Της Μικέλας Χαρτουλάρη
Σου κάνει εντύπωση πόσο ψηλός είναι, πόσο μακριά δάχτυλα έχει και πόσο γλυκό είναι το χαμόγελό του.
Είναι ο Αρχοντας των Μυστικών, και τον λένε Σερζ Τισερόν. Μπορεί να ξεκλειδώσει το έγκλημα, τον αλκοολισμό, τις μαθησιακές δυσκολίες, τις φοβίες, την ντροπή του εγγονού, με κλειδί την επίμονη σιωπή των γονιών του για τις φρικαλέες πράξεις του παππού του.
Στις αρχές του ’80, μελέτησε τις ιστορίες του Τεν Τεν και ανακάλυψε την αλήθεια για τον δημιουργό του, τον Βέλγο κομίστα Ερζέ: ότι δηλαδή τον βασάνιζε το αίνιγμα της σκοτεινής καταγωγής του πατέρα του που ήταν νόθο παιδί, όπως αποδείχθηκε επίσημα το 1988. Σήμερα, παρατηρώντας το μεγαλόπρεπο μνημείο που έκτισε ο στρατηγός Φράνκο για τους πεσόντες στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο, εξηγεί ότι το μαυσωλείο στο Βάλιε δε λος Καΐδος τροφοδοτεί περισσότερο τη συλλογική λήθη παρά τη μνήμη. Διότι μνημονεύει τα βάσανα που έζησαν και οι δύο μαχόμενες πλευρές προκειμένου να ξεχαστούν οι συνθήκες του πραξικοπήματος. Ομως το τραύμα που μένει ανείπωτο, «πυορροεί» και διαταράσσει την ψυχική ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων μέχρι την τρίτη γενιά. Είναι οι λεγόμενοι «σκελετοί στη ντουλάπα» για τους οποίους απαγορεύεται να μιλήσουμε: ένας βιασμός, μια κρυφή υιοθεσία, μια αυτοκτονία, η εμπειρία των βασανιστηρίων κ.ο.κ.. «Καμιά αλήθεια δεν είναι θεραπευτική, τα μυστικά όμως συχνά είναι παθογόνα», σημειώνει ο Τισερόν, κι αυτό είναι το παράδοξο που χρειάζεται να διαχειριστούμε. Πόσο μάλλον που κάθε μυστικό, «είναι μια πύλη που οδηγεί στην ιδιωτική ζωή του φορέα του και ταυτόχρονα στην κοινωνία στην οποία ανήκει».
Ψυχίατρος και ψυχαναλυτής που έκανε και σπουδές λογοτεχνίας, ο 65χρονος Τισερόν χρησιμοποιεί παραδείγματα από τη μεγάλη κλινική εμπειρία του αλλά και από την επικαιρότητα, από την ποπ κουλτούρα ή από την κοινωνική ιστορία, γι’ αυτό και είναι γοητευτικός τόσο ως συνομιλητής όσο και ως συγγραφέας. Ξέρουμε σήμερα, μας λέει, «ότι τα περισσότερα παιδιά που γεννήθηκαν από ερωτικές σχέσεις Γαλλίδων με Γερμανούς στρατιώτες στην Κατοχή, πίστευαν, μετά τον πόλεμο, εξαιτίας της σιωπής που κάλυπτε τη γέννησή τους, ότι ήταν καρποί βιασμού. Ομως αυτή η αντίληψη είχε πολύ σοβαρότερη επίπτωση στην ανάπτυξή τους απ’ όση θα μπορούσε να έχει η αλήθεια, που θεωρήθηκε σκόπιμο να κρατηθεί μυστική “για το καλό τους”». Το βιβλίο του Οικογενειακά μυστικά, που μόλις κυκλοφόρησε (Αγρα) σε γλαφυρή και επιστημονικά ακριβή μετάφραση της Ματίνας Βασιλείου, με πρόλογο της ψυχιάτρου Κατερίνας Μάτσα, είναι γεμάτο με παρόμοια ευαίσθητα μυστικά όμως σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για ένα κουτσομπολίστικο υλικό ούτε και η προσέγγισή του είναι κουτσομπολίστικη. Αυτό ήταν ξεκάθαρο και στην προχθεσινή ενδιαφέρουσα εκδήλωση στον Ιανό όπου συζήτησαν με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη και την Κ. Μάτσα.
Στην πολιτική ό,τι κρύβεις λειτουργεί ως βραδυφλεγής βόμβα
• Το σώμα «μιλάει» κι όταν σωπαίνει. Τι μας λέει, λοιπόν, κύριε Τισερόν, όταν έχει τατουάζ με αγκυλωτούς σταυρούς; Ποιο μυστικό της ναζιστικής οικογένειας κρύβουν τα μπράτσα των χρυσαυγιτών;
«Οι χειρονομίες μας, οι στάσεις μας, τα σημάδια που διαλέγουμε να χαράξουμε στο σώμα μας ή εκείνα που άλλοι χαράζουν βασανίζοντάς μας, είναι εκδηλώσεις που μιλούν για τις συγκινήσεις μας. Εάν μπορούμε να τις εξηγήσουμε, εάν μπορούμε να δώσουμε στους δικούς μας “οδηγίες χρήσης” τους, τότε θα μας περιτριγυρίζουν ανάλογα είτε μικροί φασίστες είτε μικροί δημοκράτες. Πίσω από το τατουάζ μπορεί να κρύβεται μια απολύτως συγκροτημένη προσωπικότητα. Τα προβλήματα αρχίζουν όταν τα μυστικά είναι επώδυνα και υποχρεωνόμαστε να τα κρύψουμε, είτε επειδή δεν μπορούμε είτε επειδή δεν θέλουμε να τα συζητήσουμε. Οι πολιτικές οικογένειες δεν θέλουν να τα συζητούν επειδή νομίζουν ότι μ΄ αυτόν τον τρόπο θα ξεχαστούν οι σκελετοί τους, και επειδή κατά βάθος σκέφτονται να χειραγωγήσουν τους ψηφοφόρους. Ομως στην πολιτική ό,τι κρύβεις λειτουργεί ως βραδυφλεγής βόμβα, διότι το μυστικό μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να ξεσκεπαστεί από κάποιον τρίτο. Το σκάνδαλο π.χ. της χρηματοδότησης της εκλογικής καμπάνιας του Σαρκοζί, το αποκάλυψε η “Λιμπερασιόν”. Οι πολιτικοί αυταπατώνται λοιπόν όταν πιστεύουν ότι κρύβοντας το μυστικό, το ελέγχουν καλύτερα. Διότι ο πραγματικός κύριος του μυστικού είναι εντέλει αυτός που το συζητά, και όχι εκείνος που το αποσιωπά».
• Τι απαντάτε σ’ όσους πιστεύουν πως υπάρχουν μυστικά που αν τα ξεκλειδώσουμε μπορεί να κάνουν περισσότερο κακό παρά καλό στις επόμενες γενιές, όπως λ.χ. το όνομα του δότη σπέρματος αλλά και το περιεχόμενο των πολιτικών φακέλων στην Ασφάλεια…
«Δεν πρέπει να πέφτουμε στην παγίδα και να θεωρούμε πως το μυστικό ανταγωνίζεται την αλήθεια. Ολα τα μυστικά είναι επώδυνα, και γι' αυτό έχει σημασία πότε και πώς τα συζητάμε. Το μεγάλο θύμα των μυστικών δεν είναι τόσο η αλήθεια. Είναι κυρίως η ανθρώπινη επικοινωνία που καταργείται, είναι οι σχέσεις των ανθρώπων που αποστεγνώνονται, είναι η έννοια της κοινότητας που φτωχαίνει, είναι το ανήσυχο πνεύμα που ακυρώνεται. Λέμε ότι “στο σπίτι του κρεμασμένου δεν μιλάμε για σκοινί”, αλλά όταν μας απαγορεύεται να μάθουμε περί τίνος πρόκειται, παύουμε να μιλάμε για οτιδήποτε. Οσο γι΄ αυτήν την καινούργια κατηγορία μυστικών που αφορούν την τεκνοποίηση μέσω δωρεάς σπέρματος, ωαρίου ή κατεψυγμένων εμβρύων, έχω τη γνώμη ότι στην εποχή της “ανιχνευσιμότητας” πρέπει ο καθένας να μπορεί να έχει πρόσβαση στη ατομική του προέλευση. Θεωρώ δηλαδή, ότι ο νομοθέτης φέρει κοινωνική ευθύνη για τη διαχείριση του μυστικού. Διότι το παιδί που γεννιέται με αυτές τις μεθόδους, κινδυνεύει να καταλήξει περιθωριοποιημένο, όχι τόσο εξαιτίας των συνθηκών της γέννησής του αλλά κυρίως εξαιτίας της σιωπής που τις καλύπτει».
• Τι αλλάζει όταν το ίδιο το κράτος επιβάλλει τον νόμο της σιωπής;
«Προκαλείται ένα συλλογικό τραύμα. Το είδαμε να συμβαίνει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά στη Γερμανία που σιώπησε για τα εγκλήματα των ναζί. Το είδαμε και στο ένα εκατομμύριο Γάλλους στρατιώτες που υπηρέτησαν τη θητεία τους στον πόλεμο της Αλγερίας μεταξύ 1954-1964, και βίωσαν ανατριχιαστικές εμπειρίες. Η επίσημη εκδοχή που επέβαλε ο Ντε Γκωλ μιλούσε για “επιχείρηση διατήρησης της τάξης”, και σύμφωνα μ’ αυτήν δεν υπήρξαν ούτε βασανιστήρια, ούτε εκτελέσεις, ούτε λυσσαλέες συγκρούσεις. Ηταν λοιπόν σχεδόν αδύνατον για τις οικογένειες αυτών των φαντάρων να διαχειριστούν τη συλλογική τους εμπειρία διότι είναι πολύ δύσκολο να αρθεί ένα μυστικό όταν η πολιτική εξουσία επιμένει να το διατηρεί. Οι φαντάροι της Αλγερίας έζησαν λοιπόν με την αγωνία και τη ντροπή για το ανείπωτο μυστικό τους. Και μόλις πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα βιβλίο με τις ιστορίες των -45χρονων πλέον- παιδιών τους που εξηγούν ότι μεγάλωσαν χωρίς να ξέρουν, αλλά φαντάζονταν τα χειρότερα για τους πατεράδες τους. Αισθανόμασταν, γράφουν, “σαν να μας έκαναν μια ένεση ντροπής”. Γι’ αυτό επιμένω ότι είναι κρίσιμο τα παιδιά να μπορούν να θέτουν ερωτήματα στους γονείς τους. Διότι εάν δεν προβληματίζονται για το παρελθόν, δεν θα μπορέσουν να προβληματιστούν ούτε για το μέλλον».
• Η κοινωνική μνήμη είναι άρρηκτα δεμένη με την οικογενειακή μνήμη…
«Ενα παιδί που μεγαλώνει σε μια οικογένεια που έχει χάσει την κοινωνική της μνήμη, δεν μπορεί να έχει ούτε οικογενειακή μνήμη. Αυτές οι ζώνες σκιάς, εφόσον δεν φωτίζονται, επιδρούν στη διαμόρφωση της ταυτότητας του παιδιού. Σχετικές έρευνες έδειξαν ότι στη Χιλή, μετά από την Αμνηστία που δόθηκε στους πραξικοπηματίες, η επιβεβλημένη λήθη επηρέασε τον ψυχισμό της επόμενης γενιάς».
• Εσείς έχετε νιώσει στο πετσί σας τι σημαίνει τραυματικό μυστικό;
«Εχω, διότι μεγάλωσα σε μια οικογένεια με πολλά μυστικά που έμειναν στη σκιά: ο παππούς μου ήταν μάλλον λιποτάκτης, η γιαγιά μου μάλλον καρπός αιμομιξίας, και ο πατέρας μου ήταν μακί, άρα ως αντιστασιακός ζούσε με πλαστή ταυτότητα. Είχα κι εγώ ένα προσωπικό μυστικό όμως το διαχειρίστηκα αλλιώς, και αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο, όπως εξηγώ στα Οικογενειακά μυστικά. Εγώ γιατρεύτηκα… χάρη στον Χίτσκοκ. Οταν ήμουν έφηβος παρατήρησα ότι με αναστάτωνε στις ταινίες του η τρομαγμένη έκφραση των πρωταγωνιστριών του. Αυτό με τριβέλιζε μέχρι που αναδύθηκε από μέσα μου η εικόνα της μάνας μου, όταν στα πέντε μου είχα πέσει σε ένα κανάλι ύδρευσης και παραλίγο να πνιγώ. Θυμήθηκα ότι εκείνη που με έσυρε έξω δεν ήταν μάνα μου, αλλά η θεία μου. Οταν όμως ρώτησα την καθεμία τους, και οι δύο μου είπαν ότι με τράβηξε η μάνα μου. Ωστόσο εγώ εξακολουθώ να πιστεύω ότι ήταν η θεία μου, διότι ξέρω πως ήμουν ένα ανεπιθύμητο παιδί εκείνα τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια. Από τότε μου προκαλεί δυσφορία το νερό, και φοβάμαι να κολυμπήσω –έτσι “μιλάει” το σώμα μου– ωστόσο δεν φοβήθηκα να πω αυτή την ιστορία στα παιδιά μου, κρατώντας μάλιστα και τις δύο εκδοχές. Εχω αποδεχτεί ότι η αλήθεια είναι απρόσιτη αφού συνεχώς ανακατασκευάζουμε τη μνήμη μας ενσωματώνοντας τις καινούργιες κάθε φορά εμπειρίες μας. Δεν τους είπα λοιπόν “Αυτό έγινε” αλλά “Αυτό νομίζω ότι θυμάμαι”».
………………………………………………………………………………………………………………………………..
Ο Τεν Τεν και ο βελγικός ρατσισμός
«Ο Τεν Τεν, ο Χάντοκ και ο Τουρνεσόλ είναι τρεις συμπληρωματικές όψεις του Ερζέ – και καθενός παιδιού – που είχε υποχρεωθεί να προσαρμοστεί καλώς ή κακώς στην οδύνη του γονιού του», γράφει ο Τισερόν. «Ο Τεν Τεν πέφτει με ορμή να λύσει όλα τα αινίγματα, ο Χάντοκ απελπίζεται και βυθίζεται στον αλκοολισμό, και ο Τουρνεσόλ αναδιπλώνεται στον εαυτό του μέσα στη βαρυκοΐα του και στην απομόνωση της δουλειάς του».
Ο Τισερόν είναι ο πρώτος που έγραψε ότι οι ήρωες των κόμικ του Τεν Τεν παρέπεμπαν σε μια ιστορία απόρριψης από τον πατέρα. Πράγματι ο πατέρας του Ερζέ και ο δίδυμος αδελφός του έφεραν μέχρι τα δέκα τους χρόνια το επώνυμο Ντεβίν της ανύπαντρης μητέρας τους, της γιαγιάς του Ερζέ, που ανήκε στο υπηρετικό προσωπικό μιας κόμισσας. Η κόμισσα πλήρωνε για τις σπουδές τους μέχρι τα δεκατέσσερά τους και κανόνισε μάλιστα για τη μητέρα τους να παντρευτεί με λευκό γάμο έναν εργάτη που έδωσε στους δίδυμους το επίθετό του, Ρεμί. Ερζέ είναι λοιπόν το ψευδώνυμο του Ζορζ Ρεμί, ο οποίος καθόλου τυχαία δημιούργησε τους Ντιπόν και Ντυπόν, τους δίδυμους επιθεωρητές που δεν κατορθώνουν ποτέ να ανακαλύψουν την αλήθεια. Φέρουν το ίδιο επίθετο, όμως με μια μικρή ορθογραφική διαφορά, σαν να κατάγονται από δύο πατεράδες: τον εργάτη που αναγνώρισε τους δίδυμους, και τον γεννήτορα που παρέμεινε για πάντα κρυφός, και που κατά τον Τισερόν «ήταν ο βασιλιάς Λεοπόλδος Β’ του Βελγίου, ένας Ντομινίκ Στρος Καν της εποχής του».
Ωστόσο οι ιστορίες του Τεν Τεν κουβαλάν κι άλλο ένα μυστικό του Ερζέ. «Στον Τεν Τεν στην ΕΣΣΔ έγραφε ό,τι και η προπολεμική ακροδεξιά προπαγάνδα», μου σχολίασε ο Τισερόν, «ενώ ο Τεν Τεν στο Κογκό είναι 100% αποικιοκρατικός. Ως καλλιτέχνης ο Ερζέ έγινε με άλλα λόγια ο καθρέφτης της βελγικής κοινωνίας χωρίς να υιοθετήσει κριτική στάση. Γι’ αυτό ο πρωταγωνιστής του είναι ένας ρεπόρτερ. Είναι γεγονός ότι στο ξεκίνημά του ο Ερζέ κινήθηκε στους ακροδεξιούς κύκλους, όμως ποτέ δεν πρόβαλε δημόσια μια ακροδεξιά ταυτότητα αλλά ούτε και διαχώρισε τη θέση του. Στον πόλεμο δεν έγραψε πολιτικές ιστορίες αλλά δούλεψε σε περιοδικό συνεργατών, και μονάχα όταν παντρεύτηκε τη δεύτερη γυναίκα του μετακινήθηκε προς τη Δεξιά. Ο Τεν Τεν του λειτουργεί λοιπόν ως ιστορική μαρτυρία. Και αν τον ξαναδιαβάσουμε τώρα, θα δούμε το σημερινό ξενοφοβικό και ρατσιστικό Βέλγιο».
………………………………………………………………………………………………………………………………….
Πώς να κρύβεσαι στο φως της ημέρας
Twitter, Facebook, Chat rooms, blogs, on line περιοδικά κ.ο.κ. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, η σιωπή που κάλυπτε τα οικογενειακά μυστικά, μοιάζει να έχει παραχωρήσει τη θέση της στο αντίθετό της, την υπερέκθεση του ιδιωτικού χώρου. Η ψηφιακή επανάσταση επηρεάζει καθοριστικά ακόμα και την ψυχική μας ζωή, λέει ο Σερζ Τισερόν, και σήμερα, στην «Εφ.Συν.», κάνει παρατηρήσεις που θα μπορούσαν και να ερμηνεύσουν πτυχές της εκλογικής επικαιρότητας.
Σε μια πρώτη φάση, εξηγεί, οι χρήστες του διαδικτύου γοητεύθηκαν από τη δυνατότητα που τους δόθηκε να κατασκευάσουν μια πλαστή ταυτότητα. «Κρύβονταν πίσω από χαρακτηριστικά που δεν ήταν τα δικά τους προκειμένου να επιβάλουν το προφίλ της αρεσκείας τους. Σήμερα κάνουν το αντίθετο: εκτίθενται σε διάφορους ρόλους. Κατακλύζουν τους διαδικτυακούς επισκέπτες με πληροφορίες για το πρόσωπό τους κι έτσι διαχειρίζονται τα μυστικά τους πολύ πιο αποτελεσματικά. Οι πολιτικοί ξέρουν καλά αυτό το παιχνίδι. Αντί να στριμώχνουν το μυστικό τους στο σκοτάδι, το κτίζουν στο φως της ημέρας. Λένε το άλφα, έπειτα το αντίθετό του και παράλληλα κάτι τρίτο, πολλαπλασιάζουν τις δηλώσεις και τις εικόνες τους, εμφανίζουν διαφορετικές πτυχές της προσωπικότητάς τους, και έτσι πάντα η ταυτότητά τους παραμένει απροσδιόριστη. Ολες οι όψεις τους είναι αληθινές αλλά καμία δεν είναι αποκλειστική, διότι η αλήθεια τους βρίσκεται πέρα απ’ όλα…»
Οι εξελίξεις αυτές παράγουν νέες κανονικότητες αλλά και νέες παθολογίες, σχολιάζει ο Τισερόν. «Κανονική προσωπικότητα δεν είναι πλέον η στιβαρή προσωπικότητα, αλλά η ρευστή προσωπικότητα που μπορεί να ανταποκρίνεται με ευελιξία στην αγορά εργασίας και που προσδιορίζεται όχι από τη θέση της στην κοινωνία αλλά από το εκάστοτε περιβάλλον της. Κανονικός είναι ο χαμαιλέοντας, ο οποίος όμως δεν έχει πια το πρόσημο του φαύλου αλλά του προσαρμοστικού που αλλάζει χρώμα αλλά διατηρεί την ταυτότητά του». Μα αυτός είναι απολιτικός, λέμε στον Τισερόν, κι εκείνος διευκρινίζει. «Μπορείς να ξέρεις ότι ο Ολάντ δεν είναι άγιος, αλλά να τον υποστηρίζεις για τις βασικές επιλογές του και ταυτόχρονα να διαφωνείς σε άλλα σημεία. Το ζητούμενο δηλαδή σε αυτό το ρευστό τοπίο είναι να δει ο καθένας μας ποιες είναι οι κόκκινες γραμμές του όχι μονάχα στο πολιτικό αλλά και στο κοινωνικό πεδίο, και από ποιον δρόμο μπορεί να προασπίσει τις αξίες στις οποίες πιστεύει».