28/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΒΑΣΙΣΜΕΝΗ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΔΙΑΣΗΜΟΥ ΓΚΑΛΕΡΙΣΤΑ

Η βίλα του Ιόλα γεμίζει με την αύρα του

Για τέσσερα βράδια το εγκαταλειμμένο και λεηλατημένο σπίτι του στην Αγία Παρασκευή ξανανοίγει για να παιχτεί έργο του Χριστόφορου Αντωνιάδη για εκείνον που έλεγε «Η ζωή είναι σαν το θεάτρο, άλλοι είμαστε γεννημένοι πρωταγωνιστές, άλλοι κομπάρσοι».
      Pin It

Της Νόρας Ράλλη

 

Από Κωνσταντίνος Κουτσούδης, γεννηθείς στην Αλεξάνδρεια, έγινε ο παγκοσμίως γνωστός Αλέξανδρος Ιόλας, εξαιτίας του έρωτά του με την εγγονή του Ρούσβελτ, Θεοδώρα. Το προεδρικό περιβάλλον δεν επέτρεψε τη συνέχεια της σχέσης, ωστόσο ο Ιόλας είχε ήδη αρχίσει να κατακτά την Αμερική. Εξάλλου, οι έξι γλώσσες που μιλούσε, ο κοσμοπολιτισμός του και η μεγαλοαστική του καταγωγή ήταν τα κατάλληλα διαβατήρια.

 

Ο Αλέξανδρος Ιόλας, που ακόμη και λεπτομέρειες να μην ξέρουμε για τη ζωή του, κάπου έχουμε ακούσει το όνομά του, «επιστρέφει» σπίτι του στην Ελλάδα, μέσα από την ομώνυμη παράσταση του Χριστόφορου Αντωνιάδη. Θα παρουσιαστεί υπό την αιγίδα του Δήμου Αγίας Παρασκευής, από τις 29 Μαΐου μέχρι και την 1η Ιουνίου, στην κατεστραμμένη βίλα του, που ανοίγει πρώτη φορά τις πύλες της στο κοινό.

 

Εφυγε από τη ζωή στα 79 του χρόνια, το 1987, καταβεβλημένος από τη νέα τότε ασθένεια των καιρών, το AIDS. Στον επίσημο βιογράφο και στενό του φίλο, Νίκο Σταθούλη, επέτρεψε να εκδώσει το υλικό που είχαν μαζί συγκεντρώσει για τη ζωή του –δεκάδες ώρες ηχογραφήσεων σε κασέτες– χρόνια μετά τον θάνατό του, όπως και έγινε. «Ο ίδιος ο κ. Σταθούλης, βλέποντας μία μου παράσταση με προσέγγισε και μου πρότεινε να ανεβάσω το παρόν έργο», μας είπε ο 30χρονος ηθοποιός και σκηνοθέτης Χριστόφορος Αντωνιάδης. «Ετσι, για τρία χρόνια περίπου, πριν ακόμη γράψω το έργο, έκανα έρευνα γύρω από τη ζωή του. Ακουσα το ηχογραφημένο υλικό, διάβασα, μίλησα με ανθρώπους που τον ήξεραν… δεν τον ήξεραν απλώς. Τον λάτρευαν. Πολύς κόσμος τον αγαπούσε και πολύς δεν τον κατάλαβε ποτέ». Ο ίδιος υπογράφει, πέραν της σκηνοθεσίας και της μουσικής επιμέλειας, το τελικό κείμενο και κρατάει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Μαζί του εμφανίζονται οι: Χριστίνα Μυσίρη (μητέρα του Ιόλα), Περσεφόνη Κουτσούδη, Χριστιάνα Αντωνιάδου (στον ρόλο της αδελφής του, Νίκης Στάιφελ), Χριστίνα Κανελάκη, Πέγκυ Κανελάκη και Γιούλη Τσινάκη (ενσαρκώνουν αντίστοιχα τις Τέχνες που αγάπησε, μουσική, ζωγραφική και χορό).

 

Τον περασμένο Δεκέμβριο η παράσταση ανέβηκε με επιτυχία στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στη Θεσσαλονίκη. «Πρόκειται για την αφήγηση της ζωής του, από τη στιγμή που γεννήθηκε, μέχρι τον θάνατό του.

 

»Εχει διατηρηθεί η γραμμική χρονικότητα, ωστόσο τα περιστατικά που ο ίδιος εξιστορεί στο έργο έχουν δραματοποιηθεί αφαιρετικά. Εξάλλου, σκοπός δεν ήταν η μίμηση ούτε της φωνής του ούτε της εικόνας του. Την αύρα του θέλουμε να μεταφέρουμε – κάτι από τον ίδιο. Μελετώντας τον, κατάλαβα πως το πάθος –με ό,τι αυτό συνεπάγεται– και η γενναιοδωρία ήταν τα βασικά του χαρακτηριστικά. Ο,τι η ζωή τού πρόσφερε, το έδινε πίσω», λέει ο σκηνοθέτης.

 

Οσο για τον Ιόλα, πρώτος είχε πει πως «η ζωή είναι σαν το θέατρο. Ολους μάς θέλει. Αλλοι είμαστε γεννημένοι πρωταγωνιστές και άλλοι είναι γεννημένοι κομπάρσοι». Ανθρωπος που αγαπούσε τα άκρα και μισούσε τη μετριότητα, που γνωρίστηκε με όλες τις προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών τις δεκαετίες 1950-1980, που δεν δίστασε να συγκρουστεί με το ελληνικό κατεστημένο, το οποίο ειδικά τα τελευταία χρόνια της ζωής του του είχε γυρίσει την πλάτη (κατηγορούνταν, μάλιστα, για παιδεραστία, αρχαιοκαπηλία και χρήση ναρκωτικών). Οι κατηγορίες δεν αποδείχθηκαν ποτέ και η υστεροφημία του οργιάζει από εικόνες και συμβάντα, όπως και η ζωή του. «Πήγαινε κόντρα στους θυμωμένους ωκεανούς», έλεγε γι' αυτόν ο Μαξ Ερνστ.

 

Ηταν πάντα επί σκηνής, πρώτα ως χορευτής, έπειτα ως καλλιτεχνικός διευθυντής μπαλέτου, τέλος ως ιμπρεσάριος τέχνης.

 

Ως Αλεξανδρινός, αγαπούσε την αντίφαση, ζώντας και στα παλάτια και στην αγορά. Αυτός ο συνδυασμός του λαϊκού και του κοσμοπολίτικου, του εκλεπτυσμένου και του φτηνού, τον σημάδεψε. Τον αποκάλεσαν «Μέγα σουρεαλιστή» και όντως έζησε και πέθανε σουρεαλιστικά.

 

Στο τέλος ένα χάος, ούτε διαθήκη ούτε συλλογή. Μόνο πίκρα, μοναξιά και το παράπονο ότι η Ελλάδα τον πλήγωσε. Δημοσιεύματα, εμπάθεια, εμμονή και μια άρνηση αποδοχής 10.000 έργων που επιθυμούσε να αφήσει κληρονομιά στη νέα γενιά των Ελλήνων. Ακόμη και η βίλα του στην Αγ. Παρασκευή –αγορασμένη από ιδιώτη εδώ και χρόνια– παραπέει ανάμεσα σε λεηλατήσεις, κακόγουστα γκράφιτι και καταστροφές.

 

[email protected]

 

Scroll to top