Οι αδελφοί Νταρντέν με πρωταγωνίστρια μια σταρ, τη Μαριόν Κοτιγιάρ, δεν έφεραν απλώς στην Κρουαζέτ μια ταινία («Δυο μέρες, μια νύχτα») που έβαλε πλώρη για Χρυσό Φοίνικα. Θίγουν κι ένα πολύ τολμηρό πολιτικό θέμα. Εχουν τα περιθώρια και την ηθική σήμερα οι εργαζόμενοι να στηρίζουν αυτούς που απολύονται ή έχουν μετατραπεί σε φοβισμένα ζώα;
ΑΠΟΣΤΟΛΗ Της Λήδας Γαλανού

Στο photocall η πρωταγωνίστρια με τους αδελφούς Νταρντέν
Το νέο φιλμ των αδελφών Νταρντέν είναι, όπως πάντα, πιστό στην κοινωνικού προσανατολισμού, απελευθερωτικά λιτή φιλμογραφία τους και, όπως πάντα, ακόμα πιο συγκινητικό και πιο επίκαιρο. Η ιστορία παρακολουθεί μια γυναίκα, τη Σαντρά, σ’ έναν αγώνα χρόνου που θα την κρατήσει μακριά από το ταμείο ανεργίας. Δουλεύει ως καθαρίστρια σε μια εταιρεία ηλιακής ενέργειας. Παρασκευή, ο διευθυντής προσωπικού κάνει ψηφοφορία ανάμεσα στους 16 συναδέλφους της: αν απολυθεί η Σαντρά, εκείνοι θα μπορέσουν να πάρουν ένα μπόνους 1.000 ευρώ. Αν παραμείνει, το budget δεν φτάνει για μπόνους. Οι συνάδελφοί της υπερψηφίζουν την απόλυσή της. Η Σαντρά έχει περιθώριο τη νύχτα της Παρασκευής και το Σαββατοκύριακο για να τους βρει από κοντά και να προσπαθήσει να τους μεταπείσει, μέχρι τη Δευτέρα που η ψηφοφορία θα επαναληφθεί, αυτή τη φορά μυστική. Εχει τη συμπαράσταση του άντρα της, αλλά εκτός από την απειλή της ανεργίας, έχει ν’ αντιμετωπίσει κι έναν παλιό εφιάλτη που επανέρχεται, την κατάθλιψη.
Το εύρημα των αδελφών Νταρντέν είναι εξαιρετικά απλό (κατά στιγμές, για την ακρίβεια, απλοϊκό, με επιλογές όπως ότι οι ακτιβιστές ακούνε ροκ ή και το ίδιο το γεγονός ότι η ηρωίδα, για να μοιάζει πραγματικά ευάλωτη, πάσχει από κατάθλιψη). Αντλεί, ωστόσο, τεράστια δύναμη από την επικαιρότητά του και τη σκληρή, αυταπόδεικτη αλήθεια που φέρνει μπροστά στα μάτια μας: η οικονομική κρίση έχει εξαθλιώσει τους ανθρώπους, τους έχει μεταμορφώσει σε φοβισμένα ζώα που αγνοούν την αλληλεγγύη και είναι έτοιμα να επιτεθούν, αν κάποιος τολμήσει να διεκδικήσει το φαγητό τους. Με κάθε συνάντηση της Σαντρά με τους συναδέλφους της, σε μια διαδρομή πόρτα με πόρτα που ακολουθεί η ταινία, ο εγωισμός, η έλλειψη της στοιχειώδους ανθρωπιάς, το γύρισμα της πλάτης χτυπούν μαχαιριές στη συνείδηση του θεατή με λίγα λόγια και χαμηλούς τόνους. Γιατί κανείς δεν γλιτώνει από την κριτική της ταινίας και, για να μάθει την τιμωρία του, αρκεί να κοιτάξει μέσα του και γύρω του.
Σεμνό, τρυφερό, εξαιρετικά συγκινητικό, το φιλμ δοκιμάζει τον συνδυασμό του μινιμαλιστικού, low budget σινεμά των Νταρντέν με τη μεγαλύτερη σύγχρονη Γαλλίδα σταρ, Μαριόν Κοτιγιάρ, όπως, σε λίγο μικρότερη κλίμακα, είχαν συνεργαστεί στο «Παιδί με το ποδήλατο» με τη Σεσίλ ντε Φρανς. Και το αποτέλεσμα είναι μεγαλειώδες: η Κοτιγιάρ, συγκλονιστική ηθοποιός. Με το ίδιο ρομαντικό, ευάλωτο, πανέμορφο πρόσωπο και με σώμα, στάση και επιφυλακτικότητα ενός ταλαιπωρημένου βιοπαλαιστή, απογειώνει την ηρωίδα και κάνει την ιστορία της ακόμα πιο διαπεραστική.
Οι Ζαν-Πιερ και Λικ Νταρντέν, με την απαστράπτουσα Μαριόν Κοτιγιάρ, μίλησαν για τη συνεργασία τους στους δημοσιογράφους. «Στην αρχή θέλαμε απλώς να δουλέψουμε με τη Μαριόν», είπε ο Λικ Νταρντέν. «Οπότε είπαμε να τη γνωρίσουμε, να της το προτείνουμε και να δούμε πώς θ’ αντιδράσει. Είχαμε τότε στο μυαλό μας περίπου αυτή την ταινία, μόνο που η ηρωίδα ήταν γιατρός σε υποβαθμισμένες γειτονιές. Τη συναντήσαμε, της λέμε θέλουμε να συνεργαστούμε, μας λέει ευχαριστώ, κι εγώ! Κολλήσαμε, συνεχίσαμε να γράφουμε το σενάριο μ’ εκείνη πια στο μυαλό κι η ηρωίδα άλλαξε κι έγινε η Σαντρά. Πήγαμε και τη βρήκαμε στο Παρίσι, την ενδιέφερε, συμφωνήσαμε. Αλλά είναι αλήθεια ότι όταν δουλεύεις με μια σπουδαία ηθοποιό που, ταυτόχρονα, είναι μια σταρ, η συνεργασία φορτίζεται από τα media. Η δική μας επιθυμία δεν ήταν, όπως λένε, να την “τσαλακώσουμε”, αλλά να τη βάλουμε μέσα στον κόσμο μας. Κι εκείνη είχε τον τρόπο να προσεγγίσει τον ρόλο. Αυτό δουλέψαμε στις πρόβες. Μια πρόκληση πνευματική και σωματική: πώς περπατάει αυτή η γυναίκα, τι φοράει, πώς κρατάει το τηλέφωνό της, την τσάντα της. Ολα τα άλλα πήραν τον δρόμο τους πανεύκολα».
Η Κοτιγιάρ μοιάζει εξίσου ευτυχής: «Πάντα ονειρευόμουν μια περιπέτεια με έναν ή περισσότερους σκηνοθέτες, που θα με πάνε στις πιο βαθιές λεπτομέρειες. Και πάντα ένιωθα ότι στο σινεμά των Νταρντέν γίνεται τεράστια δουλειά για να επιτύχουν αυτό που καταφέρνουν. Αυτό με συγκινεί στις ταινίες τους κι ως θεατή, γιατί τις έχω δει όλες και μ’ αρέσουν όλες. Μια μέρα, στην αρχή των προβών, πράγμα σπάνιο, μιλούσαν για τους θεατές. Και γυρίζουν σε μας και μας λένε, εμείς μιλάμε πολύ για τους θεατές. Οι Νταρντέν κάνουν το σινεμά τους για το κοινό. Κι έτσι πάντα μας προκαλούν μια έκπληξη. Είναι ένα σινεμά που υπερβαίνει αυτό του auteur, έχει απίστευτο πλούτο, παρότι επιμένει στον ρεαλισμό. Η αγαπημένη μου ταινία τους είναι ο «Γιος». Απ’ τις πρώτες εικόνες καταλαβαίνεις ότι θέλουν να κάνουν τον θεατή να ζήσει κάτι ξεχωριστό, να τον προκαλέσουν, να τον εμπλουτίσουν, είναι ίσως η ωραιότερη κινηματογραφική εμπειρία για μένα».
Οι Νταρντέν, όπως και το κοινό, δεν βλέπουν το «Δυο μέρες, μια νύχτα» ως μια ακτιβιστική ταινία, αλλά ως ένα φιλμ που επισημαίνει το αυτονόητο: «Ομολογουμένως, ποτέ δεν χρειαστήκαμε να οργανωθούμε συνδικαλιστικά κάνοντας σινεμά. Η σύγχρονη οικονομική κρίση δεν ευνοεί την αλληλεγγύη, αλλά, ούτως ή άλλως, αυτή ποτέ δεν ήταν φυσικό δεδομένο. Ακόμα και παλιά, όταν συνέβαιναν τα σημαντικά κοινωνικά κινήματα, τη δεκαετία του ’60, όταν οι εργάτες σκέφτονταν να κάνουν απεργία, έπρεπε πρώτα να μιλήσουν με τις γυναίκες τους. Τα συνδικάτα έδιναν μεν αποζημιώσεις, αλλά ήταν αρκετά μικρότερες από τους μισθούς τους. Η αλληλεγγύη δεν είναι αυτονόητη. Χρειάζεται να τελεστεί μια πράξη ηθικής, να παρθεί μια απόφαση. Η ταινία λέει πως μια γυναίκα χωρίς σημαντική πολιτική δράση, με τη βοήθεια του άντρα της και κάποιων συναδέλφων της, κάνει μια προσπάθεια ν’ αντισταθεί. Κι αν αυτή λειτουργεί, είναι γιατί οι άνθρωποι συγκινούνται. Γιατί γνωρίζουν ότι θα μπορούσαν να βρίσκονται εκείνοι στην ίδια θέση».
Με ολόκληρο το φεστιβάλ να συζητά την ερμηνεία της Μαριόν Κοτιγιάρ και την πιθανότητα ενός δικού της μεγάλου Φοίνικα, η ηθοποιός ακούγεται γοητευτικά ψύχραιμη: «Αν πιστεύω ότι θα πάρω Φοίνικα για την ερμηνεία μου; Τι να πω, μ’ αρέσει που βρίσκομαι εδώ, μ’ αυτή την ταινία των αδελφών Νταρντέν. Τα βραβεία όταν έρχονται, τα εκτιμώ αφάνταστα, νιώθω τεράστια χαρά, σημαδεύουν την καριέρα μου. Απλώς δεν τα σκέφτομαι πριν. Εχω την τύχη να μην ελπίζω σ’ αυτά ποτέ».