01/06/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

H επιλογή είναι Ευρώπη ή λιτότητα;

Oύτε πόλεμος ούτε ειρήνη

Ειρήνη με την Ε.Ε. συνεπάγεται ανάκαμψη μέσω προσαρμογής μισθών και συντάξεων προς τα κάτω. Πόλεμος με την Ε.Ε. συνε­πάγεται ανάκαμψη μέσω προσαρμογής της συναλλαγ­ματικής ισοτιμίας. Δηλαδή, τόσο η ειρήνη όσο και ο πόλεμος αντιπαραθέτουν εργαζόμενο με εργαζόμενο.
      Pin It

Αν ένα ευρωπαϊκό ενωμένο μέτωπο ενάντια στη λιτότητα είναι σήμερα επιτακτική ανάγκη, άλλο τόσο είναι ανάγκη η αλληλεγγύη με τους Γερμανούς εργάτες

 

Του Νικόλα Βρούσαλη*

 

Ενας περικυκλωμένος στρατός έχει ελάχιστες βιώσιμες επιλογές: μπορεί να ζητήσει συνθηκολόγηση με κόστος ταπεινωτικούς όρους. Μπορεί να συνεχίσει τον πόλεμο και να υποστεί μεγάλες απώλειες. Ή μπορεί να κάνει ανταρτοπόλεμο, να προκαλέσει κατάπαυση του πυρός και να κερδίσει λίγο χρόνο, προετοιμάζοντας το έδαφος για ενισχύσεις. Μερικές φορές η τρίτη στρατηγική είναι το μικρότερο κακό. Η περιφέρεια της Ευρώπης, βασανισμένη μέχρι το κόκαλο από μια βάρβαρη λιτότητα, βρίσκεται σήμερα σε ένα παρόμοιο σταυροδρόμι. Η επούλωση από τις πληγές είναι επιτακτική ανάγκη, αλλά η απαιτούμενη περίθαλψη και η υποκειμενικότητα που θα την προσφέρει απουσιάζουν ολότελα από τον ορίζοντα των πολιτικών πιθανοτήτων.

 

Πώς θα βγουν οι χώρες της περιφέρειας από το τέλμα της λιτότητας; Ειρήνη με την Ε.Ε. συνεπάγεται συνθηκολόγηση με τις δηλητηριώδεις συνταγές της τρόικας και των διαδόχων της, δηλαδή τις ίδιες πολιτικές που οδήγησαν σε ποσοστά ανεργίας 27% στην Ελλάδα και την Ισπανία, 15% στην Πορτογαλία και 11% στην Ιρλανδία, πολιτικές που εξόρισαν 4 εκατομμύρια επιπλέον ανθρώπους στη φτώχεια (μόνο το 2013) και οδήγησαν στη μεγαλύτερη αύξηση της ανισότητας και της ξενοφοβίας στην Ευρώπη από τη δεκαετία του ʹ30.

 

Πόλεμος με την Ε.Ε., από την άλλη, συνεπάγεται εγκατάλειψη της ευρωζώνης, μονομερή ακύρωση χρέους και υποτίμηση του εθνικού νομίσματος. Οι χώρες που θα υιοθετήσουν τη στρατηγική αυτή θα πρέπει να θεσπίσουν ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, να κόψουν καινούργιο νόμισμα, να θέσουν υπό έλεγχο το εθνικό χρηματοπιστωτικό τους σύστημα και να θεσπίσουν κατανομή με δελτίο για τα είδη πρώτης ανάγκης, όπως ενέργεια και φάρμακα (αφού η αξία αυτών των αγαθών είναι πιθανό να αυξηθεί δραστικά λόγω της υποτίμησης του νομίσματος). Κατά πάσα πιθανότητα, τα μέτρα αυτά θα πρέπει να συνδυαστούν με έξοδο από την Ε.Ε., της οποίας οι συνθήκες και το κεκτημένο απαγορεύουν ρητά περιορισμούς στην ελεύθερη κυκλοφορία του κεφαλαίου. Επιτυχία της στρατηγικής αυτής σε τουλάχιστον μια χώρα είναι πιθανό να οδηγήσει άλλους να την υιοθετήσουν. Αυτό με τη σειρά του θα σήμαινε το τέλος της ΟΝΕ, και ίσως και της ίδιας της Ε.Ε. Σε γενικές γραμμές η πολεμική στρατηγική συνιστά σημαντική βελτίωση σε σχέση με το ύπουλο δηλητήριο της λιτότητας.

 

Ισως όμως αυτό το υποτιθέμενο δίλημμα ανάμεσα στην Ευρώπη και τη λιτότητα δεν εξαντλεί το πεδίο αναφοράς του. Κι αυτό, γιατί ανάμεσα στα συντρίμμια των δύο εναλλακτικών που μόλις ανέφερα, ξεπροβάλλει μια τρίτη πιθανότητα: ούτε πόλεμος ούτε ειρήνη. Η στρατηγική αυτή προτάσσει μια πανευρωπαϊκή εκστρατεία συνδικάτων και οργανώσεων της εργατικής τάξης για άμεση και ουσιαστική αύξηση των γερμανικών μισθών. Αυτό θα μπορούσε, για παράδειγμα, να μεταφραστεί σε ένα αίτημα για αύξηση του γερμανικού κατώτατου μισθού κατά ένα τρίτο ή κατά το ήμισυ (από το σημερινό επίπεδο, δηλαδή, των 8,50€ σε περίπου 12€) για όλους τους εργαζομένους στη Γερμανία. Αυτή η πρόταση φαίνεται αρχικά μη ρεαλιστική ή ακόμα και παράλογη. Θα εξηγήσω πρώτα γιατί δεν είναι παράλογη και στη συνέχεια γιατί δεν είναι μη ρεαλιστική. Ξεκινώ από το σλόγκαν της «ανταγωνιστικότητας». Οικονομολόγοι διαφορετικών ιδεολογικών καταβολών συγκλίνουν στην άποψη ότι η κύρια εξήγηση για τη νόσο της άνισης ανάπτυξης είναι η «έλλειψη ανταγωνιστικότητας» της ευρωπαϊκής περιφέρειας έναντι της Γερμανίας. Η «υψηλή ανταγωνιστικότητα» είναι ένας ευφημισμός που σημαίνει χαμηλούς μισθούς και υψηλά κέρδη. Και η αλήθεια είναι πως η Γερμανία εμπίπτει απόλυτα σε αυτόν τον ορισμό: η επανένωση της δεκαετίας του ’90 επέφερε τεράστια εισροή εργαζομένων από την πρώην ανατολική Γερμανία στη δυτική. Στο πλαίσιο αυτής της αφθονίας εργατικής δύναμης, το γερμανικό κεφάλαιο επιδόθηκε σε μια παρατεταμένη βιαιοπραγία ενάντια στους Γερμανούς εργαζομένους, καταβαραθρώνοντας μισθούς και συνθήκες εργασίας για εφτά συνεχόμενα χρόνια.

 

Η έκταση και το βάθος της πρόσφατης κρίσης στην ευρωζώνη δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εξωτερίκευση αυτής της βιαιοπραγίας: η σημερινή κατάσταση στην περιφέρεια αντιπροσωπεύει τον εξευρωπαϊσμό των δεινών που υπέμεινε για χρόνια ο Ανατολικογερμανός εργάτης. Ετσι, λοιπόν, οι όροι προσαρμογής που επιβάλλονται από την τρόικα συνεπάγονται εξίσωση προς τα κάτω: οι περιφερειακές οικονομίες της Ευρώπης συναντούν τον γερμανικό λόγο παραγωγικότητας/μισθών συμπιέζοντας τους δικούς τους μισθούς προς τα κάτω. Η στρατηγική που εξέθεσα παραπάνω, αντίθετα, προτάσσει μια «κούρσα προς την κορυφή»: αντί να προσπαθούμε να υπονομεύσουμε τη γερμανική ανταγωνιστικότητα πουλώντας φτηνότερα από τον γερμανικό καπιταλισμό (πράγμα σχεδόν αδύνατο), οι εργαζόμενοι στην περιφέρεια πρέπει να υποστηρίξουν μια σημαντική αύξηση στις αμοιβές των Γερμανών εργαζομένων. Με αυτόν τον τρόπο, η αλληλεγγύη ανάμεσα στους εργαζομένους μπορεί να στρέψει τη λογική της ανταγωνιστικότητας ενάντια στον εαυτό της.

 

Η στρατηγική αυτή είναι προτιμότερη από την ειρήνη και από τον πόλεμο. Ειρήνη με την Ε.Ε. συνεπάγεται ανάκαμψη μέσω προσαρμογής μισθών και συντάξεων προς τα κάτω: ο Πορτογάλος εργαζόμενος ανακάμπτει παράγοντας φτηνότερα από τον Γερμανό (του οποίου οι μισθοί είναι υψηλότεροι). Πόλεμος με την Ε.Ε. συνεπάγεται ανάκαμψη μέσω προσαρμογής της συναλλαγματικής ισοτιμίας: ο Ισπανός εργαζόμενος ανακάμπτει παράγοντας φτηνότερα από τον Γάλλο (του οποίου το νόμισμα, μπορούμε να υποθέσουμε, είναι σκληρότερο). Τόσο η ειρήνη όσο και ο πόλεμος αντιπαραθέτουν εργαζόμενο με εργαζόμενο. Η στρατηγική τού «ούτε πόλεμος ούτε ειρήνη» έχει το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι υποσκάπτει την αντιγερμανική ρητορική και προπαγάνδα που τρέφεται από την ύφεση. «Αλληλεγγύη με τους Γερμανούς εργαζομένους!» Πού ακούστηκε πιο αντιεθνικιστικό σάλπισμα απέναντι στους φασίστες; Μια ευρεία κινητοποίηση, με πανευρωπαϊκή συμμετοχή, για την αύξηση των γερμανικών μισθών θα μπορούσε να χειραφετήσει τα γερμανικά συνδικάτα και να τους δώσει ώθηση να διαπραγματευτούν υψηλότερες αμοιβές. Ταυτόχρονα, θα έφερνε σε δύσκολη θέση τον συνασπισμό Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών (CDU/CSU και SPD), των οποίων το κύριο μέλημα είναι η προώθηση των συμφερόντων του γερμανικού κεφαλαίου. Ευρεία στήριξη σε μια στρατηγική όπως αυτή θα μπορούσε να σηματοδοτήσει το ξεδίπλωμα ενός κύκλου αλληλεγγύης σε ολόκληρη την Ευρώπη, δημιουργώντας χώρο για έξοδο από τη λιτότητα. Ουσιαστικές μισθολογικές αυξήσεις στη Γερμανία θα χαλαρώσουν τον κλοιό των ανταγωνιστικών πιέσεων προς την περιφέρεια, βοηθώντας τις οργανώσεις της εργατικής τάξης να επαναφέρουν μισθούς και απασχόληση στην ημερήσια διάταξη.

 

Η αύξηση των γερμανικών μισθών αποτελεί μια γνήσια διεθνιστική απαίτηση που θα μπορούσε να γίνει μέρος ενός μεταβατικού προγράμματος για την έξοδο από την κρίση. Φυσικά η στρατηγική αυτή δεν προσφέρει κάποια μακροπρόθεσμη λύση. Και σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να συμπληρωθεί από άλλα παραδοσιακά αριστερά αιτήματα, όπως η εισαγωγή, σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, 35ωρου πενθήμερου, σε συνδυασμό με υποχρεωτικές προσλήψεις, ως μέσο για την καταπολέμηση της ανεργίας. Στον βαθμό, ωστόσο, που ένα ευρωπαϊκό ενωμένο μέτωπο ενάντια στη λιτότητα είναι σήμερα επιτακτική ανάγκη, η αλληλεγγύη με τους Γερμανούς εργάτες θα μπορούσε να είναι μία από τις βασικές συνιστώσες του. Αξίζει να πούμε ότι αυτή η μισθολογική στρατηγική είναι πολύ πιο ρεαλιστική από τη λύση των ευρωομολόγων, που έχει προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ή τη λύση του ευρωμερίσματος (eurodividend) που προτείνει ο Philippe Van Parijs. Και οι δύο ιδέες προϋποθέτουν ένα σημαντικό επίπεδο φορολογικής εναρμόνισης της ΟΝΕ, πράγμα απίθανο να επιτευχθεί άμεσα. Ταυτόχρονα, καμία από τις δύο αυτές προτάσεις δεν δίνει τροφή στην αλληλεγγύη ανάμεσα στους λαούς της Ευρώπης.

 

Στα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τον Νοέμβρη του 1917, οι Μπολσεβίκοι άρχισαν διαπραγματεύσεις με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Ηρθαν αμέσως αντιμέτωποι με ένα δίλημμα: συνθηκολόγηση σήμαινε προδοσία των επαναστατών της Δυτικής Ευρώπης, οι οποίοι πολεμούσαν τον σοβινισμό των αφεντικών τους. Συνέχιση του πολέμου, από την άλλη, σήμαινε τεράστιες θυσίες και, ενδεχομένως, μια ταπεινωτική ήττα. Κατά συνέπεια, επέλεξαν αρχικά μια τρίτη στρατηγική: ούτε πόλεμος ούτε ειρήνη. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, μία από τις ρητές προϋποθέσεις για κατάπαυση του πυρός ήταν ότι οι Κεντρικές Δυνάμεις δεν θα πήγαιναν τα στρατεύματά τους από το ρωσικό στο δυτικό μέτωπο. Οι λαοί της ευρωπαϊκής περιφέρειας βρίσκονται σήμερα σε μια παρόμοια θέση, περικυκλωμένοι από τις στρατιές του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και των νεοφιλελεύθερων απολογητών του. Ισως η καλύτερη στρατηγική που έχουν στη διάθεσή τους είναι να ζητήσουν ενισχύσεις, ενδυναμώνοντας ταυτόχρονα τη θέση των συμμάχων τους. Οι κύριοι σύμμαχοι των εργαζομένων στην περιφέρεια της Ευρώπης είναι οι εργαζόμενοι στον πυρήνα της. Το ισχυρότερο όπλο τους παραμένει η αλληλεγγύη.

 

…………………………………………………………………………………………………………………………………………….

 

* Eπίκουρος καθηγητής στην Πολιτική Φιλοσοφία, Πανεπιστήμιο Leiden, Ολλανδία

 

Scroll to top