07/06/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΜΗΧΑΝΕΣ ΤΟΥ ΝΟΥ Η γνωστική περιπέτεια τον 21ιο αιώνα

Ο διάλογος Επιστήμης Φιλοσοφίας

Για τον Αριστείδη Μπαλτά και το έργο του δεν χρειάζονται ιδιαίτερες συστάσεις. Η συμβολή του στην ανάπτυξη της επιστημολογικής παιδείας και σκέψης στην Ελλάδα αναγνωρίζεται σήμερα από όλους. Δεν ήταν, ωστόσο, πάντοτε έτσι. Μέχρι πριν από τρεις μόλις δεκαετίες η «επιστημολογία» –η φιλοσοφία, η μεθοδολογία και η ιστορία των επιστημών–.
      Pin It

«Οι επιστήμονες των φυσικών επιστημών αγνοούν ή υποτιμούν πλήρως τη Φιλοσοφία. Θεωρούν ότι δεν έχει να τους προσφέρει τίποτε. Ή, ακόμη χειρότερα, ότι προσελκύει μόνον τους αποτυχημένους επιστήμονες», υποστηρίζει ο Αριστείδης Μπαλτάς καυτηριάζοντας την κυρίαρχη «επιστημονική» νοοτροπία

 

ΣΠΥΡΟΣ ΜΑΝΟΥΣΕΛΗΣΓράφει ο Σπύρος Μανουσέλης

 

• Η δημιουργία του βιβλίου «Φιλοσοφία και επιστήμες στον εικοστό αιώνα» αποτελεί ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον ερευνητικό και διδακτικό πείραμα. Θα θέλατε να μας εξηγήσετε σε τι συνίσταται η ιδιοτυπία του και ποιους στόχους θέσατε όταν με τους μαθητές-συνεργάτες σας αποφασίσατε τη συγγραφή του;

 

Η ιδέα ήταν η εξής. Δίδασκα ένα εισαγωγικό μεταπτυχιακό μάθημα στη Φιλοσοφία της Επιστήμης του εικοστού αιώνα και είχαμε όλοι -διδάσκων και διδασκόμενοι- ανάγκη σημειώσεων για το μάθημα. Σκέφτηκα λοιπόν το εξής πείραμα: να ζητήσω εθελοντές και εθελόντριες ανάμεσα σε εκείνους και εκείνες που παρακολουθούσαν το μάθημα για να γράψουν από ένα κεφάλαιο. Τη δουλειά τους θα την έβλεπα εγώ, θα τη διόρθωνα, θα την έγραφαν ξανά, και μετά από τους απαραίτητους κύκλους γραφής-διόρθωσης, το κατασταλαγμένο πια προϊόν θα αποτελούσε μέρος των διδακτικών σημειώσεων για την επόμενη χρονιά μεταπτυχιακών φοιτητών.

 

Το συγγραφικό πείραμα αποσκοπούσε να δείξει ότι οι μεταπτυχιακοί φοιτητές είναι ικανοί να γράψουν από μόνοι τους το διδακτικό εγχειρίδιο που θα τους ικανοποιούσε. Και μάλιστα ότι ίσως είναι οι πλέον κατάλληλοι, αφού γνωρίζουν οι ίδιοι τις δυσκολίες κατανόησης που συνάντησαν, εκείνες τις δυσκολίες που προσπάθησαν να προκαταλάβουν, δηλαδή να τις απαντήσουν προκαταβολικά, προς χάριν του μελλοντικού αναγνώστη.

 

Τουλάχιστον κατ’ εμέ, το πείραμα πέτυχε απολύτως. Ολες οι εργασίες -τα κεφάλαια του τόμου- είναι, θα τολμούσα να ισχυριστώ, διεθνούς επιπέδου. Αργήσαμε ίσως υπερβολικά να εκδώσουμε το σύνολο σε βιβλίο. Αλλά ήθελα να κατασταλάξει πρώτα η ύλη, να συμπληρωθούν με την ίδια μέθοδο πρόσθετα κεφάλαια κ.ο.κ. Τελικά εκτίμησα ότι τα πράγματα είχαν ωριμάσει και ζήτησα από τον Κώστα Στεργιόπουλο, διδάκτορα πλέον του Προγράμματός μας και έναν από εκείνους που είχαν μετάσχει από την αρχή στο πείραμα, να εκδώσουμε μαζί το βιβλίο και να γράψουμε από κοινού την εισαγωγή.

 

Το γράψιμο της Εισαγωγής μάς πήρε πολύ χρόνο και χρειάστηκαν πολλές, έντονες και εξαιρετικά γόνιμες συζητήσεις μεταξύ μας. Γιατί θέλαμε την εισαγωγή κατά τον δυνατόν πλήρη, να περιλαμβάνει και τις εννοιολογικές και τις ιστορικές και τις κοινωνιολογικές και τις θεσμικές και τις «εθνικές» διαστάσεις της φιλοσοφίας της επιστήμης στον εικοστό αιώνα. Και ταυτόχρονα τη θέλαμε να είναι κυριολεκτικά εισαγωγή, ικανή να διαβαστεί χωρίς προηγούμενη εξοικείωση με το αντικείμενο.

 

Τόσο η Εισαγωγή όσο και ο τόμος ολόκληρος εμάς μας ικανοποιεί. Χωρίς να κομπάζω, θα αποτολμούσα τον ισχυρισμό ότι τόσο τα κείμενα του βιβλίου όσο και η Εισαγωγή είναι έργα πρωτότυπα, που ανταποκρίνονται σε όλα τα διεθνώς καθιερωμένα συναφή κριτήρια. Μένει, βέβαια, το έργο να ικανοποιήσει και εσάς. Τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες.

 

• Πρόκειται λοιπόν για συστηματική «εισαγωγή» στη σύγχρονη επιστημολογική σκέψη και όχι για «εκλαΐκευση» κάποιων δύσπεπτων φιλοσοφικών εννοιών και προσεγγίσεων. Συχνά συγχέονται αυτές οι τόσο διαφορετικές προσεγγίσεις, υπάρχουν όμως σαφή όρια ανάμεσα στην εισαγωγή και την εκλαΐκευση;

 

Εχετε δίκιο να ρωτάτε, διότι στα καθ’ ημάς επικρατεί συχνά η σύγχυση που επισημαίνετε. Πολλοί που ξεκινούν σπουδές στη φιλοσοφία της επιστήμης προσέρχονται σε αυτήν επειδή πιστεύουν ότι θα καταλάβουν εύκολα, χωρίς να καταβάλουν τον απαιτούμενο κόπο, τις δύσκολες επιστημονικές θεωρίες στη Φυσική, στα Μαθηματικά, στη Βιολογία κ.λπ.

 

Η πλάνη είναι μεγάλη. Η φιλοσοφία της επιστήμης είναι κλάδος της Φιλοσοφίας που δεν έχει τίποτε να κάνει με εκλαΐκευση. Κάθε κλάδος της φιλοσοφίας έχει τη δική του αυστηρή πειθαρχία, που απαιτεί τον ανάλογο κόπο για να κατανοηθεί και, ακόμη περισσότερο, για να ασκηθεί γόνιμα και δημιουργικά.

 

Θα έλεγα, μάλιστα, ότι σε όσα αφορούν τη φιλοσοφία της επιστήμης ο κόπος είναι μεγαλύτερος, γιατί απαιτείται επιπρόσθετα η ανεξάρτητη εξοικείωση με κάποιες τουλάχιστον από τις επιστήμες. Σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, όπου η φιλοσοφία της επιστήμης αποτελεί διακριτό κλάδο σπουδών, εκείνος ή εκείνη που θέλει να τον ακολουθήσει οφείλει να έχει ήδη, ή να αποκτήσει παράλληλα, πτυχίο σε μία τουλάχιστον διακριτή επιστήμη.

 

Ενας από τους λόγους που ωθούν στη σύγχυση είναι ότι οι επιστήμονες των φυσικών επιστημών αγνοούν ή υποτιμούν πλήρως τη φιλοσοφία. Θεωρούν ότι δεν έχει να τους προσφέρει τίποτε. Ή, ακόμη χειρότερα, ότι προσελκύει μόνον τους αποτυχημένους επιστήμονες.

 

Πρόκειται για κατάλοιπο της επί δεκαετίες κυριαρχίας του Λογικού Θετικισμού στα πανεπιστήμια του λεγόμενου αναπτυγμένου κόσμου. Κυριαρχία ανεπίγνωστη, που έφτασε στο σημείο να εκλαμβάνει τις θέσεις του Λογικού Θετικισμού -σήμερα θεωρούμενες ως γνησίως και πλήρως ξεπερασμένες από φιλοσοφική άποψη- ως προφανείς και αυτονόητες «αλήθειες». Το γιατί και το πώς, ωστόσο, θα πήγαινε τη συζήτησή μας πολύ μακριά…

 

Από την άλλη μεριά, δεν αμφισβητώ καθόλου ότι υπάρχουν εξαιρετικά βιβλία εκλαΐκευσης που, σε ό,τι αφορά τον ιδιαίτερο στόχο τους, κάνουν πολύ καλή δουλειά.

 

• Γιατί, ωστόσο, επιλέξατε τον συγκεκριμένο τίτλο «Φιλοσοφία και επιστήμες», με τη Φιλοσοφία στον ενικό και τις επιστήμες στον πληθυντικό; Γιατί όχι, π.χ., και τα δύο στον ενικό ή, εναλλακτικά, στον πληθυντικό; Μήπως υπονοείτε ότι η Φιλοσοφία χαρακτηρίζεται από μια ενιαία ιστορικά και μεθοδολογικά προσέγγιση ή γνωστική παράδοση που οι επιμέρους φυσικές επιστήμες δεν διαθέτουν;

 

Ενδιαφέρουσα ερώτηση. Θα έλεγα ότι οι επιστήμες είναι πολλές, γιατί καθεμιά διαθέτει διακριτό αντικείμενο. Για παράδειγμα, άλλα είναι τα φυσικά φαινόμενα, άλλα τα χημικά, άλλα τα βιολογικά. Και κάθε επιστήμη έχει τον ιδιαίτερο δικό της διακριτό τρόπο να οικοδομεί τη γνώση του αντικειμένου της. Για παράδειγμα, οι έννοιες στη Φυσική έχουν μαθηματική «υπόσταση», αν επιτρέπεται εδώ ο όρος, και οι φυσικοί νόμοι είναι ταυτόχρονα μαθηματικές εξισώσεις. Αυτό δεν συμβαίνει ούτε στις «κοντινές» επιστήμες της Χημείας ή της Βιολογίας.

 

Η ιδέα ότι η επιστήμη είναι μία προέρχεται ουσιαστικά από τον Καρτέσιο και την έμφαση που ο ίδιος έδωσε στη «Μέθοδο». Από εκεί προκύπτει η ιδέα του Λογικού Θετικισμού ότι η «επιστημονική μέθοδος» αποτελεί τη λυδία λίθο τού τι είναι επιστημονικό. Αλλά τελικά η ιδέα αποδείχθηκε στείρα και παραπλανητική. Τουλάχιστον για μένα, και σε αυτό ειδικά το σημείο, η προσέγγιση του Αριστοτέλη -ότι σε κάθε γνωστικό αντικείμενο αντιστοιχεί η δική του διακριτή μέθοδος- είναι πολύ περισσότερο σαφής και γόνιμη. Και ανταποκρίνεται πολύ καλύτερα στα πράγματα.

 

Από την άλλη μεριά, η φιλοσοφία δεν είναι επιστήμη. Μπορεί να έχει σχέση με τις επιστήμες, μπορεί να αποζητά τρόπους να περικυκλώσει γενικότερα ερωτήματα, όπως π.χ. τι είναι γνώση ή αλήθεια, αλλά έχει ταυτόχρονα εντελώς άλλα μελήματα, που σχετίζονται με την ηθική, την πολιτική, την αισθητική κ.λπ.

 

Ενα συνεπές φιλοσοφικό σύστημα ή, ηπιότερα, μια συνεπής φιλοσοφική προσέγγιση οφείλει να περιλαμβάνει μια πραγμάτευση και του αληθούς και του αγαθού, και του δέοντος και του ωραίου. Επιπλέον, η φιλοσοφία έχει, όπως είπαμε, τη δική της εσωτερική πειθαρχία και τις δικές της σχέσεις με το δικό της παρελθόν. Κάθε σημαντικός φιλόσοφος οφείλει να αναμετρηθεί με ολόκληρο το παρελθόν της φιλοσοφίας προκειμένου να διατυπώσει τη δική του φιλοσοφική πρόταση. Με τις επιστήμες δεν συμβαίνει το ίδιο: οι παλιότερες επιστημονικές θεωρίες δεν αποτελούν αντικείμενο της σύγχρονης επιστήμης. Ξεπερνιούνται οριστικά.

 

• Μια σημαντική πτυχή του συγγραφικού σας έργου διερευνά και αναδεικνύει τον αναπόφευκτα ιστορικό, πολιτισμικό και κοινωνικό χαρακτήρα κάθε μορφής γνώσης, και ειδικότερα της επιστημονικής. Ομως, η διαρκής ανάπτυξη και η εξέλιξη της επιστημονικής γνώσης δεν υποδηλώνει ότι οι επιστημονικές αναζητήσεις κάθε εποχής είναι σχετικά αυτόνομες από τους ιστορικούς-κοινωνικούς επικαθορισμούς και τις οικονομικές σκοπιμότητες;

 

«Βεβαίως και είναι σχετικά αυτόνομες. Το αν ισχύει ή δεν ισχύει ο νόμος της βαρύτητας του Νεύτωνα δεν εξαρτάται ούτε από εποχή ούτε από κοινωνικές σχέσεις ούτε από οικονομικά ή άλλα συμφέροντα. Σίγουρα! Αλλά από την άλλη μεριά, το γεγονός ότι μια φυσική θεωρία, για παράδειγμα, διατυπώθηκε μια συγκεκριμένη εποχή, σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον, υπό δεδομένες κοινωνικές σχέσεις και σε μια συγκεκριμένη περιρρέουσα ατμόσφαιρα ιδεών καθιστά ακριβώς την εν λόγω αυτονομία μόνον σχετική και όχι απόλυτη.

 

Ο ακριβής εντοπισμός της διαφοράς μεταξύ «απόλυτου» και «σχετικού» είναι δουλειά της Φιλοσοφίας, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Όπως υπαινιχθήκατε, όντως μεγάλο μέρος της δικής μου δουλειάς αποτέλεσε η προσπάθεια για αυτόν τον εντοπισμό. Ξεκινώ από τη διάκριση μεταξύ επιστημονικής έννοιας και απλής ιδέας, διαπιστώνω ότι οι επιστημονικές έννοιες συγκροτούν επιστημονικό σύστημα, όπου κάθε έννοια ορίζεται αυστηρά μέσω των υπολοίπων. Προχωρώ στη διερεύνηση του τι είναι επιστημονικό αντικείμενο και πώς οι πειραματικές συναλλαγές (οι τρόποι πειραματικού ελέγχου των θεωρητικών υποθέσεων) συνδέουν εννοιολογικό σύστημα και αντικείμενο, και προσπαθώ να πάω παρακάτω.

 

Αναγνωρίζοντας πάντα ότι καμιά επιστημονική έννοια δεν είναι απολύτως καθαρή, επιστημονικά «αγνή», χωρίς να εμφιλοχωρούν σε αυτήν κάποιες άκριτες προκαταλήψεις οι οποίες δεν έχουν υποστεί κριτική και δεν έχουν αρθεί. Προκαταλήψεις που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ιδεολογικές». Αλλά ας σταματήσω εδώ. Ας μην υποκύψω στον πειρασμό να κάνω διάλεξη ή… μάθημα!

 

• Η μελέτη της ιστορίας της επιστήμης μάς διδάσκει ότι μια αμιγώς κοινωνικοπολιτική, οικονομική ή ακόμη και καθαρά ταξική ανάλυση της επιστημονικής περιπέτειας δεν είναι απλώς αφελής φιλοσοφικά αλλά και καταστροφική, τόσο για την επιστήμη όσο και για την κοινωνία. Τελικά, επηρεάζουν και πώς την ανάπτυξη της επιστήμης οι κοινωνικές και οι ταξικές σχέσεις; Σε ποιο βαθμό η κοινωνία μπορεί ή, ενδεχομένως, πρέπει να παρεμβαίνει στην ανάπτυξη της επιστήμης;

 

Να διευκρινίσω λίγο την προηγούμενη απάντηση. Η δυσκολία επακριβούς εντοπισμού τού πώς η σχετική αυτονομία μιας επιστήμης από την κοινωνία είναι ταυτόχρονα και αυτονομία και σχετική έχει οδηγήσει τη φιλοσοφική έρευνα της επιστήμης να ταλαντεύεται σαν εκκρεμές ανάμεσα σε δύο άκρα. Στο άκρο που περιορίζεται τελικά στο «αυτονομία» και στο άκρο που επικεντρώνεται αποκλειστικά στο «σχετική», καθιστώντας ωστόσο έτσι -βλέπετε την ειρωνεία- απόλυτη την κοινωνική ή και ταξική εξάρτηση της επιστήμης. Στο ένα άκρο βρίσκουμε, αν θέλετε, τον Λογικό Θετικισμό, στο άλλο άκρο προσεγγίσεις σαν αυτές του Ζντάνοφ ή του Λισένκο. Καμιά από τις δύο κατηγορίες προσεγγίσεων δεν είναι ικανοποιητική. Αλλά η φιλοσοφική διέξοδος είναι, όπως είπα, πολύ δύσκολη υπόθεση.

 

Η δική μου απάντηση δίνεται, με τον τρόπο της, στη δική μου εξειδικευμένη δουλειά. Αν θέλετε μια αναφορά, μπορώ να παραπέμψω στη συμβολή μου στο βιβλίο για το έργο του Μπόρις Χέσεν που επιμελήθηκε ο Δημήτρης Διαλέτης («Μαρξισμός και επιστήμες: ιστοριογραφικές και φιλοσοφικές προσεγγίσεις», εκδ. Νεφέλη, 2010).

 

Ως προς το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος, θα έλεγα πως η κοινωνία παρεμβαίνει ούτως ή άλλως στην εξέλιξη της επιστήμης μέσω κατ’ αρχάς της χρηματοδότησης της έρευνας. Κι αν η λεγόμενη «βασική έρευνα» εξακολουθεί να διατηρεί κάποιο καθεστώς ανεξαρτησίας, η εφαρμοσμένη το χάνει όλο και περισσότερο, αν δεν το έχει χάσει πλήρως. Μεγάλα οικονομικά συμφέροντα επενδύονται προκειμένου η έρευνα να κατευθυνθεί εδώ ή εκεί. Τα πανεπιστήμια, ιδίως στις μεγάλες χώρες, κάπως αντιστέκονται. Το καταφέρνουν όμως όλο και λιγότερο. Αλλά ας μην επεκταθούμε, γιατί μπαίνουμε σε διαφορετικά θέματα. Πολύ ενδιαφέροντα, βέβαια, αλλά που δεν χωρούν εδώ.

 

• Στο τελευταίο σας βιβλίο, που κυκλοφόρησε στα αγγλικά και μεταφράζεται από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, ο Σπινόζα συζητά με τον νεαρό Βιτγκενστάιν περί Εμμένειας και Λογικής. Επιστρέφετε δηλαδή σε πανάρχαια και θεμελιώδη μεταφυσικά προβλήματα. Πώς εξηγείτε αυτήν την (προσωπική;) ανάγκη μετατόπισης των μελετών σας από τη φιλοσοφία της επιστήμης στη γνωσιολογία και τη μεταφυσική;

 

Να πω κατ’ αρχάς ότι η ενασχόληση με τη Φιλοσοφία βρισκόταν πολύ μακριά από τις προθέσεις μου όταν σπούδαζα. Είχα τελειώσει το Πολυτεχνείο εδώ ως μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος και πήγα στο Παρίσι να κάνω μεταπτυχιακές σπουδές στη Θεωρητική Φυσική. Είχα από τότε ενδιαφέροντα που εκ των υστέρων ανακάλυψα ότι ήταν φιλοσοφικά -ας πούμε πώς ακριβώς μπόρεσε να γίνει η μετάβαση ή η ρήξη από την κλασική Φυσική στη σχετικότητα ή την Κβαντική Μηχανική- αλλά δεν είχα επίγνωση ότι τέτοια ερωτήματα μπορούσαν να αποτελέσουν πεδίο συστηματικής ενασχόλησης.

 

Βρέθηκα όμως στο Παρίσι σε μια εποχή -αμέσως μετά το 1968- όπου στο προσκήνιο κυριαρχούσαν ιδέες που αναφέρονταν πολύ σε μελήματα τέτοιου χαρακτήρα. Ας πούμε ο Αλτουσέρ ισχυριζόταν ότι ο Ιστορικός Υλισμός συνιστά επιστήμη. Αυτός ο ισχυρισμός με τράβηξε στα γραπτά του. Και από ένα σημείο και ύστερα βάλθηκα να καταλάβω τι ακριβώς εννοεί εκείνος και πώς ο Ιστορικός Υλισμός μοιάζει ή διαφέρει με την επιστήμη που ήξερα, τη Φυσική. Κι αυτό έγινε σιγά σιγά αποκλειστική απασχόληση. Κάπως έτσι μπήκα στη Φιλοσοφία. Και από κει προχώρησα στο εσωτερικό της, στη φιλοσοφία της επιστήμης πρώτα, αλλά σταδιακά και σε άλλους κλάδους, σχετικά συγγενείς ή σχετικά απομακρυσμένους από εκείνη: φιλοσοφία του νου, φιλοσοφία της γλώσσας κ.ο.κ. Και βεβαίως στα μεγάλα ερωτήματα της λεγόμενης μεταφυσικής και της γνωσιολογίας.

 

Έτσι άρχισα να αποκτώ όχι μόνον μια φιλοσοφική παιδεία αλλά και μια συγκεκριμένη φιλοσοφική ματιά. Αρχισα, δηλαδή, να χαράζω, αν θέλετε, ένα συγκεκριμένο μονοπάτι στη φιλοσοφία. Ας πούμε το δικό μου, με τους δικούς μου φιλοσοφικούς «ήρωες». Από αυτούς τους «ήρωες» κάποτε ξεχώρισα τον Σπινόζα και τον Βιτγκενστάιν. Ισως λόγω της πυκνότητας της σκέψης τους, αλλά και λόγω της ιδιαίτερα κριτικής ματιάς τους στο όλο εγχείρημα της φιλοσοφίας. Οπότε θέλησα να γράψω για τη σχέση μεταξύ των δύο.

 

Μια σχέση που, κατά τη γνώμη μου, δεν είχε διερευνηθεί όσο θα έπρεπε. Κάπως έτσι προέκυψε το συγκεκριμένο βιβλίο. Το οποίο έφτασε, χωρίς αρχικά να το έχω σχεδιάσει με αυτόν τον σκοπό, να συμπυκνώνει με τον τρόπο του, να δένει μαζί, πολλά από όσα είχα σκεφτεί για τη φιλοσοφία όλο το προηγούμενο διάστημα. Δεν ξέρω αν σας ικανοποιεί η απάντηση, αλλά η παραπέρα συζήτηση θα μας πήγαινε, και πάλι, μακριά…

 

• Για την ώρα μάς αρκεί. Οταν όμως κυκλοφορήσει το βιβλίο σας στην Ελλάδα, θα επανέλθουμε. Σας ευχαριστώ.

 

Εγώ σας ευχαριστώ για τη φιλοξενία στην τόσο αξιόλογη στήλη σας για την Επιστήμη στην «Εφημερίδα των Συντακτών».

 

…………………………………………

 

Ποιος είναι

 

Ο Αριστείδης Μπαλτάς είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ (Φιλοσοφία των Επιστημών). Διπλωματούχος μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος του ΕΜΠ, με μεταπτυχιακό δίπλωμα ειδίκευσης και διδακτορικό δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο Παρισίων στη Θεωρητική Φυσική. Εκτός από τη Φιλοσοφία των Επιστημών, που αποτελεί την κύρια εστία του ερευνητικού του έργου, τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα περιλαμβάνουν τον μαρξισμό, την ψυχανάλυση, τη διεπιφάνεια μεταξύ Φιλοσοφίας των Επιστημών και Γνωσιολογίας, όπως και τις σχέσεις μεταξύ «αναλυτικών» και «ηπειρωτικών» προσεγγίσεων στη Φιλοσοφία. Εχει γράψει ή επιμεληθεί 11 βιβλία είτε στα ελληνικά είτε στα αγγλικά και περισσότερα από 120 άρθρα στις ίδιες γλώσσες.

 

Εχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου-Κριτικής για το βιβλίο του «Αντικείμενα και όψεις εαυτού» και με το Βραβείο Εξαίρετης Πανεπιστημιακής Διδασκαλίας Ξανθόπουλου-Πνευματικού. Τα πιο πρόσφατα βιβλία του είναι το «Peeling Potatoes or Grinding Lenses: Spinoza converses with Young Wittgenstein on Immanence and its Logic» («Ξεφλουδίζοντας πατάτες ή λειαίνοντας φακούς: ο Σπινόζα συνομιλεί με τον νεαρό Βιτγκενστάιν για την εμμένεια και τη λογική της»), Pittsburgh University Press, 2012, και το Α. Μπαλτάς και Κ. Στεργιόπουλος (επιμέλεια), «Φιλοσοφία και επιστήμες στον εικοστό αιώνα», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2013. Διευθύνει τη σειρά «Φιλοσοφία της Επιστήμης» στις Π.Ε.Κ. Είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς» και μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και της Επιτροπής Προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ. Αρθρογραφεί τακτικά στις εφημερίδες «Αυγή» και «Εποχή».

 

Scroll to top