Του Γιάννη Σβώλου
Την πρώτη του συναυλία με την ΚΟΑ μετά τη μη ανανέωση της επιτυχημένης θητείας του έδωσε στα μέσα Μαΐου ο Βασίλης Χριστόπουλος στην κατάμεστη αίθουσα του Μεγάρου Μουσικής (15/5/2014). Η άρτια προετοιμασμένη συναυλία, τέταρτη του φετινού «Κύκλου Μπραμς», άφησε άριστες εντυπώσεις.
Η βραδιά περιλάμβανε δύο έργα. Ξεκίνησε με το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ.1» του Μπραμς, τα οποίο ερμήνευσε η Αννα Βινίτσκαγια, νικήτρια του διεθνούς διαγωνισμού «Βασίλισσα Ελισάβετ» το 2007. Η 31χρονη Ρωσίδα πιανίστρια και ο 39χρονος Ελληνας αρχιμουσικός συνέκλιναν απόλυτα ως προς το ερμηνευτικό στίγμα και πρόσφεραν αναγνώσεις χαρακτηριστικά νεανικές, σύγχρονες, «νέας τεχνολογίας»: καθαρές γραμμές, τέλεια εστιασμένος ήχος, σφιχτός μουσικός ειρμός, νευρώδης φραστική, απουσία πλατειασμών, αποχή από συναισθηματισμούς. Οι δύο κινήθηκαν παράλληλα και κυρίως ισότιμα, ανανοηματοδοτώντας με ενδιαφέροντα τρόπο τον καταγραμμένα συγκρουσιακό/ανταγωνιστικό χαρακτήρα της συνάντησης πιάνου-ορχήστρας που δεσπόζει στο συγκεκριμένο έργο.
Η πιανίστρια διέθετε μουσικότητα, άριστη τεχνική και δέσιμο με την ορχήστρα, σβέλτο και αθλητικό παίξιμο (παρ’ ότι όχι «μεγάλο» ήχο), γερά νεύρα, πολύ καλή αντίληψη της μουσικής δραματουργίας και των αισθητικών ιδιαιτεροτήτων του έργου, γενική εποπτεία της δομής της παρτιτούρας. Παρ’ ότι η αδιάκοπη κυριαρχία της αδρεναλίνης δεν επέτρεψε στις λυρικές ανάπαυλες να προσλάβουν την αναμενόμενη γλύκα και το επιθυμητό βάρος –σπάνια μπορεί κανείς να τα ‘χει όλα!-, με βάση τις ουκ ολίγες στιγμές έντονης δράσης, η Βινίτσκαγια πρόσφερε μια εκτέλεση πραγματικά μεθυστικών εντάσεων.
Το δεύτερο μισό της συναυλίας αφιερώθηκε στη «Συμφωνία αρ.3» του ίδιου συνθέτη. Ο Χριστόπουλος αξιοποίησε στο μέγιστο τις πρόσφατα κεκτημένες, αυξημένες δεξιότητες της ορχήστρας και διέπλασε μια σφιχτοδεμένη, μυώδη, ρωμαλέα ανάγνωση ζυγιασμένων ισορροπιών, δομημένη σε μακρά, καλοχτισμένα σχήματα κορυφώσεων, αρθρωμένη με πειστικά δοσμένες μεταπτώσεις διαθέσεων: από ρευστά σε ρυθμικά-και-αιχμηρά, από άγρια και τεταμένα σε χαλαρά. Πολλοί ίσως θα προτιμούσαν το Pocco Allegretto δοσμένο πιο νοσταλγικά και μαλακά. Αντίθετα, το θυελλώδες, καταληκτικό Allegro παίχτηκε όσο ορμητικά, επιθετικά και άγρια ταίριαζε, με συναρπαστικό συνδυασμό αποφασιστικού ρυθμικού βηματισμού και υπερκείμενης, μυωδώς αρθρωμένης μελωδικής φραστικής. Η ποιότητα της εκτέλεσης, η όλο και πιο αβίαστη απόδοση της σύνθετης δομής, η ετοιμότητα των μουσικών φανερώνουν ότι το αθηναϊκό σύνολο βρίσκεται σε ανοδική τροχιά εξέλιξης, που δεν έχει αγγίξει ακόμη το άνω όριό της.