26/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Κέικ», Εθνικό Θέατρο – Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»

Στη μέθη της συντροφικότητας

Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, αντίθετα στο ρεύμα του μηδενισμού, δεν έγραψε ένα έργο για τη δύναμη του ρατσισμού, αλλά για τη δύναμή μας να τον αντιμε­τωπίσουμε. Η παράσταση του Πέτρου Φιλιππίδη δεν είναι διόλου κακή, ειδικά όταν ο Αλβανός της ιστορίας (Λαέρτης Μαλκότσης) κάνει την είσοδό του και δίνει στο έργο ουσία και ενδιαφέρον.
      Pin It

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Υπάρχει κάτι στο «Κέικ» του Εθνικού που ευχαριστεί. Μια γλυκιά μυρωδιά οικειότητας και σεμνότητας αναδίδεται από ένα έργο που έχει φτιαχτεί με τα υλικά της ανθρώπινης κατανόησης. Πραγματικά, όπως το κέικ, το μονόπρακτο του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη σερβίρει μια «φέτα ζωής», μια ανατομία της ζωής στη μέση πολυκατοικία των απανταχού Αθηνών.

 

Σαν τέτοιο το «Κέικ» εκπληρώνει μαζί κι όλα τα θεωρήματα του κοινωνικού ρεαλισμού: είναι τοποθετημένο στη μέση της κοινής ζωής, αντιμετωπίζει το σκηνικό σαν εργαστήριο μελέτης της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Και ξεκινά από εκεί την ανάλυση της σύγκρουσης ανθρώπων, που συγκατοικούν αλλά δεν γνωρίζονται. Είναι ακόμη μια μικρο-ιστορία της πόλης, που δίνει την εντύπωση ότι αποτελεί τον καθρέφτη, αν όχι και την ενδοσκόπηση της αληθινής ζωής μας.

 

Οι ένοικοι μιας πολυκατοικίας συγκεντρώνονται στο σπίτι του διαχειριστή λόγω μιας «καταγγελίας». Κάποιος πετάει τα σκουπίδια του από το παράθυρο της «πίσω μεριάς». Οι ύποπτοι είναι τρεις: μια συγγραφέας αισθηματικών ρομάντζων. Ενας νέος που συγκατοικεί με τον αδελφό του. Και ο συνήθης Αλβανός, που αγωνίζεται μόνος του να μεγαλώσει το παιδί του.

 

Τίποτα το σημαντικό, απλοί άνθρωποι, καθημερινοί: Ο διαχειριστής έχει μια έγνοια για τον γυρισμό της κόρης του από το εξωτερικό, της φτιάχνει μάλιστα και ένα κέικ για το καλωσόρισμα. Η συγγραφέας έχει μια αύρα κωμικότητας, τουλάχιστον όσο διατηρεί μια περισπούδαστη εντύπωση της αποστολής της, και όσο σαν τη γάτα νιαουρίζει ερωτικά προς τον διαχειριστή. Εντελώς γελοία όμως δεν είναι: φαίνεται να τη διαπερνά μια ευαισθησία, κάποια αγαθή προαίρεση. Ο νέος, από την άλλη, είναι οξύθυμος, αρπάζεται εύκολα, και φανερά δεν έχει τρόπους. Ποιος θα του αρνιόταν όμως ότι διαθέτει μαζί ενθουσιασμό, παρρησία και φιλότιμο; Και τέλος είναι ο Αλβανός. Που για καλή μας τύχη, ζει στην πόλη του 2014. Παναπεί, ότι εκτός από αρκετά καλά ελληνικά, έχει πια το δικαίωμα να πηγαίνει τον γιο του –Αλέξανδρος, παρακαλώ– σε μαθήματα πάλης και να ανταποδίδει την ξένη προσβολή με μια δική του.

 

Στο διαμέρισμα του διαχειριστή θα συμβεί λοιπόν ό,τι συμβαίνει σε κάθε πάνω-κάτω συνέλευση: Θα συναντηθούν άνθρωποι, που κι αν κατοικούν ο ένας δίπλα στον άλλον, συναντιούνται τώρα για πρώτη φορά. Θα ξεκινήσουν τη συνάντηση ανόρεκτοι και τυπικοί. Θα μιλήσουν για σημαντικά και ασήμαντα θέματα. Και θα σμίξουν απρόβλεπτα πάνω σε ένα ζεστό κέικ κάπως περισσότερο σοφοί, όχι γιατί έλυσαν το μεγάλο, αλλά γιατί συνάντησαν ο ένας τον άλλον πάνω στο μικρό. Ηταν πιθανόν «μια ωραία μέρα».

 

Σε αντίθεση με το τι θα περίμενε κανείς, το «Κέικ» όχι μόνο δεν στηρίζεται σε στερεότυπα, αλλά κατά κάποιον τρόπο τα ανατρέπει. Υπάρχει ρατσισμός στο «Κέικ»; Βεβαίως και υπάρχει. Οπως υπάρχει μαζί διάκριση, καχυποψία, αδήλωτη βία. Ολα όσα κρύβονται επιμελώς σε μια κοινωνία που έχει μάθει να τοποθετεί τέτοια ζητήματα κάτω από το χαλί.

 

Είναι αυτό το πρώτο, το αρνητικό μέρος του έργου. Δεν μας εντυπωσιάζει τόσο αυτό όσο το άλλο, το μέρος που σχετίζεται με τη θετική στάση του. Γιατί τα ζητήματα αυτά στην περίπτωση του Χατζηγιαννίδη εξατμίζονται απέναντι στην ανθρώπινη προαίρεση για το καλό, τη συντροφιά και τη συμφιλίωση. Ο Χατζηγιαννίδης δεν είναι κυνικός. Σε όλα του τα έργα υπάρχει η κατάφαση στην ικανότητα της ανθρώπινης κατανόησης, του αγαθού και της συγγνώμης να γίνονται το μέσον της κάθαρσης. Και βέβαια της αγάπης. Για την κόρη, για τον γιο, για τον αδελφό. Ακόμα και για τη λογοτεχνία.

 

Το «Κέικ» δεν είναι ένα έργο για τη δύναμη του ρατσισμού, αλλά για τη δύναμή μας να τον αντιμετωπίσουμε. Η αλήθεια είναι ότι έχουμε συνηθίσει μια λογοτεχνία που μας οδηγεί συνήθως από το κέικ στα σκουπίδια. Εδώ ακολουθούμε την ακριβώς αντίθετη διαδρομή, από τα απορρίμματα της αστικής συμβίωσης στη μέθη της συντροφικότητας. Από την έξω όψη της πολυκατοικίας στην αποκάλυψη της μέσα ζωής των κατοίκων της. Στάση ουσιαστικά ανάδρομη στο ρεύμα του κυνισμού και του μηδενισμού. Γιατί να αμφιβάλλουμε λοιπόν; Ναι, σήμερα ήταν «μια ωραία μέρα».

 

Δεν είναι διόλου κακή η σκηνοθεσία του Πέτρου Φιλιππίδη, ακόμα και αν στην αρχή θέλησε να επικαλύψει το αγνό κέικ με το γλάσο του σκηνοθετισμού. Δεν φταίει άλλωστε μόνον αυτός. Οι «ένοχες» σιωπές, οι «υποψιασμένες παύσεις», τα συναπαντήματα στην είσοδο των προσώπων «που έχουν προηγούμενα» οφείλονται στο ότι ο σκηνοθέτης ένιωσε πως λείπουν στο πρώτο μισό του έργου το νεύρο και ο ρυθμός. Τα πράγματα φτιάχνουν φανερά στη συνέχεια, με την είσοδο του εξωτερικού καταλύτη, του Αγκρόν. Τότε αποκτούν θεατρικό έρεισμα, ουσία και ενδιαφέρον.

 

Το ενδιαφέρον στις ερμηνείες είναι πως οι ρόλοι δεν εμφανίζονται με την «αυλαία», αλλά αναδύονται μπροστά μας με όλα τους τα μυστικά, το παρελθόν, τις άγνωστες πτυχές τους. Ανθρωποι που ξέρουμε, που έχουμε συναντήσει. Κι όμως ποτέ δεν θα μάθουμε. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος δίνει στον ρόλο του Πέτρου την πόζα ανθρώπου που χρησιμοποιεί την ευγένεια σαν όπλο αποφυγής. Στην αρχή είναι φανερά αμήχανος πάνω στη σκηνή – τον απασχολεί κάτι που δεν γνωρίζουμε. Η Μίνα Αδαμάκη στη Σάσα βαρύνεται αρχικά με την κατηγορία της φαρσικής υπερβολής. Από πίσω όμως κρύβεται ένα παρελθόν από το οποίο ακούμε τυχαία κάποιες λεπτομέρειες: ίσως μια πρώην όμορφη της γειτονιάς, που τώρα έχει χάσει τη λάμψη της. Για τον «Μπάμπη» του Μάξιμου Μουμούρη δεν έχω αμφιβολία: η μορφή του είναι τόσο απρόβλεπτη γιατί κάτω από την επιφάνεια κρύβεται η πίεση μιας διπλής υποκρισίας: σαν δίδυμος νιώθει ότι παρενδύεται την παρενδυσία του αδελφού του. Κι όμως ο πλέον σημαντικός συντελεστής είναι ο Λαέρτης Μαλκότσης. Ο δικός του Αγκρόν είναι η πιο οικεία μας φυσιογνωμία. Φυσικός, με βάθος, με προοπτική και αλήθεια.

 

Scroll to top