Γεννημένος στο Γκέτεμποργκ ο Αρης Φιορέτος είναι ένας σημαντικός Ευρωπαίος συγγραφέας
Ηρθε στην Αθήνα να παρουσιάσει το μυθιστόρημά του «Ο τελευταίος Ελληνας» με ήρωα μετανάστη στη Σουηδία και αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Πιστεύει, όμως, ότι η νέα γενιά που φεύγει στο εξωτερικό λόγω κρίσης είναι διαφορετική από την παλιά, πιο μορφωμένη και καταρτισμένη.
Της Παρής Σπίνου
Γεννήθηκε στη Σουηδία πριν από 53 χρόνια από πατέρα Ελληνα και μητέρα Αυστριακή, ζει στη Στοκχόλμη και στο Βερολίνο, όπου διδάσκει Λογοτεχνία και επισκέπτεται τη χώρα μας ανελλιπώς κάθε χρόνο, κυρίως για διακοπές. Ζητάει συγγνώμη για την προφορά του: «Εδώ και 30 χρόνια σπανίως μιλάω ελληνικά εκτός παραλίας», λέει γελώντας ο Αρης Φιορέτος, από τους πιο σημαντικούς συγγραφείς που έχει να επιδείξει σήμερα η Ευρώπη. Οπως, όμως φαίνεται, έχει «σπουδάσει» την ελληνική νοοτροπία: «Χαρακτηριστικό είναι ότι άλλο λες και άλλο κάνεις», τονίζει δείχνοντας τα τσιγάρα, που ανάβουν -έστω διακριτικά- σε μια γωνία του καφέ-«Ιανός», όπου ασφαλώς το κάπνισμα απαγορεύεται.
Ανάλογες εμπειρίες είχε και στο πατρικό του, στο Γκέτεμποργκ. «Ο πατέρας μου έφυγε από την Πελοπόννησο το ’51 για πολιτικούς λόγους και δεν μπορούσε να επιστρέψει, παρά μόνο μετά την πτώση της χούντας. Αυτός ο εξαναγκασμός μεταφράστηκε σε εξαναγκασμό εις βάρος των παιδιών του. Ηθελε να μας μεταδώσει τη γλώσσα και τις παραδόσεις, δεν υπήρχε, όμως, η επαφή με την πραγματικότητα της πατρίδας και δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα με δύο αγόρια στην εφηβεία. Ετσι και στη δική του περίπτωση επικράτησε το «άλλο λέω και άλλο κάνω»»…»
Ο Αρης Φιορέτος βρίσκεται για λίγες μέρες στην Αθήνα για την προβολή του νέου του βιβλίου, «Ο τελευταίος Ελληνας», ένα μυθιστόρημα με αυτοβιογραφικά στοιχεία, που αναφέρεται στην περιπέτεια της μετανάστευσης. Στο επίκεντρο βρίσκεται ο Γιάννης Γεωργιάδης, γιος Ελληνα αγρότη, πρόσφυγα από τη Μικρά Ασία, που αποφασίζει να εγκαταλείψει το μικρό μακεδονικό χωριό του στα μέσα της δεκαετίας του 1960 για να βρει τον παιδικό του έρωτα στη Σουηδία. Εκεί, αυτός ο καλοφτιαγμένος «Σουηδός Ηρακλής», που έχει πάθος και θράσος για ζωή, ανακαλύπτει τον παράδεισο: στέκεται οικονομικά στα πόδια του, σπουδάζει, ενσωματώνεται, μαθαίνει κολύμπι, ακόμα και κροκέ. Κι όταν ερωτεύεται τη Σουηδή νταντά της ελληνικής οικογένειας που τον φιλοξενεί, φτιάχνει τη δική του οικογένεια.
Ενα alter ego του Φιορέτου, ο Αντον Φλωρινός, κάνει έρευνα στο βιβλίο για τον Γιάννη Γεωργιάδη, με σκοπό να αποτελέσει μια ακόμα προσωπικότητα της «Εγκυκλοπαίδειας των Ελλήνων του Εξωτερικού». Προσεκτικά αποφεύγει το φολκλόρ και τα απλοϊκά κλισέ, και δεν πλάθει την «επιστροφή του Ζορμπά». Ο «τελευταίος Ελληνας» του δεν έχει σχέση με τους μετανάστες παλαιάς κοπής. Οπως εξηγεί ο ίδιος, «ένα πρόσωπο από το παρελθόν μού έδωσε αφορμή για το μυθιστόρημα, ένας νεαρός μετανάστης που έφτασε από την Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του ’60 στο νοσοκομείο όπου ήταν γιατρός ο πατέρας μου. Τον φιλοξενήσαμε αρκετούς μήνες και μου έκανε τρομερή εντύπωση λόγω της καταγωγής του, αλλά και της δύναμής της ψυχής του. Δεν χρειάζεται να βιώσει κανείς μια χιονοθύελλα, αρκεί μια χιονονιφάδα για να μεγαλώσει η ένταση».
«Ο ρατσισμός είναι ευρωπαϊκό φαινόμενο»
Θεωρεί ότι ο 20ός αιώνας υπήρξε ένας ελληνικός αιώνας λόγω των μεταναστευτικών ρευμάτων, που διαγράφονται στο μυθιστόρημά του μέσα από τρεις σταθμούς: τον Διωγμό του ’22, τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και τη δεκαετία του ’60.
Πώς βλέπει όμως το σημερινό φαινόμενο οι νέοι να εγκαταλείπουν την Ελλάδα, λόγω της οικονομικής κρίσης; «Υπάρχει μια βασική διαφορά. Η σύγχρονη γενιά των μεταναστών σε σύγκριση με τις παλαιότερες είναι πολύ καλύτερα καταρτισμένη, έχει άλλου είδους μόρφωση και εκπαίδευση και λόγω της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας δεν τους χαρακτηρίζεις γκασταρμπάιτερ. Πιο πολύ είναι μια γενιά που απλώς πηγαινοέρχεται. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι για τη σημερινή κατάσταση ευθύνεται η ενδιάμεση γενιά, ανάμεσα στους παλιούς και στους νέους μετανάστες, που δεν προσπάθησε όσο έπρεπε να αναμορφώσει και να χτίσει εκ νέου την Ελλάδα».
Ταυτόχρονα παραξενεύεται γιατί ενώ έχουμε μακρόχρονη ιστορία στη μετανάστευση φερόμαστε ρατσιστικά στους ξένους. «Θα έπρεπε οι Ελληνες να έχουν μεγαλύτερη κατανόηση για τα προβλήματα των μεταναστών και να μην ξεχνούν τη λέξη «φιλοξενία»», υπογραμμίζει. «Ωστόσο ο ρατσισμός είναι μια τάση που εντοπίζεται σε ολόκληρη την Ευρώπη. Εχει τις ρίζες του στους νόμους των δυνατών κρατών της κεντρικής Ευρώπης, της Γερμανίας και της Γαλλίας, που ορίζουν ότι οι μετανάστες πρέπει να επιστρέφουν στη χώρα εισόδου. Δηλαδή κυρίως στην Ελλάδα. Επομένως είναι ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα που κατάντησε ελληνικό».
Ο Αρης Φιορέτος βιώνει τις διαφορετικές του ταυτότητες χωρίς να νιώθει ότι είναι προτέρημα ή το αντίθετο σύγκρουση. «Ειναι μια βασική κατάσταση, την οποία αντιμετωπίζουν πολλοί Ευρωπαίοι, ένας νέος κόσμος που βρίσκεται σε δυσαρμονία με τις παραδοσιακές δομές. Το συγκρίνω με το κίνημα των ομοφυλοφίλων της δεκαετίας του ΄70, που είχε σύνθημα: «είμαστε παρόντες, είμαστε περήφανοι, συνηθίστε το». Ούτε προσδιορίζει την έννοια της πατρίδας με γεωγραφικούς όρους: «δεν είναι οι μελιτζάνες και οι κεφτέδες, αλλά τα μπαχαρικά μέσα σ' αυτά τα φαγητά», λέει χαρακτηριστικά.
Από το Βερολίνο παρακολουθεί και τη σύγχρονη ελληνική δημιουργία. Διαβάζει ποίηση, κυρίως όμως παρακολουθεί σινεμά: «Βλέπω μια αναδυόμενη γενιά δημιουργών, όπου ανήκουν ο Λάνθιμος και η Τσαγγάρη, που έχει ρηξικέλευθο βλέμμα και αποδομεί ψεύτικες αλήθειες και κούφιες παραδόσεις». Στην καθημερινότητά του αντιλαμβάνεται τον τρόπο που μας βλέπουν οι Γερμανοί, οι οποίοι είναι άριστοι, όπως λέει, στο να αναπαράγουν κλισέ και στερεότυπα. «Η Γερμανία έχει την προτεσταντική σκέψη του Λούθηρου, «πατάω εδώ και δεν μπορώ να βρεθώ αλλού». Πάντως η σημερινή οικονομική κρίση θυμίζει ζευγάρι που χωρίζει και κάνει ψυχανάλυση για να βρει το καλό και το κακό. Αν υπήρχαν απαντήσεις, θα ήταν απλώς ένα πρόβλημα και όχι μια βαθιά κρίση».
INFO: «Ο τελευταίος Ελληνας», εκδόσεις Καστανιώτη, μετάφραση από τα γερμανικά Κώστα Κοσμά. Παρουσιάζεται αύριο (19.00) στα Public Θεσσαλονίκης (Τσιμισκή 24). Ο Αρης Φιορέτος θα βρίσκεται στις 9/2 στο Σουηδικό Ινστιτούτο στην Αθήνα (Μητσαίων 9),σε συζήτηση για την έννοια της κρίσης (18.00).