27/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΝΑ ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤΙΚΟ ΘΕΑΜΑ/ΑΚΡΟΑΜΑ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

«City lives»: σκηνικός αναστοχασμός του σήμερα

Το φιλόδοξο μουσικό θέατρο του Αλέξανδρου Μούζα συγκίνησε. Επιτέλους παρακολουθήσαμε ένα καινούργιο ελληνικό σκηνικό έργο σοβαρών προθέσεων και όχι μια ακόμη αρχαιόπληκτη υποστροφή, έστω κι αν ενίοτε έτεινε προς το κοινότοπο.
      Pin It

Του Γιάννη Σβώλου

 

Αλέξανδρος Μούζας: “City lives” σε πρώτη παγκόσμια παρουσίαση (Photo: Ακριβιάδης)

Αλέξανδρος Μούζας: “City lives” σε πρώτη παγκόσμια παρουσίαση (Photo: Ακριβιάδης)

Τις προάλλες παρακολουθήσαμε στην αίθουσα «Νίκος Σκαλκώτας» ένα ασυνήθιστο κομμάτι μουσικού θεάτρου του είδους που πολύ δύσκολα θα παρουσίαζε παλαιότερα το Μέγαρο (9-10/5/2014). Ηταν το «City lives» («Ζωές της πόλης») του Αλέξανδρου Μούζα, γραμμένο για τέσσερις φωνές, ενόργανο σύνολο και ηλεκτρονικούς ήχους. Το όλο λειτούργησε ως σύγχρονο οπτικοακουστικό θέαμα/ακρόαμα, εμπλουτισμένο από δραματουργικά ενσωματωμένες πολυμεσικές εφαρμογές (Video art, animation, ψηφιακή ζωγραφική). Το παρουσίασαν οι υψίφωνοι Μυρσίνη Μαργαρίτη και Αρτεμις Μπόγρη, η μεσόφωνος Μαρία Βλαχοπούλου και ο βαθύφωνος Τάσος Αποστόλου, 14 μουσικοί του Ergon Ensemble υπό τον Ανδρέα Τσελίκα και ο συνθέτης στον συγχρονισμό του ηλεκτρονικού ηχητικού μέρους.

 

Αρχής γενομένης από τον τίτλο, που θύμιζε αναπόδραστα το κατά δύο δεκαετίες παλαιότερο, διαφορετικών στόχων «City life» του Στιβ Ράιχ (1995), το «City lives» πρόβαλε ως μακρινός επίγονος παλαιότερων ιστορικών έργων συγγενούς χαρακτήρα, από τη μεγαλειώδη «Συμφωνία μιας μεγαλούπολης» (1927) του Ρούτμαν ώς το σουρεαλιστικό «Κογιαανισκάτσι» των Γκλας/Ρέτζιο (1982). Το λιμπρέτο έγραψε ο συνθέτης, συνοψίζοντας βασικές ιδέες στοχαστών και διανοουμένων της νέας εποχής: των κοινωνιολόγων Μανουέλ Καστέλς, Γκέοργκ Ζίμελ, του φιλοσόφου Χέρμπερτ ΜακΛούαν, του ανθρωπολόγου Μαρκ Οζέ κ.ά.

 

Παγκόσμιο χωριό, Network Society, Meta-City, ασύγχρονη κοινωνία, δίκτυα, κόμβοι, ροές αποτέλεσαν πεδία δημιουργικού μουσικοθεατρικού σχολιασμού επάνω στην ολιστική θεώρηση της στρωματογραφίας της δυστοπικής σύγχρονης ζωής. Ως φορέα της φιλόδοξης διαπραγμάτευσης αυτών των αναφορών υιοθέτησε ο Μούζας μια απερίφραστα πολυσυλλεκτική/υβριδική (λέγε: μεταμοντέρνα) μουσική γλώσσα: μεσοπολεμικός μοντερνισμός, αμερικανικός μινιμαλισμός, ακούσματα χρηστικών μουσικών, παρωδία, κινηματογραφικό soundtrack. Δεσπόζων άξονας ήταν η δεδομένη –πλέον, όμως, και οριακά τετριμμένη– στρατηγική της συστηματικής υπονόμευσης του παραδοσιακά «ωραίου» και «υψηλού», τυπική λύση/καταφύγιο της σύγχρονης τέχνης στην συνεχή αναζήτηση έκφρασης που να μην έχει «απορροφηθεί» στο αδηφάγο, αγοραίο λεξιλόγιο της καταναλωτικής επιταγής και του life-style.

 

Το συνολικό αποτέλεσμα συγκίνησε αλλ’ ενίοτε πρόβαλλε και ριψοκίνδυνα ασταθές, τείνοντας προς το κοινότοπο, κυρίως διότι μουσικά δεν ήταν αρκετά ανθεκτικό για το δυσβάστακτο βάρος των ιδεών που διαπραγματευόταν. Συνολικά –και εδώ κανείς προσπερνά τη (μουσικο)κριτική με τη στενή έννοια– οι εντυπώσεις υπήρξαν ανάμεικτες αλλά σαφώς και ανακουφιστικά ενδιαφέρουσες, κυρίως διότι, παρά τη συνειδητή επιλογή να χρησιμοποιηθεί αγγλική γλώσσα, επιτέλους παρακολουθήσαμε ένα καινούργιο ελληνικό σκηνικό έργο σοβαρών προθέσεων, εστιασμένο στο παρόν και όχι μια ακόμη αρχαιόπληκτη υποστροφή…. Και μόνον ως τέτοιο, το «City lives» κέρδισε εύκολα το στοίχημα.

 

Scroll to top