς. Είναι πια πολύ υποψιασμένοι όλοι απέναντι σε όλα. Αυτή είναι τελικά η Κοκκινοσκουφίτσα, η Σταχτοπούτα ή η Χιονάτη… Πλάσματα της φαντασίας που έχουν χάσει την ικανότητα να κρύβουν τον μηχανισμό που έκανε κάποτε τον κόσμο τους αόρατο και μαγικό.

 

Ακόμα και έτσι ωστόσο υπάρχει μια αντίφαση στην παράσταση που δεν μπορεί να καλυφθεί πίσω από την επέλαση του κυνισμού. Πρόκειται για μια παράσταση για την ενηλικίωση, η οποία ασφαλώς (αν κρίνει κανείς από τις άφθονες σκατολογίες, το χοντρό χιούμορ, την άπλετη ελευθεριότητα) είναι για ενήλικους μόνο. Τότε γιατί υπάρχει διάχυτη η αίσθηση πως παρακολουθούμε ένα θέατρο που αρνείται να μεγαλώσει; Που χαίρεται να πλατσουρίζει στα απόνερα της εφηβείας; Μια παράσταση γεμάτη παιδικά αστεία, χοντράδες, δήθεν πονηράδες, με σπλάτερ στοιχεία, θέατρο που παίζει με την ίδια μας την κρυμμένη παιδικότητα. Φαίνεται πως ακόμα και αν δεν πιστεύουμε (όπως ούτε καν η ίδια) στην ιστορία αυτής της βαριεστημένης Κοκκινοσκουφίτσας, έχουμε ακόμα τη δυνατότητα και την ελευθερία να παίζουμε μαζί της.

 

Αν δεν είναι αυτό μεταμοντέρνο, τότε τι είναι; Ανάμεσα στον Σρεκ και τη Σάρα Κέιν, τον Σεφερλή και τον Ταραντίνο, η σκηνοθεσία της Κιτσοπούλου είναι το ίδιο ιδιαίτερη με τη γραφή της. Ισως ακόμα πιο ιδιαίτερη. Εχουμε και εδώ μια περίεργη ώσμωση ανάμεσα σε δυο πραγματικότητες: τη μια του «έξω κόσμου» και την άλλη, της μέσα, «θεατρικής» πραγματικότητας. Η μια διαχέεται στην άλλη, στην αρχή της παράστασης, και διαλύεται στο τέλος της.

 

Κάτι αληθινά όμως εντυπωσιακό συμβαίνει: μοιάζει η δεύτερη, «θεατρική» πραγματικότητα να κερδίζει συνεχώς έδαφος στη διάρκεια του έργου, να επιβάλλεται ολοένα, στο τέλος μάλιστα να κυριαρχεί. Η παράσταση τελειώνει χωρίς χειροκρότημα, σε μια διαρκή «στάση». Ο πυροβολισμός από τον κυνηγό, που μοιάζει στην αρχή ψεύτικος, στο φινάλε γίνεται αληθινός. Και όλος αυτός ο κυνισμός για την τέχνη, που μας συνόδευσε στη διάρκεια, σαν να εξαφανίστηκε στη μέσα μας κατάφαση, στο τέλος.

 

Σαν να νίκησε το θέατρο τον έξω κόσμο. Και αυτό που αρνείται το κείμενο, σαν να επέστρεψε με τη σκηνοθεσία και τις ερμηνείες πάνω στη σκηνή. Στο τέλος τέλος, μήπως αυτό δεν συμβαίνει τελικά; Κάποιος έφτιαξε μια πολύ ωραία παράσταση (πα’να πει, ένα νέο «παραμύθι»), πάλι με την Κοκκινοσκουφίτσα. Η Κοκκινοσκουφίτσα ξαναβγαίνει στο δάσος, μεταμοντέρνα, με πράσινο σκούφο. Και αυτή τη φορά διαβάζεται από ένα μεγάλο, κάπως απογοητευμένο, χαρισματικό κορίτσι.

 

Ετσι πείθει τους θεατές της, για μια ακόμη φορά. Αφού πρώτα έχει κατακτήσει τους ηθοποιούς της. Και να που σε μια τέτοια παράσταση βλέπουμε τις ερμηνείες της χρονιάς. Από την Ιωάννα Μαυρέα (μητέρα), την Εμιλυ Κολιανδρή (Κοκκινοσκουφίτσα). Τους Γιάννο Περλέγκα (Κυνηγό) και τον Γιάννη Κότσιφα (στον σουρεαλιστικό ρόλο του Κοκκινοσκουφίτσου!). Τη Νεφέλη Μαϊστράλη στη stand-up παράσταση της αφετηρίας. Και την ίδια την Κιτσοπούλου σε μια περιπλανώμενη ελαφρολαϊκή Σταχτοπούτα. Ανυπόκριτοι και ανεπιτήδευτοι, θρασείς, αυθάδικοι και αξιολάτρευτοι όλοι τους, συλλαμβάνουν ένα ολικό θέατρο του κολάζ και της χασμωδίας, με την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι. Με αυτό αποδίδουν το κενό, την ανία, ακόμα και τη σαχλαμάρα, με αυτό διασκεδάζουν το κοινό και το σαγηνεύουν χωρίς δόλωμα. Και τελικά διαλύονται οι ίδιοι επί σκηνής. Απέρχονται, είπαμε, χωρίς χειροκρότημα, χωρίς μια έστω τυπική επιβράβευση. Ας έχουν τη δική μας, από αυτή τη θέση.

 

Scroll to top