22/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Αγκινάρα

     
Pin It

Του Γιώργου Σταματόπουλου

 

Κομμένα με γούστο και λεπτότητα τα αγκάθια από τις άγριες αγκινάρες, ελευθερώνουν την ήπια ομορφιά τους· τοποθετείται αυτή (η ομορφιά της αγκινάρας) στα κάρβουνα και απλώνεται στην τράπεζα του Σικυώνιου ήλιου θωπευόμενη από αύρα φιλική. Λάδι, λεμόνι και ρίγανη επιτίθενται εναντίον της· ή μήπως την προστατεύουν από τη μετάλλαξη της φύσης; Φυτικές, απολαυστικές γεύσεις λοιδορούν την «αγωνία» των υποψηφίων (και των ψηφοφόρων!). Ελιές θρούμπες και ημίσκληρη φέτα συνοδεύουν το κυρίως πιάτο, πλαισιώνουν το «βασίλειο» της γεύσης. Σε οίνο ξηρό, λευκό καθρεφτιζόμαστε. Ενα αηδόνι συνθέτει μελωδίες άρτιες. Δεν έχουν θέση σε τούτο το συμπόσιο θλιβεροί, μικρούληδες εκλογομάγειροι· εκδιώκονται κλωτσηδόν (με τρυφερότητα, προς Θεού…).

 

Συνομιλούμε με τη γεύση, με τον πολιτισμό της γνησιότητας και της χοϊκής θερμουργίας. Πιο πολλά, μπορεί να σου μεταδώσει η γεύση της αγκινάρας από οποιαδήποτε προεκλογική, τάχα υπέρ της κοινωνίας, εξαγγελία. Μου ’ρχεται στον νου ένας παππούς από τον Ακράγαντα της Σικελίας, ο λαμπρός Εμπεδοκλής: Ισθι -έλεγε- πάντα φρόνησιν έχειν και νώματος αίσαν (να ξέρεις πως όλα έχουν νόηση και συμμετοχή στη σκέψη).

 

Ο άνθρωπος που δεν εμπιστευόταν κάποιο μέλος του σώματος περισσότερο από ένα άλλο, παρά μόνο όταν αυτό το μέλος οδηγούσε στη γνώση: άλλοτε η όραση, άλλοτε η ακοή, η αφή, η γεύση, ο λόγος. Και μας παρότρυνε να μάθουμε πώς αποκαλύπτεται το κάθε πράγμα. Νόει δ’ ήι δήλον έκαστον. Βουλοκέρι έχει η ανθρωπότητα στ’ αυτιά της, λίπος στα μάτια (αγκάθια στα χέρια, πύον στη γλώσσα, πλαστικό οισοφάγο· φρίκη. Οχι;). Πέρασαν οι καιροί της σποράς και της θρέψης. Βιομήχανοι τώρα καθορίζουν τις αισθήσεις μας και την πέψη ακόμη. Τι ειρωνεία. Βιομήχανοι ήσαν, όπως τους ετυμολογεί ο μέγας σοφιστής Αντιφών, αυτοί που ήσαν επινοητικοί στο να εξασφαλίζουν τα προς το ζην, βιόσοφοι και βιοσοφιστές δηλαδή, τροφοσυλλέκτες οξυνούστατοι· ευφυείς. Πώς κατάντησε η έννοια, να’ ταν, όμως, η μόνη.

 

Μια πικρή ηδύτητα εξαπλώνεται στη στοματική κοιλότητα, διαπερνάει τη σάρκα κι εγκαθίσταται στο φως του προσώπου. ΄Ή να ’ναι ηδεία πικρότητα; Είναι αυτό, ό,τι και να ’ναι: η επικράτεια της άγριας αγκινάρας. Πόσοι, αλήθεια, Ελληνες να τη γεύονται; Πόσοι μαυρίζουν τα χέρια τους από την ωμότητά της, πόσοι ξεφωνίζουν μικρούς πόνους από την αιχμηρότητα των ακάνθων της;

 

Αγνοώντας ή περιφρονώντας όλα αυτά (βλαστικούς θεούς και δαίμονες, γεύσεις φυτικές δηλαδή) εθιζόμαστε στον θάνατο. Ελεγε ο Δημόκριτος, άλλη μεγάλη (προσωκρατική) προσωπικότητα, ότι το να ζει κανείς χωρίς φρόνηση, σύνεση και δικαιοσύνη δεν είναι κακή ζωή (ου κακώς ζην) αλλά διαρκής(!) θάνατος (πολύν χρόνον αποθνήσκειν).

 

Τρώμε την τελευταία αγκινάρα. Ανεβαίνουμε στην ταράτσα του σπιτιού. Αγναντεύουμε τον Κορινθιακό. Πόση χαμένη ομορφιά μέσα μας και γύρω μας. Πόσος διαχωρισμός των καρπών από τον άνθρωπο. Και, όμως, ο Αναξαγόρας το είχε πει: Πάντα εν πάσιν είναι: όλα υπάρχουν μέσα σε όλα.

 

gstamatopoulos@efsyn.gr