Pin It

Της Μαργαρίτας Κουλεντιανού

 

Δεν συμμερίζομαι καθόλου τον χριστιανικό τρόπο με τον οποίο η Ρένα Δούρου αντέδρασε στις απαράδεκτες δηλώσεις του Θ. Πάγκαλου, για το αν είναι ωραία, αν είναι φάτσα, κι αν πρέπει να τυπώσει αφίσες με μπικίνι ή να ασχοληθεί με την ιππασία. Το «δεν χάνω την ψυχραιμία μου, δεν ασχολούμαι, προσφέρω και το άλλο μου μάγουλο για ένα ακόμα χαστούκι» είναι μια πολύ αξιοπρεπής στάση ηθικής ανωτερότητας, αλλά καθόλου πολιτική, θα έλεγα. Ο άνθρωπος που ξεπέρασε τον εαυτό του σε προκατειλημμένες διακρίσεις, για το φύλο της μιας υποψήφιας και την ηλικία του άλλου, δεν είναι άσχετος και δεν είναι ο «τρελός του χωριού». Οσο κι αν από την αρχή της πολιτικής του κατρακύλας είχε προσπαθήσει να αναλάβει αυτόν τον ρόλο με το περίφημο «μαζί τα φάγαμε», δεν έπεισε ή δεν θα έπρεπε να έχει πείσει. Δεν είναι τυχαίος και δεν είναι ανεύθυνος. Είναι ο υπ' αριθμόν δύο της κυβέρνησης που μας οδήγησε στο χειρότερο αδιέξοδο της σύγχρονης ιστορίας μας. Κανονικά, ο μόνος λόγος που θα έπρεπε να αρθρώνει θα ήταν η απολογία του.

 

Η υπερβολική ανεκτικότητα των Ελλήνων ψηφοφόρων έχει επιτρέψει να λέγονται -κυρίως προεκλογικά- ένα σωρό ασυναρτησίες από τους Ελληνες πολιτικούς χρόνια τώρα, πολύ περισσότερο στην προεκλογική αυτή περίοδο όπου οι κρατούντες ούτε λίγο ούτε πολύ παλεύουν μόνο και μόνο για να κρατηθούν στην εξουσία. Μόλις πριν λίγες μέρες ο -και υπουργός Υγείας- Αδωνις Γεωργιάδης κάλεσε τους ψηφοφόρους να ψηφίσουν ή Ν.Δ. ή ΠΑΣΟΚ. Και οι δύο επιλογές δεκτές, σε μια ακραία επίδειξη καιροσκοπισμού που δεν άκουσα να χαρακτηρίζεται απαράδεκτη. Υπάρχει μια εσφαλμένη αντίληψη ότι στη Δημοκρατία μπορείς να λες ό,τι θέλεις, ακόμα κι αν αυτό είναι ψεύτικο, παραπλανητικό, αμοραλιστικό. Ετσι ο καθένας μπορεί να μιλάει για success story, για ραγδαία ανάπτυξη, για τέλος στα μέτρα και στα μνημόνια, για ποτάμια και για γεφύρια. Μπορεί να κάνει παραπλανητικές εκτιμήσεις, να κρύβει σημαντικές πληροφορίες, να παρερμηνεύει στοιχεία. Μπορεί να εκβιάζει και να τρομοκρατεί.

 

Μπορεί να αρνείται τον διάλογο με τους αντιπάλους του, να ευτελίζει τις προτάσεις τους, να λασπολογεί εναντίον τους. Οταν τίποτε από όλα αυτά δεν του πετυχαίνει, μπορεί να ισχυρίζεται ότι αναλαμβάνει τις ευθύνες του και, στην ίδια φράση, να αποποιείται τις ευθύνες αυτές, φορτώνοντάς τες σε άλλους. Σε μια ευνομούμενη πολιτεία τέτοιες ενέργειες θα οδηγούσαν στην καθαίρεση ή ακόμη και στον εξοστρακισμό του δράστη. Σε μας εδώ, που έχουμε ξεχειλώσει τη Δημοκρατία για να χωράει αυτά κι άλλα τόσα, τέτοιες ενέργειες συνήθως περνούν απαρατήρητες, ενίοτε μάλιστα αποβαίνουν κερδοφόρες.

 

Ομως ακόμη και σ’ αυτή την «ανεκτική» Δημοκρατία, η επίδειξη ρατσισμού και διακρίσεων κάθε είδους δεν θα έπρεπε να γίνεται ανεκτή. Δεν θα έπρεπε ο καθένας, επειδή –δυστυχώς– του δίνεται βήμα, να ανεμίζει τη σημαία των προκαταλήψεών του, και με το κοντάρι της να βαράει όποιον θεωρεί αντίπαλό του. Τους μετανάστες, τους νέους, τις γυναίκες, τους γέρους, θύματα της μισαλλοδοξίας των λίγων και της ανεκτικότητας –ή μήπως του ωχαδερφισμού;- των πολλών. Φυσικά, η ευθύνη βαραίνει τόσο αυτόν που εκφέρει τον –σεξιστικό στην περίπτωση του Πάγκαλου– λόγο, όσο και εκείνους που κάθονται και τον ακούνε. Είτε πρόκειται να τον χρησιμοποιήσουν έντεχνα για τους δικούς τους σκοπούς, είτε πρόκειται να τον προσπεράσουν με συγκαταβατικό χαμόγελο. Θα περίμενα από την κ. Δούρου και από όλες τις γυναίκες που ασχολούνται με τα κοινά, σε όλο το πολιτικό φάσμα, να καταγγείλουν αυστηρά τα σχόλια του Πάγκαλου, ενημερώνοντας ταυτόχρονα για το πού έχει οδηγήσει ιστορικά η ανεκτικότητα απέναντι στις ακρότητες του λόγου των πολιτικών και πού ακόμα μπορεί να οδηγήσει.

 

Scroll to top