11/06/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΜΥΡΤΩ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

Υποκλίνονται μπροστά της όλες οι όπερες του κόσμου

Η πρωταγωνίστρια (Ντόνα Αννα) του πολυ- αναμενόμενου «Ντον Τζοβάνι» του Γιάννη Χουβαρδά, λίγο πριν από την αποψινή πρεμιέρα στο Ηρώδειο, μας διηγείται πώς τα κατάφερε να κάνει μεγάλη διεθνή καριέρα φεύγοντας από την Ελλάδα. Αυτές τις μέρες κλείνει και τις τελευταίες ημερομηνίες της για το... 2017. Θεωρεί, όμως, πως η δική μας Λυρική Σκηνή δεν.
      Pin It

Της Ματούλας Κουστένη

 

ΝΤΟΝΑ ΑΝΝΑΣε μια άδεια, παγωμένη, νυχτερινή πλατεία κάπου στην κεντρική Ευρώπη, περιφέρονται υπάρξεις που πασχίζουν να προστατευτούν από την παγωνιά του τοπίου και την ωμότητα των άλλων ανθρώπων. Ανάμεσά τους ένας αδίστακτος, ανασφαλής γόης που σπέρνει θύματα στο πέρασμά του. Ο «Ντον Τζοβάνι» του Μότσαρτ κάνει πρεμιέρα απόψε στο Ηρώδειο σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού και με πολύ φιλόδοξο καστ: τον ακόλαστο Ισπανό ευγενή ερμηνεύει ο Φράνκο Πομπόνι (11, 13/6) και την Ντόνα Αννα, το κύριο θύμα του, η Ελληνίδα σοπράνο Μυρτώ Παπαθανασίου (11, 13, 15/6). Το τελευταίο διάστημα βρίσκεται στην πρώτη διεθνή γραμμή έχοντας τραγουδήσει στα κορυφαία θέατρα του κόσμου (ανάμεσά τους οι Οπερες Βιέννης, Μονάχου, Βερολίνου, Σίδνεϊ, Αμστερνταμ, Ρώμης).

 

«Παρ’ όλο που θα ερμηνεύσω την Ντόνα Αννα για πολλοστή φορά, χαίρομαι που επιστρέφω στην Ελλάδα σε μια Λυρική που είναι ανταγωνιστική για τους ερμηνευτές που κάνουν καριέρα στο εξωτερικό και τόσο αγαπητή στους Ελληνες», λέει. «Δεν καταλαβαίνω αυτούς που λένε “ωχ, πάλι τον ίδιο ρόλο!”. Ποτέ δεν κουράζομαι να ερμηνεύω μουσική. Μου φαίνεται αδιανόητο. Και δεν το λέω επειδή έχω αδυναμία στον Μότσαρτ. Πρόκειται για ένα απολύτως σύγχρονο έργο. Στον “Ντον Τζοβάνι” ο συνθέτης σκιαγραφεί με τη μουσική όλες τις όψεις της ανθρώπινης πορείας. O Γ. Χουβαρδάς, εκμεταλλευόμενος τη διαχρονικότητά του, το παρουσιάζει ως μια σημερινή ιστορία που με όχημα το ποιητικό κείμενο αλλά και τη μουσική μιλά για το ξέφτισμα των ηθών, την τραγική κατάσταση του ευρωπαϊκού Νότου, τη ζούγκλα που θυμίζουν οι πόλεις μας, την πτώση των αξιών, την επιθετικότητα και τα ανεκπλήρωτα όνειρα. Στην παράσταση που θα δείτε ο μαρασμός έχει πλήξει τους πάντες ανεξαρτήτως κοινωνικών τάξεων. Δεν μας διαχωρίζει τίποτα πια».

 

Η υπόθεση, πάντως, αφορά τις ερωτικές περιπέτειες του Ντον Τζοβάνι, ο οποίος αποπειράται να βιάσει την Ντόνα Αννα και στην προσπάθειά του να διαφύγει σκοτώνει τον πατέρα της. Εκείνος για να τον τιμωρήσει επιστρέφει από τον κόσμο των νεκρών. Καθώς ο Ντον Τζοβάνι παραμένει αμετανόητος, οδηγείται στην Κόλαση.

 

«Είναι μια μινιμαλιστική απόδοση με πολλά στοιχεία σουρεαλισμού. Ο ρεαλισμός υπάρχει στα σημεία εκείνα που γίνονται αναφορές στα στοιχεία που αφορούν το σήμερα το δικό μας, αυτής της χώρας. Εχει βία, αυτόν τον συνηθισμένο παρορμητισμό που καταλήγει σε θυμό, τις εκρήξεις που συναντάμε διαρκώς δίπλα μας. Υπάρχει επίσης μια μεταφυσική διάσταση στα πράγματα. Είναι σαν να λύνονται μπροστά στα μάτια μας τα μυστήρια και συγχρόνως να παραμένουν μετέωρα… Ευτυχώς, τουλάχιστον στο τέλος βγαίνουμε από τον εφιάλτη και την προσωπική μας κόλαση», σχολιάζει η Ελληνίδα σοπράνο.

 

Ομορφη, άμεση και εξαίρετη σε ένα ευρύ ρεπερτόριο, τραγουδά από μπαρόκ όπερα έως σύγχρονη μουσική και από βασικούς μοτσάρτειους ρόλους μέχρι ηρωίδες του βερισμού. Γεννήθηκε στη Λάρισα και ξεκίνησε να σπουδάζει μουσική στη Θεσσαλονίκη. Σήμερα σκίζει στο εξωτερικό. Η επιλογή της να φύγει από τη χώρα μας και να αναζητήσει ευκαιρίες και μια οπερατική καριέρα πρώτης γραμμής τη δικαίωσε απολύτως. Για το ντεμπούτο της στην Αμερική τιμήθηκε με το βραβείο «Μαρία Κάλλας» (για την ερμηνεία της στην Τραβιάτα) και υποχρέωσε τους «Κυριακάτικους Τάιμς» να γράψουν: «Η Βιολέτα της Ελληνίδας σοπράνο ήταν ό,τι ακριβώς χρειάζεται η όπερα σήμερα». Το ίδιο θριαμβευτικό ήταν και το ντεμπούτο της στην Οπερα του Παρισιού πριν από λίγους μήνες.

 

Το 2000, που πήρε τη μεγάλη απόφαση να φύγει στο εξωτερικό, σίγουρα δεν φανταζόταν ότι θα συνεργαζόταν με σκηνοθέτες όπως ο Τζεφιρέλι, ο Πιερ Λουίτζι Πίτζι, ο Ντέιβιντ Μακ Βίκαρ. «Η καριέρα δεν είναι κάτι που συμβαίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Δουλεύεις γι’ αυτήν. Είναι ο δρόμος που παίρνεις στη ζωή και τον στηρίζεις. Εγώ δεν σκέφτηκα λεπτό να μείνω εδώ. Διχάστηκα ανάμεσα σε Αγγλία και Ιταλία και διάλεξα τη δεύτερη. Το ένστικτό μου έλεγε πως αν θέλω να εξελιχθώ πρέπει να φύγω, να βρω καλό δάσκαλο, να εξελίξω την τεχνική μου, να κάνω ακροάσεις, να βρω μάνατζερ. Θέλει μεγάλη υπομονή και πειθαρχία».

 

Από τα πρώτα συμβόλαια που υπέγραψε ήταν στο Κάρλο Φελίτσε της Ιταλίας για να συμμετάσχει σε «Ντον Τζοβάνι». «Αυτή την όπερα δεν την αγαπώ για το ηθικό της δίδαγμα, αλλά για τις μουσικές διακυμάνσεις, την αμφιθυμία του χαρακτήρα που ερμηνεύω, τις κρυφές πτυχές της που αναλαμβάνει ο Μότσαρτ να φωτίσει. Η Ντόνα Αννα με ιντριγκάρει πάντα και τον Μότσαρτ τον λατρεύω όσο λίγους. Δεν βγαίνει χρονιά χωρίς να τραγουδήσω ρόλο σε όπερά του. Το επιδιώκω. Είναι λιτός και απαιτητικός. Είναι σαν βάλσαμο που θέλω να παίρνω μία φορά τον χρόνο».

 

Δεν είναι, όμως, αυτή η πιο τολμηρή εκδοχή που έχει παρουσιάσει. «Οχι, έχω συμμετάσχει σε παραγωγές που έχουν μια σύγχρονη προσέγγιση. Υπάρχει, όπως ξέρετε, στο ευρωπαϊκό οπερατικό στερέωμα μια τάση για πρόκληση και μοντέρνες σκηνοθεσίες. Από την άλλη, οι άνθρωποι που επιμένουν στο κλασικό επιμένουν και φωνάζουν ότι είναι κι αυτοί παρόντες. Μια μίξη των δύο είναι ιδανική για μένα. Δεν μου αρέσει όταν ο σκηνοθέτης θέλει με το ζόρι να αλλάξει το έργο προκειμένου το λιμπρέτο να υπηρετήσει την άποψή του. Οι πολλές καινοτομίες μαζεμένες μεταλλάσσουν τα έργα και τα ξεχειλώνουν. Η υπερασχήμια στη σκηνή ποτέ δεν συνεισφέρει κάτι σπουδαίο στις παραστάσεις».

 

Στην πρώτη του σκηνοθεσία όπερας στην Ελλάδα και στην πρώτη του συνεργασία με την ΕΛΣ, ο Γιάννης Χουβαρδάς επιμένει στα ψυχολογικά κίνητρα του ήρωα, ο οποίος κακοποιεί τους πάντες και τα πάντα, αλλά πρωτίστως τον εαυτό του. Ψάχνει στο βάθος της ψυχής του ήρωα να βρει όσα έχει στερηθεί στην παιδική του ηλικία. «Μου αρέσει η προσέγγισή του. Από την πρώτη στιγμή μού άρεσε πόσο οργανωτικός ήταν. Η διεισδυτική ματιά ενός σκηνοθέτη είναι πάντα ανακούφιση για τον ερμηνευτή. Ο Χουβαρδάς θέλει πολύ δομημένη τη σκηνοθεσία. Νιώθω οικειότητα μαζί του γιατί οι περισσότεροι σκηνοθέτες που συνεργάζομαι στο εξωτερικό (όπως ο Ντέιβιντ Μακ Βίκαρ, ο Ρόμπερτ Κάρσεν) ανήκουν στη σχολή της ακρίβειας, της τάξης, της λεπτομέρειας. Δεν αφήνουν φλου πράγματα».

 

Χωρά σ’ αυτήν την πειθαρχία η προσωπική ματιά του ερμηνευτή; «Σαφώς. Εμένα ίσα ίσα με απελευθερώνει. Οταν ο σκηνοθέτης μού βάζει τα όρια, μπορώ να αφοσιωθώ και να φροντίσω το συναισθηματικό υπόβαθρο της ερμηνείας μου. Πιστεύω βαθιά ότι το σημαντικότερο σε μια παράσταση όπερας είναι να ξέρεις τι θέλεις να κάνεις με το έργο που κρατάς στα χέρια σου. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, μου έχει τύχει σκηνοθέτης που δεν ήξερε το λιμπρέτο. Οπως απαιτώ από τον εαυτό μου να είμαι συνεπής και έντιμη απέναντι στους συνεργάτες μου, έτσι ζητώ κι από εκείνον να είναι διαβασμένος».

 

Μαμά μιας μικρής 15 μηνών, η οποία την ακολουθεί στα θέατρα Ευρώπης και Αμερικής, η Μ. Παπαθανασίου δεν μπορεί να κρύψει τον ενθουσιασμό της όταν σκέφτεται ότι τον ερχόμενο Σεπτέμβριο θα ανεβεί για πρώτη φορά στη σκηνή της Μετροπόλιταν Οπερα της Νέας Υόρκης ερμηνεύοντας τη Μουζέτα στην Μποέμ. Επειτα ακολουθούν παραστάσεις στο Σαν Ντιέγκο, συναυλίες με μαέστρο τον Ιβαν Φίσερ, παραγωγές σε Παρίσι, Βιέννη. «Αυτές τις μέρες κλείνουν και οι τελευταίες ημερομηνίες για το 2017», λέει και κοιτά ένα μικροσκοπικό ρολόι που φορά ως δαχτυλίδι. Σε πέντε λεπτά ξεκινούσε η πρόβα. Εδωσε ένα φιλί στη μικρή που έκανε βόλτες στον περίβολο του Ηρωδείου και μπήκε στο θέατρο…

…………………………………………………………………………………………………..

 

«Εχω ζήσει και γιουχαΐσματα σε μοντέρνες παραστάσεις»

 

«Θυμάμαι μια μοντέρνα σκηνοθεσία του Ρ. Κάρσεν στην όπερα “Μιθριδάτης, βασιλιάς του Πόντου”. Την πρώτη χρονιά την παρουσιάσαμε στη Λα Μονέ στις Βρυξέλλες με τεράστια επιτυχία. Στη Βιέννη μάς γιουχάρανε. Επίσης, έχω κάνει “Ντον Τζοβάνι” στο Αμστερνταμ και 9 στις 10 παραστάσεις μάς αποδοκίμαζαν διότι η σκηνοθεσία ήταν λίγο ακραία. Στο Παρίσι, από την άλλη, η μισή αίθουσα μπορεί να φωνάζει “αριστούργημα” κι η άλλη μισή “αηδία”. Στεναχωριέσαι που ο κόπος σου δεν αρέσει, αλλά δεν μπορείς παρά να δεχτείς την άποψη του κοινού που έχει πληρώσει και θέλει να πει τη γνώμη του. Καταλαβαίνω ότι καταδικάζουν το concept του σκηνοθέτη».

 

Scroll to top