07/06/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

Το βλέμμα και η γλώσσα της εξορίας

Μέλπω Αξιώτη «Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη [République - Bastille]». Εισαγωγή-επιμέλεια: Μαίρη Μικέ, μετάφραση-επίμετρο: Τιτίκα Δημητρούλια, Αγρα, 2014, σελ. .
      Pin It

Μέλπω Αξιώτη
«Ρεπυμπλίκ – Βαστίλλη [République - Bastille]».
Εισαγωγή-επιμέλεια: Μαίρη Μικέ, μετάφραση-επίμετρο: Τιτίκα Δημητρούλια, Αγρα, 2014, σελ. 243

 

Του Αριστοτέλη Σαΐνη

 

Το προπολεμικό αφηγηματικό έργο της Αξιώτη (1905-1973) συνιστούσε μια πρώιμη συνολική ρήξη με τις παραδοσιακές φόρμες αφήγησης και την καθιερωμένη γλώσσα της λογοτεχνίας. Ο μνημονικός μονόλογος στις «Δύσκολες Νύχτες» (1938), οι υπερρεαλίζουσες εικόνες στο «Θέλετε να χορέψομε Μαρία;» (1940) ξάφνιασαν τους αναγνώστες και προκάλεσαν αμηχανία στους κριτικούς. Παραγκωνισμένα για χρόνια, τα κείμενά της άργησαν να αποκαλύψουν τον παλίμψηστο μυθιστορηματικό τους κόσμο με το κοινό αυτοβιογραφικό υπόβαθρο, τις υπόγειες θεματικές ομοιότητες και τις ιστορίες που αλληλοσυμπληρώνονται. Η συντακτική χαλαρότητα, η κειμενική απροσδιοριστία, η κατάργηση της λογικής αλληλουχίας των εικόνων, σε συνδυασμό με την ιδιότυπη γλώσσα της, αποδόθηκαν αρχικά σε υπερρεαλιστικές επιδράσεις, τις οποίες η ίδια εξάλλου αναγνώρισε αργότερα, «αποκηρύσσοντας» τα πρώτα της βιβλία. Είναι η εποχή που τη νεωτεριστική διάθεση της δημιουργίας της αναστέλλει το αγωνιστικό φρόνημα που επιβάλλουν οι καιροί και η ιδεολογική στράτευση. Προτρέχουν η συμμετοχή και η δράση.

 

Τα «Χρονικά» του 1945, η γαλλική αρθρογραφία και τα ποιήματα της πρώτης εξορίας, τα «διηγήματα-εικόνες» της συλλογής «Σύντροφοι, καλημέρα!» (1953), τα δοκίμια και τα πολιτικά κείμενα της ίδιας περιόδου μαρτυρούν τις ιδεολογικές αναστολές. Η επανάκαμψη της πρωτοποριακής της φωνής θα έρθει το 1959 με το ποιητικό «Κοντραμπάντο», για να ακολουθήσουν οι συνθετικές «διηγήσεις» της ωριμότητας: «Το Σπίτι μου» (1965) και η μυθοπλαστική αυτοβιογραφία («Η Κάδμω», 1972), που συνοψίζοντας το μυθιστορηματικό εγχείρημα ανακαλεί και διαλέγεται με το μυθοπλαστικό σύμπαν των προηγούμενων κειμένων.

 

Το λανθάνον, για εξήντα και πλέον χρόνια, ανά χείρας μυθιστόρημα βρίσκεται στο μεταίχμιο, γεφυρώνοντας ωστόσο το προπολεμικό με το ώριμο έργο της. Γράφεται απευθείας στα γαλλικά (Νοέμβριος 1948 – Μάιος 1949) -στον απόηχο της θριαμβευτικής υποδοχής του «Εικοστού αιώνα» (με πρόλογο του Αραγκόν)-, στο Παρίσι, όπου έχει καταφύγει από το 1947 η Αξιώτη ως «λογοτέχνις» για σπουδές∙ στην πραγματικότητα για να ξεφύγει από τις συνέπειες της αντιστασιακής της δράσης.

 

Το μυθιστόρημα συμπυκνώνει την εμπειρία της εξορίας. Μια εκπατρισμένη συγγραφέας αγωνίζεται να ξαναρχίσει τη ζωή της, στο τρίτο διαμέρισμα του Παρισιού, μεταξύ Ρεπυμπλίκ και Βαστίλλης. Η προσχηματική τριτοπρόσωπη αφήγηση παραμένει έμμονα εστιασμένη στη συνείδηση της Λίζας, που δεν αποτελεί παρά αφηγηματικό προσωπείο της συγγραφέως. Με τον φόβο φωλιασμένο στην καρδιά της, η Λίζα περιφέρει την άγουρη ματιά της στο ομιχλώδες ανοιξιάτικο Παρίσι, φτιάχνοντας ιστορίες στο κεφάλι της. Η άφιξη και το «πρώτο ξύπνημα» δεν αποτελούν παρά αφορμές για μνημονικές καταδύσεις όλο και βαθύτερα στο παρελθόν: από τις εμπειρίες του ταξιδιού στις οδυνηρές αναμνήσεις της κατοχής και του εμφυλίου, και από τις νοσταλγικές μνήμες της γαλλικής παιδείας στις ερωτικές αναμνήσεις. Παντού κυριαρχούν ωστόσο η απελπισμένη αγωνία και ο φόβος για το αύριο. Το εξόριστο υποκείμενο διχασμένο ανάμεσα σε δύο χώρες, ανάμεσα σε δύο γλώσσες, ανάμεσα σε δύο ζωές. Τι είναι πατρίδα; Τι είναι ζωή; Τι σημαίνει μιλώ και γράφω σε μια ξένη γλώσσα; Ο παγωμένος χειμώνας ρίχνει δυσοίωνα την αυλαία. Η Λίζα απελαύνεται από τη Γαλλία ακριβώς τη στιγμή που προσπαθούσε να αγκιστρωθεί «στις αιώνιες όχθες της ζωής…».

 

Και η ζωή αντιγράφει την τέχνη. Η πραγματική απέλαση της Αξιώτη στην Ανατολική Γερμανία (1950) ματαιώνει κάθε σχέδιο έκδοσης. Το βιβλίο παραμένει ανέκδοτο. Κυκλοφορεί ωστόσο κομματιασμένο, κρυφά και υπόγεια σε όλο της το έργο. Στην οδύσσεια της εξορίας στις ανατολικές Δημοκρατίες η Αξιώτη «αυτομεταφράζεται», αποδίδοντας με δημιουργικό τρόπο τμήματα του γαλλικού βιβλίου. Σπαράγματά του ενσφηνώνονται σε διηγήματα, θραύσματά του ενσωματώνονται σε ποιήματα, πυρήνες εικόνων και μοτίβα εντάσσονται σε διαφορετικά συμφραζόμενα. Και αν αρχικά επιλέγονται τα τμήματα που χαρακτηρίζονται από αγωνιστικό και αισιόδοξο πνεύμα, τα πιο προσωπικά τμήματα (ο πόνος του νόστου, η ελπίδα μαζί με την απελπισία, ο έρωτας αντάμα με τον θάνατο κ.λπ.) αποσιωπούνται μέχρι να βρουν την οικεία θέση τους, στα ποιήματα των «Θαλασσινών» (1961-62).

 

Αυτολογοκρισία; Εκεί καταλήγει η επιμελήτρια του τόμου και συστηματική ερευνήτρια του έργου της Αξιώτη, η οποία στην εμπεριστατωμένη εισαγωγή της εξετάζει τη σχέση του μυθιστορήματος με τη γαλλική παραγωγή της ίδιας περιόδου και εντάσσει το βιβλίο στο συνολικό έργο της Αξιώτη. Παραπληρωματικά λειτουργούν οι σημειώσεις της μεταφράστριας στο επίμετρο του τόμου, που αντιμετωπίζουν αυτή την «οριακή εμπειρία διγλωσσίας» παρακολουθώντας τις στενές σχέσεις του βιβλίου με την προηγούμενη και την επόμενη λογοτεχνική παραγωγή της Αξιώτη. Κυρίως όμως εξηγούν τις μεταφραστικές επιλογές. Πρόκειται για μια φιλόδοξη μετάφραση που αγωνίστηκε και κατάφερε να δημιουργήσει ένα κείμενο που αφήνει να διαφανεί μέσα από τη δική του γραφή «η διαμεσολάβηση του γαλλικού», την ίδια ώρα που «κυριαρχεί η ελληνικά εκφρασμένη ιδιοπροσωπία της Αξιώτη». Ενα κείμενο που αφομοιώνει τα ιδιαίτερα γλωσσολογικά χαρακτηριστικά και το ιδιοσυγκρασιακό ύφος της Μυκονιάτισσας συγγραφέως για να αποδώσει τον οικείο στους αναγνώστες εσωτερικό ρυθμό της χαρακτηριστικής της πρόζας. Το γλωσσικό αισθητήριο και η κριτική οξύνοια της μεταφράστριας συνδυάζονται με τη φιλολογική εμβρίθεια της επιμελήτριας για να παρουσιάσουν μια από τις πιο άρτιες φιλολογικές εκδόσεις των τελευταίων χρόνων. Πραγματική αναγνωστική απόλαυση.

 

Scroll to top