Του Μπάμπη Μιχάλη
Τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού -που εδώ και καιρό πλανάται πάνω από την Ευρώπη- παραδέχθηκε χθες και ο Μάριο Ντράγκι, κάτι που σηματοδοτεί πιθανότατα την άμεση λήψη μέτρων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ μίλησε χθες σε ασυνήθιστα ευθύ λόγο για τον κίνδυνο διολίσθησης της ευρωζώνης στον καταστροφικό κύκλο αποπληθωρισμού, όπου οι προσδοκίες πτώσης των τιμών οδηγούν τους πολίτες σε αναστολή των αγορών τους και αυτό με τη σειρά του συρρικνώνει τα κέρδη των επιχειρήσεων οι οποίες σταματούν να προσλαμβάνουν και να επενδύουν.
«Αυτό που πρέπει να προσέξουμε ιδιαίτερα αυτή τη στιγμή είναι η εγκαθίδρυση ενός αρνητικού σπιράλ, μεταξύ χαμηλού πληθωρισμού, πτώσης των πληθωριστικών προσδοκιών και των πιστώσεων, ειδικά στις υπό πίεση χώρες», είπε επί λέξει ο Ντράγκι χθες από τη Σίντρα της Πορτογαλίας σε συνέδριο της ΕΚΤ.
Είπε ακόμη ότι μια παρατεταμένη περίοδος χαμηλότερου του προσδοκώμενου πληθωρισμού θα αποτελέσει σήμα για μια περισσότερο επεκτατική στάση η οποία θα είναι το πλαίσιο για ένα ευρύτερο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων. «Δεν πρόκειται να επιτρέψουμε στον πληθωρισμό να παραμείνει σε πολύ χαμηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Εφόσον οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό βρεθούν χαμηλότερα από τις προηγούμενες εκτιμήσεις, τότε ίσως θα πρέπει να σκεφτούμε το ενδεχόμενο να επαναφέρουμε μέτρα όπως ένα νέο σχέδιο επαναγοράς», ξεκαθάρισε.
Οι περισσότεροι αναλυτές πιστεύουν πάντως ότι η ΕΚΤ δεν θα προχωρήσει στην εφαρμογή ενός προγράμματος αγοράς ομολόγων, στην επόμενη συνεδρίαση του διοικητικού της συμβουλίου στις 5 Ιουνίου.
Το βασικό επιτόκιο
Περισσότερο πιθανές επιλογές δείχνουν για την ώρα, λένε, η μείωση του βασικού επιτοκίου από 0,25% σε 0,15% -κάτι που έχουν ήδη αφήσει ανοιχτό κάποια μέλη του Δ.Σ. της ΕΚΤ- και η υιοθέτηση αρνητικού επιτοκίου καταθέσεων για όσους «παρκάρουν» τα χρήματά τους στην κεντρική τράπεζα. Αρνητικό επιτόκιο καταθέσεων ωθεί συνήθως σε πτώση του ευρώ έναντι του δολαρίου, αφού οι επενδυτές κερδίζουν ελάχιστα ή και καθόλου από το κοινό νόμισμα. Η ΕΚΤ πιθανότατα να ποντάρει σε μια πτώση του ευρώ και, με αυτόν τον τρόπο, στη συνεπαγόμενη άνοδο των τιμών των εισαγόμενων προϊόντων ενέργειας και κατ’ επέκταση του πληθωρισμού. Ωστόσο στο σημερινό περιβάλλον μια τέτοια άνοδος των τιμών πιθανότατα θα κατακρεουργήσει και την ήδη υποτονική στην ευρωζώνη εσωτερική ζήτηση.