Εποχές που η Γαύδος θυμίζει Εδέμ. Στο κεδροδάσος του Σαρακήνικου ενδημούν καμιά εικοσαριά παραθεριστές όλοι κι όλοι· βαλέδες από το Ρήγιο της Καλαβρίας, πρώην Ρηγάδες και φρικιά. Το μεσημέρι ο τόπος βράζει. Λιώνουν σίδερα. Γυμνά κορμιά κουρνιάζουν κάτω απ' τις φυλλωσιές ώς το σούρουπο, αποχαυνωμένα απ' την κάψα.
Υπαρξιακή ερώτηση διχοτομεί την απόλυτη ακινησία: «Τι ώρα είναι;». Επειτα από αρκετά λεπτά απαντά νωχελικά μια βραχνή, διαπεραστική φωνή απ' το δέντρο διαγωνίως: «Αύγουστος!». Το βράδυ ο τέντζερης ο κοινός κοχλάζει τις εξωτικές γκουρμέ τουρλού, φακές και χαλβάς πολίτικος για επιδόρπιο. Η κοντινότερη ταβέρνα καιροφυλακτεί στην Καραβέ, μισή ώρα δρόμο απ' το μονοπάτι.
Το κρύο ντους στο πηγάδι απαραίτητο και αναζωογονητικό. Με κάθε επισημότητα φοράμε τα καλά μας, πλυμένα πλην ασιδέρωτα, και τραβάμε για ντάκο, μαρίδα και ρακή εν πανηγυρική πομπή που συνδυάζεται με τον ερχομό του πλοίου της γραμμής τις Δευτέρες. Το πιο ανήσυχο πνεύμα του νησιού, ο Σάββας, αυτοδίδακτος κατασκευαστής καϊκιών συν τοις άλλοις, αρμολογεί στις αρχές του ’80 στην αμμούτσα, πάνω σε μια βάση από μπετόν, ένα αλλόκοτο πλεούμενο: φαγάδικο, μπαρ, ντισκοτέκ· τα πάντα όλα σε ένα. Τον μιμούνται το επόμενο θέρος ο Μπάμπης κι ο Νταμουλής.
Υπέρμαχος της ραστώνης, δραπέτης από το οικογενειακό θερμοκήπιο στην Παλαιοχώρα -«είχε πολλή δουλειά, κύριε Μήτσο»- εμφανίζεται το 1985 ο Ευτύχης ατενίζων αενάως το Λιβυκό απ' την πιο σκιερή θέση του δικού του ησυχαστηρίου. Το γκρίζο μουστάκι κρύβει έναν καλοσυνάτο χαρακτήρα. Τσακωμένος με τον ενεστώτα, πρεσβεύει μια εντελώς προσωπική κοσμοαντίληψη περί εργασίας.
Χρόνος του ο παρατατικός. «Εχεις να μας τηγανίσεις δυο αυγά;» του λες το πρωί πεινασμένος. «Είχα» αποκρίνεται πρόθυμα σαν να 'ναι κιόλας σερβιρισμένα με μπόλικο μπόλικο λάδι. «Υπάρχει τίποτα να τσιμπήσουμε;» τον ρωτάς την επαύριο. «Είχα μπριάμ αλλά πρόλαβαν οι άλλοι». Κι όταν οι αλιείς της παρέας βγάζουν κουβαδιές τα ψάρια, συνεπικουρούμενοι από τα εκ Χανίων φουσκωτά, τα τσιμπούσια λαμβάνουν χώρα στο πάντοτε διαθέσιμο μαγαζί του.
Η ταρίφα γράφει 500 δραχμές ψηστικά κι ό,τι πάρεις. Μέσα βράζουν τα κεφάλια των ροφών, έξω στα κάρβουνα μελώνει το σώμα τους μαζί με σαργούς, σκάρους και μελανούρια. Στη στόφα σικιοί πλακί και στο μάτι της χταπόδι κρασάτο. Μαγειρεύουμε και σερβίρουμε μόνοι μας. Κόσμος μπαινοβγαίνει ακατάπαυστα. Ο Ευτύχης παρατηρεί απ' τη γνωστή του θέση κάνοντας αέρα με την εφημερίδα. Δείχνει κατάκοπος. «Πολλή φασαρία, παιδιά» μονολογεί.
Σακατεμένα τα πνευμόνια του τα τελευταία χρόνια. Καπνίζει αρειμανίως μπας και τα διορθώσει. Εφυγε προχθές ατάραχος ως συνήθως από εγκεφαλικό, γύρω στα ογδόντα, να συναντήσει τον Παυλή, τον Πεπίτο, τον Μανώλη, την Αργυρώ, τον Στυλιανό τον Εβραίο, την κυρα-Σοφία, τον Σάββα, τον Θεόφιλο, τον Νταμουλή, τον Νικολάκη· την παλιά Γαύδο του παρατατικού. Τον αποχαιρετούν δακρυσμένοι οι ουρανοί της νότιας Κρήτης.
Μετέωρος [email protected]