10/06/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ο Γιάννης Χουβαρδάς στην πρώτη του συνεργασία με τη Λυρική Σκηνή

Το ψυχαναγκαστικό κυνήγι του σεξ δείχνει τραύμα και αρρώστια

Δεν πρόκειται ο σκηνοθέτης να αναλύσει στη σκηνή του Ηρωδείου το «σύνδρομο Ντον Τζοβάννι», όπως λέει. Αλλά στον ήρωα του Μότσαρτ βλέπει κυρίως τη βία απέναντι σε γυναίκες, αλλά και άνδρες. Οπως και τη βία μιας ολόκληρης κοινωνίας που του στρώνει το χαλί.
      Pin It

Tης Βένας Γεωργακοπούλου

 

Είναι η όγδοη όπερα που σκηνοθετεί, αλλά η πρώτη στην Ελλάδα. Πολύ φυσικό να προκαλεί τόσο ενδιαφέρον αυτός ο «Ντον Τζοβάννι» της Λυρικής Σκηνής, που κάνει την πρεμιέρα του αύριο στο Ηρώδειο. Τι θα κάνει με την όπερα του Μότσαρτ ο ανήσυχος Γιάννης Χουβαρδάς, σκεφτόμαστε όλοι. Πόσο μάλλον που τον τελευταίο καιρό ό,τι πιάνει στα χέρια του ο πρώην διευθυντής του Εθνικού, από Σέξπιρ και Ο’Νιλ μέχρι Γιον Φόσε, βγαίνει ένα σκηνικό διαμάντι. Τον επηρέασε καθόλου στη δουλειά του το γεγονός ότι δεν βρίσκεται στις Οπερες του Γκέτεμποργκ ή της Κοπεγχάγης, αλλά στην Αθήνα; Σκέφτηκε καθόλου το κοινό; Τα υπέροχα ανοίγματα του Μύρωνα Μιχαηλίδη, που έχουν κάνει τη Λυρική Σκηνή σχεδόν της μόδας, δεν την έχουν απαλλάξει από συμβατικές παραστάσεις. Και η καλοκαιρινή παραγωγή του θεάτρου, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, έβαλε από πέρυσι με τον «Ιπτάμενο Ολλανδό» του Γιάννη Κόκκου πολύ ψηλά τον πήχη.

 

Ο Γιάννης Χουβαρδάς γελάει. «Δεν άλλαξα επειδή σκηνοθετώ όπερα στην Αθήνα και όχι στο εξωτερικό», λέει. «Ο ίδιος είμαι. Αν και, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου, η όπερα δεν είναι το είδος που προσφέρεται για ακραίες παραστάσεις. Οταν ο Μύρωνας μου έκανε την πρόταση ήξερε τι να περιμένει, πάντως όχι μια συμβατική παράσταση ή μια ανάγνωση του έργου που να αποσκοπεί σε ευχάριστη βραδιά για το κοινό. Εχοντας εξασφαλίσει εξαιρετικούς καλλιτέχνες και στις δύο διανομές κι έναν μαέστρο πρώτης γραμμής, τον Καρυτινό, μου πρόσφερε μια εγγύηση ότι από πλευράς μουσικής, βρέξει-χιονίσει, θα υπάρχει μια εξαιρετική βάση. Οποιαδήποτε ελαττώματα έχει, λοιπόν, η παράσταση σε μένα θα αποδοθούν, εγώ είμαι αυτός που προσπαθεί να της δώσει μια θεατρική διάσταση που να μην είναι συνηθισμένη. Είναι καιρός, πάντως, το κοινό της όπερας, και νομίζω ότι έχει αρχίσει να γίνεται και στη Λυρική, να συνηθίζει στην ιδέα ότι τα μεγάλα αριστουργήματα δεν μπορείς να τα κατεδαφίσεις ό,τι κι αν κάνεις. Θα δώσεις μια εκδοχή, κάποιος θα τη βρει ρηξικέλευθη, κάποιος επιφανειακή, αλλά το ίδιο το έργο μένει ανέπαφο και περιμένει τον επόμενο σκηνοθέτη-παρτενέρ, που θα το ανεβάσει στη σκηνή…».

 

Σκοτεινή πλευρά του ήρωα

 

Ο δικός του Ντον Τζοβάννι θα είναι άραγε αυτός ο πατενταρισμένος ιερόσυλος και αυθάδης λιμπερτίνος του μύθου και του θεάτρου, που ό,τι και να κάνει, όσες γυναίκες και να εκμεταλλευτεί, όποια τιμωρία εκ Θεού τον περιμένει στο τέλος, καταφέρνει να βγαίνει συμπαθής και γοητευτικός; Με μια διαγώνια ματιά σε δηλώσεις και συνεντεύξεις του Γιάννη Χουβαρδά (τεράστιο το ενδιαφέρον του Τύπου) δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πως προτείνει μια αιχμηρή και πρωτότυπη ανάγνωση του έργου. Τέτοια που, όπως λέει, δεν είχε καν σκεφτεί όταν πριν από περίπου 30 χρόνια είχε ανεβάσει στο Εθνικό το έργο του Τίρσο ντε Μολίνα «Ο Απατεώνας της Σεβίλης και ο πέτρινος συνδαιτυμόνας», μία από τις πιο γνωστές θεατρικές αναδημιουργίες του θρύλου του Δον Ζουάν, μαζί φυσικά με αυτή του Μολιέρου.

 

«Είχα κάνει τότε μια παράσταση πολύ φαντασμαγορική, με δεκάδες σκηνικά που άλλαζαν, μια μάλλον επιφανειακή δουλειά. Και δεν κάνω τώρα αυτοκριτική, απλώς θέλω να τονίσω ότι μετά τόσα χρόνια έχω το πλεονέκτημα να βλέπω τα πράγματα από τρεις σκοπιές, να βλέπω ταυτόχρονα το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, να μην αρκούμαι σ' αυτή την υπέροχη facade της όπερας, να πηγαίνω πέρα από έναν Ντον Τζοβάννι, ασεβή, ιερόσυλο, που συσσωρεύει απλώς κατακτήσεις».

 

Με λίγα λόγια, αυτή τη φορά ο Γιάννης Χουβαρδάς αναδεικνύει μια «πολύ σκοτεινή πλευρά» του ήρωα. «Το έργο ξεκινάει με έναν βιασμό, της Ντόνα Αννας, και τη δολοφονία του πατέρα της. Και η βία συνεχίζεται. Η ζωή του Ντον Τζοβάννι είναι μια συνεχής βία όχι μόνον εναντίον των γυναικών, αλλά και των αντρών, και σε τελική ανάλυση απέναντι σε ένα σύστημα που την έχει γεννήσει. Του επιστρέφει τη βία. Δεν τη γεννάει αυτός, οι συνθήκες για να την εκδηλώσει είναι εκεί, υπάρχει πρόσφορο έδαφος. Είναι θύτης και θύμα ταυτόχρονα. Την ίδια στιγμή, ύστερα από έναν αιώνα ψυχανάλυσης και κοινωνιολογίας δεν μπορώ, βέβαια, να κλείσω τα μάτια μου και να αντιμετωπίσω τις πράξεις του Ντον Τζοβάννι σαν μια απλή αλυσίδα ερωτικών κατακτήσεων, ειδικά όταν δεν υπάρχει σ’ αυτές επιλογή, όταν κυνηγάει μανιωδώς, ψυχαναγκαστικά το σεξ με όμορφες και άσχημες, νέες και ηλικιωμένες, χοντρές και αδύνατες, για να τις παρατήσει αμέσως. Υπάρχει κάποια αρρώστια σε όλο αυτό».

 

Και παρ’ όλο που μας προειδοποιεί να μην περιμένουμε μια από σκηνής ανάλυση του «συνδρόμου Ντον Τζοβάννι» ή του συνδρόμου της Στοκχόλμης που μπορεί και να έχει η Ντόννα Ελβίρα, αφού «ασκεί τρομερή βία στον ίδιο τον εαυτό της, τον ισοπεδώνει για να είναι αρεστή στα μάτια του», ο Γιάννης Χουβαρδάς δεν αρνείται να μας κάνει ένα ψυχολογικό πορτρέτο του ήρωα.

 

«Ο τρόπος που κυνηγάει ακατάσχετα τις ερωτικές σχέσεις, εμένα με απασχολεί. Και λέω ότι κάτι προφανώς ψάχνει να βρει. Την αγάπη, απαντώ. Κάτι του την έχει στερήσει στην παιδική του ηλικία – ένας πολύ σκληρός πατέρας, η απουσία της μητέρας; Την αναζητά μανιωδώς και όταν τη βρίσκει την καταστρέφει. Εχει ένα τραύμα, που προσπαθεί να βγάλει από πάνω του με λάθος τρόπο».

 

Αναρωτιέμαι αν όλα τα παραπάνω υπάρχουν με κάποιο τρόπο στο λιμπρέτο. «Αφήνει χαραμάδες, στις οποίες μπορεί κανείς να εισχωρήσει ή να μην εισχωρήσει. Εμένα μου ήταν εύκολο, γιατί αυτό που κάνω τα τελευταία χρόνια, πριν ασχοληθώ σε βάθος με ένα έργο, είναι να κλείνω τα μάτια μου στα πάντα και να φέρνω μπροστά μου μόνο το ίδιο το έργο. Και δεν ήταν μόνο το λιμπρέτο, ήταν και η μουσική του Μότσαρτ, που με οδήγησε στη συγκεκριμένη ανάγνωση. Αλλά και ο… εαυτός μου ο ίδιος. Ενας άλλος σκηνοθέτης θα έκανε μια εντελώς διαφορετική παράσταση. Και δεν εννοώ ότι είμαι από τους λίγους που μπορούν να δουν κάποια πράγματα. Μπορεί και να τα εφευρίσκω! Δεν με απασχολεί πια αν είναι νόμιμο ή όχι. Παλιότερα βασανιζόμουν, να το κάνω ή να μην το κάνω, εκ των υστέρων είχα καμιά φορά και ενοχές. Τώρα πια έχω συνειδητοποιήσει ότι αυτό που προέχει είναι να βρεθεί το κοινό μπροστά σε μια ερμηνεία που να πηγάζει από μέσα σου».

 

Εχει συνηθίσει στο ότι δεν μπορεί στην όπερα να βασίζεται τόσο στις υποκριτικές δυνατότητες των σολίστ όσο στο θέατρο; Πώς ξεπερνάει το πρόβλημα; Ισως με περισσότερες πρόβες; Ο Γιάννης Χουβαρδάς σπεύδει κατ’ αρχάς να μας διαβεβαιώσει ότι η συνθήκη αυτή είναι διεθνής και όχι ελληνική. Οτι έχει συναντήσει (όπως τώρα στον «Ντον Τζοβάννι») τραγουδιστές με «εντυπωσιακές υποκριτικές δυνατότητες». Οτι δεν πιστεύει πως πίσω από αυτό το πρόβλημα κρύβεται και κάποια δογματική, ίσως, προσήλωση των λυρικών πρωταγωνιστών σε απαρχαιωμένες σκηνοθεσίες.

 

Τραγουδιστές και υποκριτική

 

«Ναι, είναι γεγονός πως στην όπερα ο σκηνοθέτης χρειάζεται να κάνει μια έξτρα δουλειά πάνω σε πράγματα που στο θέατρο θεωρεί δεδομένα», λέει. «Είναι μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα προσπαθήσω πάντα να σπρώχνω τους τραγουδιστές να ξεπεράσουν τα υποκριτικά όριά τους, αυτά που ενδεχομένως έχει συνηθίσει το κοινό να περιμένει. Και αυτή η στάση δεν έχει τόσο να κάνει με τις αντικειμενικές ικανότητές τους όσο με τις προτεραιότητες που οι ίδιοι βάζουν. Πάντα υπάρχουν, και εδώ και έξω, οι λυρικοί καλλιτέχνες, που δίνουν προτεραιότητα στο τραγούδι, συνειδητά ή ασυνείδητα. Εκεί πάνε η αυτοσυγκέντρωσή τους, το άγχος τους, η δημιουργική τους αγωνία και λιγότερο στο υποκριτικό κομμάτι. Κι επειδή το ξέρω και το δέχομαι, προσπαθώ να βρω άλλους τρόπους να επικοινωνήσω μαζί τους. Αλλά πιστεύω ότι ο κοινός στόχος βοηθάει πάντα να ξεπεραστούν τα όποια εμπόδια και να φτάσουμε σε μια σκηνική ομοιογένεια. Στην παράσταση του «Ντον Τζοβάννι» το ταλέντο και η πείρα των καλλιτεχνών θα το επιτρέψουν».

 

Τελικά πώς θα όριζε τον ρόλο του σκηνοθέτη στην όπερα; Τα τελευταία χρόνια, ακόμα και συντηρητικοί θεσμοί, σαν τον Μπαϊρόιτ, δίνουν ιδιαίτερο βάρος στην ανανέωση της σκηνικής πλευράς του είδους, εμπιστεύονται… ακραίους σκηνοθέτες, οι κριτικοί πρώτα στέκονται στη σκηνοθεσία και μετά στο καθαρά μουσικό κομμάτι.

 

Εργοτάξιο στο Ηρώδειο

 

Εδώ ο Γιάννης Χουβαρδάς με εκπλήσσει. «Ο πρώτος λόγος στην όπερα ανήκει στον μαέστρο, την ορχήστρα, το τραγούδι. Στην όπερα το 60-70% είναι η μουσική», δηλώνει. «Αν αυτό δεν πάει καλά, η παράσταση καταποντίζεται. Αντίθετα, αν είναι εξαιρετικό, ε, παραβλέπουμε και λίγο το θεατρικό μέρος. Δεν έχω αυταπάτες. Ο σκηνοθέτης από την όπερα είναι λίγο… περαστικός, όσο κι αν όντως μια παράδοση άλλου τύπου δημιουργείται στην Ευρώπη και αρχίζουμε κι εμείς δειλά δειλά να την αποκτούμε στην Ελλάδα με το να μπαίνουν ισότιμα στο τραπέζι της κριτικής σκηνοθετικές επιλογές και μουσικό αποτέλεσμα. Θέλει καιρό, όμως, για να μετακινηθεί το ελληνικό κοινό προς την αποδοχή της όπερας ως θεατρικού είδους και όχι απλώς ως μουσικού με μια θεατρική μιζ αν πλας».

 

Το Ηρώδειο είναι γνωστό πως δεν τον ξετρελαίνει. «Δεν θα επιδίωκα ποτέ να κάνω παράσταση εκεί», παραδέχεται. «Τώρα αναγκαστικά βρήκα την ευκαιρία να αξιοποιήσω θετικά τα στοιχεία του χώρου. Στα προβλήματα ακουστικής δίνει μεγάλο βάρος ο μαέστρος. Εγώ, μαζί με τη σκηνογράφο Εύα Μανιδάκη, αποφασίσαμε να αποφύγουμε ένα σκηνικό που να «φορεθεί» στο Ηρώδειο, σαν να είναι οποιοδήποτε άλλο θέατρο, το Μέγαρο ή το «Ολύμπια». Δύο δυνατότητες έχεις με ένα τόσο δύσκολο και με δύναμη επιβολής μνημείο: ή το αφήνεις να σε απορροφήσει ή πας, όπως εμείς, στην αντίθετη κατεύθυνση. Καταλήξαμε σε μια κατασκευή που μοιάζει με ένα εργοτάξιο, που θα μπορούσε κάλλιστα να έχει στηθεί στον χώρο για εργασίες παρέμβασης ή αναστήλωσης. Εντελώς λιτό, με φυσικά υλικά (κυβόλιθοι κάλυψαν το δάπεδο της σκηνής), ένα αληθινό κοντέινερ και, ταυτόχρονα, κοστούμια σύγχρονα, σκληρά, με μια ωμότητα, τίποτα από την καλαισθησία που ίσως επιβάλλει η εποχή του έργου. Είναι συνέχεια της δουλειάς που κάνω τα τελευταία χρόνια στο θέατρο, να μπαίνεις στην αίθουσα και να μη βλέπεις σκηνικό, αλλά κάτι πραγματικό».

 

………………………………………………………………………………………………………………..

 

«Η απομάκρυνση Χριστόπουλου ήταν πολύ δυσάρεστη»

 

Για το σημερινό Εθνικό δεν παίρνεις του Γιάννη Χουβαρδά ούτε κουβέντα. Δέχεται να απαντήσει μόνο στην ερώτηση αν του έγινε από τον Σωτήρη Χατζάκη κάποια πρόταση συνεργασίας: «Οχι. Εγω έκανα κάποια στιγμή μια προσέγγιση για να αφαιρέσω ίσως και την αμηχανία που πιθανόν να υπήρχε. Βρέθηκε μια αφορμή και η συζήτηση σταμάτησε πριν καν ξεκινήσει. Προς το παρόν δεν προβλέπεται, λοιπόν, συνεργασία». Πάλι καλά που την επόμενη σεζόν θα ανεβάσει «Αμλετ» με τον Χρήστο Λούλη στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, αν και αρνείται να επιβεβαιώσει την είδηση, περιμένει την επίσημη ανακοίνωσή της.

 

Εκεί που δεν αρνείται να τοποθετηθεί είναι στο θέμα της ΚΟΑ και της απομάκρυνσης του Βασίλη Χριστόπουλου. «Χωρίς να ξέρω τον διάδοχό του, που μπορεί να είναι υπέροχος, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισαν έναν επιτυχημένο καλλιτεχνικό διευθυντή, που έδωσε και την ψυχή του για τον οργανισμό και έφερε εξαιρετικά αποτελέσματα, με βρίσκει εντελώς αντίθετο. Αν και τον βρήκα συνακόλουθο με την πολιτιστική πολιτική των διαφόρων κυβερνήσεων, που δεν αλλάζει και δεν μας τιμά ως χώρα. Ολο αυτό ήταν πολύ δυσάρεστο, δεν θα 'θελα να είμαι στη θέση του Χριστόπουλου».

 

………………………………………………………………………………………………………………………….

 

*info: Ηρωδειο, «Ντον Τζοβάννι» του Μότσαρτ, 11, 13, 14 και 15 Ιουνίου (9 μ.μ.). Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός. Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς. Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη. Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη. Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος. Διευθυντής χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος.

 

Ντον Τζοβάννι: Φράνκο Πομπόνι, Διονύσης Σούρμπης. Ντόννα Αννα: Μυρτώ Παπαθανασίου, Φραντσέσκα Ντόττο. Ντον Οττάβιο: Αντώνης Κορωναίος, Μούζα Νκούνα. Διοικητής: Δημήτρης Καβράκος, Τάσος Αποστόλου. Ντόννα Ελβίρα: Τσέλια Κοστέα, Μαρία Λουίζα Μπόρσι. Λεπορέλλο: Χριστόφορος Σταμπόγλης, Χοσέ Φαρδίγια. Μαζέττο: Πέτρος Μαγουλάς. Τσερλίνα: Μαρία Μητσοπούλου.

 

Εισιτήρια: 25, 45, 55, 60 ευρώ. Διακεκριμένη ζώνη: 85 και 100 ευρώ. Φοιτητικό και παιδικό: 15 ευρώ. Στα εκδοτήρια του φεστιβάλ (Πανεπιστημίου 39, τηλ. 210-3272000), στο «Ολύμπια» (Ακαδημίας 59-61, τηλ. 210-3662100, 3612461, 3643725). Ηλεκτρονικά: www.greekfestival.gr και www.nationalopera.gr

 

[email protected]

 

Scroll to top