07/06/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Mια επίκαιρη παράσταση στο Φεστιβάλ Αθηνών

Η ρατσίστρια και οι πνιγμένοι μετανάστες στη Μεσόγειο

Ο νεαρός σκηνοθέτης Θέμελης Γλυνάτσης ανακάλυψε το έργο «Και τα ψάρια βγήκαν να πολεμήσουν ενάντια στους ανθρώπους» της τολμηρής Καταλανής συγγραφέως Ανχέλικα Λίντελ. Συμπυκνώνει τις καθημερινές τραγωδίες που συμβαίνουν στις θάλασσές μας. Και ξεβολεύει τον θεατή, βάζοντάς τον αντιμέτωπο με τη δική του, κρυμμένη ξενοφοβία και ευθύνη.
      Pin It

Της Εφης Μαρίνου

 

ΘΕΜΕΛΗΣ ΓΛΥΝΑΤΣΗΣΕνα παράξενο ζευγάρι στέκει στη σκηνή. Ο κύριος και η κυρία Πουτάνα σαν μικρή φεστιβαλική υπερπαραγωγή… Είναι κατάλευκοι μέσα σ’ ένα απειλητικό κατάμαυρο φόντο. Εκείνη έχει εμφάνιση τραγουδίστριας όπερας. Φόρεμα με ουρά στολισμένο με λουλουδάκια από χαρτί υγείας. Στο κεφάλι περούκα με καράβι και ψαράκια. Εκείνος είναι ντυμένος τενίστας. Μαύρα γυαλιά, άσπρο λινό σακάκι, πόλο. Η κυρία Πουτάνα είναι έξαλλη. Θυμάται τους «μαύρους» που ξεκινούν αμέριμνοι από τη χώρα τους για να θαλασσοπνιγούν στις ακτές της πατρίδας της, της Ισπανίας…

 

Είναι το έργο της Καταλανής Ανχέλικα Λίντελ «Και τα ψάρια βγήκαν να πολεμήσουν ενάντια στους ανθρώπους», που παρουσιάζει ο Θέμελης Γλυνάτσης στην Πειραιώς 260 στις 13 και 14 Ιουνίου. Μια ωριαία παράσταση, που όμως πυκνώνει με τραγικότητα και σαρκασμό ένα οδυνηρό θέμα: τους πνιγμούς των μεταναστών στις ισπανικές ακτές.

 

Η Λίντελ, που από το 1993 δουλεύει στη Μαδρίτη με το θέατρό της Atra Bilis Teatro, είναι μια πολύπλοκη καλλιτέχνις. Γράφει, σκηνοθετεί και ερμηνεύει τα έργα της, που κινούνται πάντα στην κόψη του ξυραφιού. Ακτιβίστρια στη γραφή και στη φόρμα, τολμηρή και προβοκάτορας. Με ματιά διεισδυτική και τρόπο άμεσο, απροκάλυπτο, η Λίντελ γίνεται επικίνδυνη για όσους εφησυχάζουν. Τα θέματά της ξύνουν κοινωνικές «ταπετσαρίες», ενοχλούν έως και πονούν. Εχει ήδη κερδίσει το απαιτητικό θεατρόφιλο κοινό – τα έργα της παίζονται σε μεγάλα φεστιβάλ, όπως του Βερολίνου και της Αβινιόν.

 

Το «Και τα ψάρια βγήκαν να πολεμήσουν ενάντια στους ανθρώπους» είναι ένας διάλογος ή μάλλον ένας «μη διάλογος» μεταξύ του κυρίου και της κυρίας Πουτάνα. Ετσι ονομάζονται οι ήρωες. Είναι το επίθετό τους και όχι η ιδιότητα που γνωρίζουμε εις την ελληνικήν… Ο άντρας δεν μιλά. Εκείνη όμως δεν βάζει γλώσσα μέσα. Ξεκινά αφηγούμενη την περσινή καλοκαιρινή της περιπέτεια. Ηταν σε μια παραλία όταν, αίφνης, έρχεται μια μετανάστρια και γεννά το μωρό της, εκεί μπροστά της. Και της χαλάει το μπάνιο. Η φλυαρία της αναπτύσσει μια απίθανα σουρεαλιστική εξίσωση: πνίγονται οι νέγροι και τους τρώνε τα ψάρια. Τότε ενοποιείται η ουσία του ψαριού μ’ αυτήν του νέγρου. Αρα πρέπει να σταματήσουμε να τρώμε ψάρια ή να τα δηλητηριάσουμε, αφού αν τα καταναλώσουμε τρώμε και τον νέγρο…

 

Και σταδιακά ο μονόλογος εκτοξεύεται στο διάστημα. Η γυναίκα οδηγείται σ’ ένα τέτοιο κρεσέντο όπου ο ρατσιστής καταρρέει, αυτοδιαλύεται εξαντλημένος από την αηδία του. Και ταυτίζεται με το… βδέλυγμα. Το ρατσιστικό παραλήρημα καταλήγει: «Κυρία Πουτάνα, εσείς κι εγώ είμαστε αφόρητα αηδιαστικές. Ξερνάω πάνω σας, δεν σας αντέχω πια». Σαν να πνίγεται μέσα στον εμετό της.

 

Ο Θέμελης Γλυνάτσης διάβασε το έργο, του άρεσε και το πρότεινε στο Φεστιβάλ.

 

«Η Λίντελ δημιουργεί δικές της αισθητικές. Επηρεασμένη από τους Ζενέ, Αρτό, Παζολίνι, τραβάει τον προσωπικό της δρόμο. Τα έργα της δεν είναι ρεαλιστικά, αλλά φευγάτα. Φέρουν έναν στενάχωρο και συγκινητικό προβληματισμό γύρω από τη θέση του καλλιτέχνη απέναντι σε θηριωδίες, είτε πρόκειται για πνιγμούς μεταναστών στη Μεσόγειο είτε για τη σφαγή των παιδιών από τον ακροδεξιό στη Σουηδία. Είναι προκλητικά, φλερτάρουν με την έννοια του χυδαίου. Στόχος της Λίντελ είναι να ξεβολέψει το κοινό, να το κάνει να αποδοκιμάσει τον εαυτό του. Η ίδια δεν ξέρει πώς να σταθεί απέναντι στα θέματά της κι αυτή ακριβώς η αμηχανία εγγράφεται στο έργο. Δεν προτείνει λύσεις πολιτικές, ούτε καν αισθητικές. Ειδικά στο συγκεκριμένο έργο, η συγγραφέας σηκώνει τα χέρια ψηλά».

 

• Ο ρατσισμός μπορεί να γιγαντωθεί τόσο που να εξολοθρεύει και τον ίδιο τον ρατσιστή;

 

«Η κυρία Πουτάνα έχει πιάσει ταβάνι… Εχουν ειπωθεί όλα. Δεν μπορεί να είναι περισσότερο προσβλητική, επιθετική, εξευτελιστική, βδελυρή για τους μετανάστες που πνίγονται προσπαθώντας να φτάσουν στη χώρα της. Η ύπουλη δυναμική του κειμένου λειτουργεί καίρια πάνω στο φεστιβαλικό κοινό, που ταλαντεύεται μεταξύ ταύτισης και απώθησης. Τη στιγμή που σκέφτεται «εγώ δεν είμαι σαν αυτούς», αναγνωρίζει μέσα του τον υφέρποντα ρατσισμό. Το έργο δεν αφήνει σε χλωρό κλαδί τους θεατές. Κι αυτό με χιούμορ. Το γεγονός ότι η φράση «Κυρία Πουτάνα» επαναλαμβάνεται πάμπολλες φορές κάνει το κείμενο ακόμα πιο σουρεαλιστικό στην ελληνική απόδοση. Οι συλλογισμοί που αναπτύσσει η κυρία μιλώντας για τους «νέγρους» παραπέμπουν σε μαθηματικό αξίωμα. Αν προσπεράσεις το αρχικό στάδιο του γέλιου, είναι φρικαλέοι. Ο κύριος Πουτάνα δεν μιλάει. Συμφωνεί απόλυτα μαζί της με κινήσεις και ήχους που βγάζει».

 

• Το τρίτο πρόσωπο της ιστορίας είναι μια φωνή off. Της συγγραφέως;

 

«Η Λίντελ στην έξαρση της κυρίας Πουτάνα ενθέτει αντιστικτικά τρεις σκληρούς μονολόγους σαν μικρά ήσυχα χορικά. Είναι εκείνη που παρεμβαίνει γνωστοποιώντας στοιχεία και στατιστικές σχετικές με τους πνιγμούς των μεταναστών. Πώς αντιμετωπίζεται το θέμα από το κράτος; Πώς μπορείς να θεωρείς τον θάνατο κάποιου μόνο πρόβλημα για εσένα; Πώς ο καλλιτέχνης δηλώνει παραλυμένος μπροστά στο φαινόμενο; Το κείμενο της φωνής έχει τη θέση ενός δεύτερου διαλογικού επιπέδου μεταξύ του δημιουργού και του έργου του. Είναι κάπως σαν καθρέφτισμα πάνω στο καθρέφτισμα πάνω στο καθρέφτισμα. Στον πρώτο γύρο εκλογών άκουσα σε τηλεοπτικό πάνελ μια κυρία της Ν.Δ. να λέει το καταπληκτικό: «το πρόβλημα δεν είναι ότι πνίγονται οι μετανάστες, αλλά τα καρτέλ που βρίσκονται από πίσω». Και τότε διαπιστώνεις ότι η ακραία θεωρία της κυρίας Πουτάνα δεν είναι ακραία…».

 

• Πώς στήνεται σκηνικά η ειδυλλιακή συνάντηση του ζεύγους Πουτάνα;..

 

«Τους φαντάστηκε σε σκάφος, όχι σε παραλία. Στη σκηνή δύο πεντάμετροι φωτεινοί διάδρομοι τέμνονται. Στον καθένα στέκεται ο κύριος και η κυρία. Το σκηνικό παίζει με το μαύρο και το άσπρο, με τον λευκό και τον μη λευκό. Είναι λοιπόν δυο τύποι αηδιαστικά λευκοί μέσα στο κατασκόταδο. Βαμμένοι και ντυμένοι στα λευκά. Δεν υπάρχει απόχρωση δέρματος. Μουσικός και ηχολήπτης έχουν φτιάξει ένα ηχητικό πλάνο που αγκαλιάζει τον χώρο. Ο ήχος έρχεται από επτά διαφορετικές πηγές. Από το βάθος, γύρω και κάτω από το κοινό, δίνοντας την αίσθηση ότι όλο αυτό γίνεται υπό το νερό».

 

………………………………………………………………………………………..

 

Καλλιτέχνες στην Ελλάδα: κηπουροί στην έρημο

 

• Λέμε ότι τα πράγματα είναι δύσκολα για τους νέους καλλιτέχνες, ωστόσο δεν σταματούν να δημιουργούν.

 

«Ο καλλιτέχνης είναι μια συμπλεγματική ύπαρξη έτσι κι αλλιώς. Στην Ελλάδα βρισκόμαστε παγιδευμένοι μεταξύ μιας βιομηχανίας θεαμάτων και ενός φεστιβάλ. Απ’ την άλλη έχουμε τρομακτική ανάγκη να δουλέψουμε με διαφορετικούς τρόπους, να πειραματιστούμε. Ζούμε σ’ ένα κράτος που απεχθάνεται τον πολιτισμό. Σαν να είμαστε κηπουροί και να μας στέλνουν στην έρημο…».

 

• Η κοινωνική πραγματικότητα δεν αποτελεί έμπνευση;

 

«Το θέμα είναι πώς καταφέρνεις να πεις κάτι ουσιαστικό χωρίς φτηνή καταγγελία, αφήνοντας το δικαίωμα στο μυστήριο. Αν αναρωτηθούμε ποια είναι η θέση του καλλιτέχνη στην πολιτική πραγματικότητα, τότε προηγείται το ερώτημα περί της θέσης του καλλιτέχνη, τελεία. Το θεσμικό θέατρο ηδονίζεται με την επικαιρότητα κι αυτό είναι πρόβλημα γιατί έτσι φετιχοποιείται. Δεν πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης δείχνει το πολιτικό του ήθος κάνοντας μόνο πολιτικό θέατρο. Και τη “Φαίδρα” του Ρακίνα μπορείς να κάνεις πολιτικά, ανάλογα με τη ματιά σου, τους συνεργάτες που επιλέγεις. Η εξέλιξη και η ανατροπή της αισθητικής σου συνιστούν πολιτική στάση. Πάντως σήμερα δεν έχεις επιλογή να μη σκέφτεσαι πολιτικά. Δεν μας έφταναν οι απαίδευτοι πολιτικοί -δεν διαβάζουν όχι μόνο λογοτεχνία, ούτε καν πολιτική θεωρία-, τώρα στέλνουμε στο Ευρωκοινοβούλιο τρεις φασίστες. Αγρια πράγματα, ξετσίπωτα. Κι ένα λαϊκισμός αναδύεται απ' όλους τους χώρους, λίπασμα και ποτιστήρι για τη Χρυσή Αυγή».

 

……………………………………………………………………………………………

 

Ο χρυσαυγίτης ο πολλά βαρύς

 

• Πώς εξηγείτε τη θεαματική άνοδο της Χρυσής Αυγής;

 

«Υπάρχουν τα πολιτικά επιχειρήματα, αλλά εγώ έχω και μια άλλη προσέγγιση. Η κρίση έχει επιφέρει ένα τεράστιο πλήγμα στον ανδρισμό του Ελληνα. Η χώρα μας, ανέκαθεν, τιμά την έννοια του αρσενικού… Ξάφνου αυτό το αγαθό κατέστη άχρηστο αφού η χώρα βιάστηκε – η σεξουαλική μεταφορά λειτουργεί μια χαρά… Ο άντρας επλήγη στο πιο καίριο σημείο. Ανεργος, χωρίς λεφτά, χωρίς ταυτότητα, χωρίς χώρο, αλλά με χρόνο ελεύθερο. Κι αν στην αρχαία Ελλάδα η υπονόμευση του αρσενικού οδήγησε στην παρένδυση, δηλαδή στην τέχνη του θεάτρου, στη σύγχρονη Ελλάδα το σύμβολο είναι ο άντρας ο πολλά βαρύς. Πού είναι τώρα; Στη Χρυσή Αυγή. Η παράταξη αυτή, έχοντας πλάσει την πιο συντηρητική και οπισθοδρομική -αλλά σίγουρη- εικονογραφία του αρσενικού, προσφέρει σ’ αυτόν τον ακυρωμένο άντρα ταυτότητα και γέμισμα χρόνου. Στρατολογεί νέους που αισθάνονται βιασμένοι, χωρίς τιμή, χωρίς δουλειά, χωρίς μόρφωση, αλλά με άπλετο χρόνο στη διάθεσή τους. Τους ξανακάνει άντρες, τους δίνει ρόλο, τους φτιάχνει μια ταυτότητα απλή, αλλά με δηλωμένη την έννοια της αδελφοσύνης. Τους βαπτίζει Blood Brothers. Τους ξαμολάει στα βουνά ημίγυμνους να κάνουν σκοποβολή και να φωτογραφίζουν ο ένας τον άλλον. Τρέλα. Ετσι εξηγείται και η κρυπτοομοφυλοφιλία της εικονογραφίας του φασισμού. Υπάρχει συνεχώς ένα καθρέφτισμα του ανδρισμού. Κι άλλος ανδρισμός, κι άλλος, κι άλλος»…

 

• Λέτε δηλαδή ότι η Χρυσή Αυγή είναι γέννημα, κυρίως, της οικονομικής κρίσης.

 

«Δεν είναι μόνο οι μετανάστες που έδωσαν τροφή. Οταν βιάζεται μια ταυτότητα που πάνω της βασιζόταν ένα ολόκληρο σύστημα αξιών, οφείλεις να δεις κι αυτή τη διάσταση. Αυτό που διακρίνω είναι ότι μια φασίζουσα αύρα αρχίζει να διαποτίζει και τον λόγο άλλων κομμάτων. Ακούω εκπροσώπους της Αριστεράς να μιλούν για πατρίδα, για πατριώτες. Υπάρχει και η λέξη χώρα. Να πώς επηρεάζεται υπόγεια η γλώσσα και το νόημά της».

 

*INFO: Φεστιβάλ Αθηνών/Πειραιώς 260, Κτίριο Ε. «Και τα ψάρια βγήκαν να πολεμήσουν ενάντια στους ανθρώπους» της Ανχέλικα Λίντελ, από την Εταιρεία Θεάτρου DOT & Ομάδα ΑΤΟΝΑ. Μετάφραση: Κων/νος Παλαιολόγος-Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου. Σκηνοθεσία: Θέμελης Γλυνάτσης. Μουσική: Silent Move. Ηχοληψία: Γιώργος Κασιανός. Σκηνικά: Αδριανός Ζαχαριάς: Κοστούμια: Μαργαρίτα Δοσούλα. Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα. Παίζουν: Σοφία Μαραθάκη. Νέστορας Κοψιάς. Φωνή: Αλεξάνδρα Ντεληθέου. 13, 14 Ιουνίου, 21:00.

 

[email protected]

 

Scroll to top