Οι Βρετανοί τραπεζίτες παραπλανούσαν και φόρτωναν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις με τοξικά παράγωγα-μείωσης του επιτοκιακού κινδύνου, αποκλειόντάς τες από την έξοδο με τεράστιες ρήτρες
Του Μπάμπη Μιχάλη
Τελειωμό δεν έχουν τα σκάνδαλα του βρετανικού τραπεζικού τομέα, ο οποίος μετά τη χειραγώγηση του Libor, την εμπλοκή του σε ξέπλυμα χρήματος και τις παραπλανητικές πωλήσεις προστασίας πληρωμών καταναλωτικών και στεγαστικών δανείων προς ιδιώτες βρίσκεται ξανά υπόλογος.
Και αυτή τη φορά οι τραπεζίτες «τα παίρναν από τους φτωχούς». Και πιο συγκεκριμένα από τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες της Βρετανίας, στους οποίους επί χρόνια πουλούσαν -παραπλανητικά- παράγωγα χρηματιστηριακά προϊόντα για την προστασία τους απέναντι σε μια άνοδο των επιτοκίων.
Από το 2001 οι 4 μεγαλύτερες τράπεζες της Βρετανίας πούλησαν συνολικά περισσότερα από 28.000 παράγωγα αυτού του είδους προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις της Βρετανίας… πάντα για τα καλό τους. Αρκετά από αυτά τα παράγωγα, όπως τα «structured collars» (δομημένα κολάρα), ήταν ιδιαίτερα σύνθετα και δύσκολα να κατανοηθούν από απλούς επαγγελματίες που επιζητούσαν μια ασφαλή χρηματοδότηση της επιχείρησής τους.
Τα προϊόντα αυτά υποτίθεται ότι είχαν σχεδιαστεί από τις τράπεζες προκειμένου να προστατεύσουν μια επιχείρηση από τυχόν απώλειες που αυτή θα είχε στη διαδικασία εξυπηρέτησης των δανείων της σε μια άνοδο των επιτοκίων. Ωστόσο τα βασικά επιτόκια της Βρετανίας υποχώρησαν σε ιστορικά χαμηλά την προηγούμενη δεκαετία με αποτέλεσμα η χρηματιστηριακή αξία των παραπάνω παραγώγων να μηδενιστεί και οι τσέπες των επιχειρηματιών να αδειάσουν.
Οσες επιχειρήσεις επιχείρησαν να ξεφύγουν από αυτά τα προϊόντα και να προχωρήσουν σε νέα συμβόλαια αναχρηματοδότησης των δανείων τους -προσαρμοσμένα στα χαμηλότερα πια επιτόκια- βρέθηκαν αιχμάλωτες σε απίστευτες ρήτρες -και τεράστια πρόστιμα- που οι τράπεζες είχαν φροντίσει να περάσουν στις σχετικές συμβάσεις. Αρκετές από τις επιχειρήσεις υποστήριξαν αργότερα ότι οι τράπεζες δεν τους είχαν ενημερώσει γι' αυτές της ρήτρες. Ακόμη ότι αυτές υποχρεώθηκαν να αγοράσουν κάποια από τα παράγωγα, αφού αυτά αποτελούσαν όρο των τραπεζών προκειμένου να τους χορηγήσουν τα δάνεια.
Χθες η βρετανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (FSA), που στο τελευταίο εξάμηνο εξέτασε 173 από τα παραπάνω παράγωγα, αποκάλυψε ότι περισσότερο από το 90% αυτών των προϊόντων δεν ήταν σύμφωνο με τη σχετική νομοθεσία καθώς και ότι υπήρχαν σημαντικές ελλείψεις στην προώθησή τους.
H FSA διέταξε μάλιστα τις 4 μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας –Barclays, HSBC, Royal Bank of Scotland και Lloyds- να επανεξετάσουν τις πωλήσεις αυτών των προϊόντων και να διαθέσουν αποζημιώσεις στους πελάτες τους κατά περίπτωση. Η διαδικασία αυτή θα διαρκέσει από 6-12 μήνες. Οι Barclays, HSBC και Royal Bank of Scotland έχουν ήδη βάλει στην άκρη συνολικά 650 εκατ. στερλίνες για το ενδεχόμενο καταβολής αποζημιώσεων, ενώ και η Lloyds ακόμη 80 εκατομμύρια. Ωστόσο κάποιοι ειδικοί εκτιμούν ότι οι αποζημιώσεις θα είναι πολύ υψηλότερες, ενδεχομένως και 10 δισ. στερλίνες.
Οι βρετανικές τράπεζες έχουν ήδη καταβάλει περί τα 13 δισ. στερλίνες για μια ανάλογη υπόθεση, την αποζημίωση πελατών τους στους οποίους πουλούσαν παραπλανητικά ασφάλεια προστασίας των πληρωμών τους για τα στεγαστικά δάνεια και τις πιστωτικές τους κάρτες σε περίπτωση απώλειας της εργασίας τους ή ασθένειας. Οπως διαπιστώθηκε, και αυτά τα προϊόντα οι τράπεζες τα πούλησαν σε πελάτες που δεν τα είχαν ανάγκη.