Pin It

Του Γιώργου Πλειού*

 

Τα ραδιοφωνικά και τηλεοπτικά προγράμματα ανήκουν στην κατηγορία δημόσιων αγαθών. Δεν ικανοποιούν μόνο κοινές ανάγκες όλων, αλλά εξυπηρετούν την ίδια την υπόσταση της κοινωνίας. Παλαιότερα ο κύκλος των δημόσιων αγαθών ήταν περιορισμένος (άμυνα, δημόσια τάξη κ.ά.) και συνδεδεμένος με τον ρόλο του κράτους-νυχτοφύλακα. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την επέκταση του «κοινωνικού κράτους», ο κύκλος διευρύνθηκε. Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και αργότερα στην Ελλάδα, η τηλεόραση τοποθετήθηκε εξαρχής σ’ αυτόν τον κύκλο. Παρά τα προβλήματα βιωσιμότητας, η δημόσια ραδιοτηλεόραση ήταν απαραίτητη επειδή συνιστούσε μέρος και μέσο του κοινωνικού συμβολαίου. Συνέβαλλε στη δημιουργία κοινής εθνικής κουλτούρας, στη μείωση των πολιτιστικών διαφορών και των μορφωτικών ανισοτήτων, στη διατήρηση της ιδεολογικής ηγεμονίας των ελίτ, στην καλλιέργεια της κοινωνικής συναίνεσης και της κοινωνικής συνοχής, στη συντήρηση του κοινωνικού ελέγχου και της πολιτικής σταθερότητας.

 

Αυτά άρχισαν να περνάνε στην ιστορία με την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού. Αρχικά, με πολιορκητικό κριό το «δικαίωμα επιλογής» του πολίτη-καταναλωτή. Αργότερα, με την πολιτική του ηγεμονία μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η αμφισβήτηση των δημόσιων αγαθών, ιδιαίτερα της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, ξεκίνησε από εκείνη την περίοδο. Ομως τότε η ρητορική του νεοφιλελευθερισμού ήταν κυρίως πολιτιστική και οικονομική. Η σοσιαλδημοκρατία ήταν το βέλτιστο όχημα για τον πόλεμο του διεθνούς κεφαλαίου απέναντι στην εργασία, προκειμένου να αντισταθμίσει τις απώλειές του. Σήμερα η «κρίση» (η βίαιη μεταφορά πλούτου από την κοινωνία σε ιδιωτικά χέρια) οδηγεί σε ποιοτική αλλαγή της επίθεσης. Η ρητορική και οι στόχοι γίνονται απροκάλυπτα πολιτικά. Το κεφάλαιο, πρώτον, δεν έχει πλέον ανάγκη τη συναίνεση και τη συνοχή. Οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι παίζουν χωρίς υπολογίσιμους ιδεολογικούς αντιπάλους. Δεύτερον, και με δεδομένο το πρώτο, τα ρήγματα στον καπιταλισμό της φούσκας έχουν αυξήσει την αγωνία της επιβίωσής του. Γι’ αυτό και προχωρά χωρίς ενδοιασμούς στην πολιτική επίθεση εναντίον των δημόσιων αγαθών, χωρίς πολιτιστικά και ιδεολογικά προσχήματα ή δημοκρατική νομιμοποίηση.

 

Για να το πούμε με διαφορετικά λόγια, το «μαύρο» δεν έπεσε στην ΕΡΤ αιφνιδιαστικά την 11η Ιουνίου. Ξεκίνησε το 1989 με την ιδιωτικοποίηση του ραδιοτηλεοπτικού πεδίου και τη σταδιακή εμπορευματοποίηση της ΕΡΤ. Την 11η Ιουνίου σημειώθηκε η δεύτερη, η πολιτική επίθεση, εναντίον της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Οι πρωτεργάτες ήσαν, φυσικώ τω λόγω, οι μυημένοι στο είδος πολιτικοί ακροδεξιάς κοπής, πίσω από τους οποίους στοιχίστηκαν αρκετοί νεοφιλελεύθεροι, σοσιαλφιλελεύθεροι, χουντικοί κ.ά. Πολλοί ήσαν οι λόγοι για τους οποίους έκλεισε η ΕΡΤ. Ομως ο κυριότερος ήταν πολιτικός. Ηταν η πρόθεση της μειοψηφικής κυβέρνησης να ανακτήσει τον απόλυτο πολιτικό έλεγχο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης εν όψει του πολέμου κατά της κοινωνίας που θα ξεκινούσε. Το «μαύρο» έγινε το σύνθημα για τη μετέπειτα επίθεση εναντίον πολλών δημόσιων αγαθών. Κανείς δεν το είπε καλύτερα, προαναγγέλλοντάς το ταυτόχρονα, από τον διευθυντή του πρωθυπουργικού γραφείου 356 μέρες πριν συμβεί: «Τα πράσινα και ροζ παπαγαλάκια δίνουν τις τελευταίες παραστάσεις τους».

 

Με το «μαύρο» και τους μετέπειτα χειρισμούς, η κυβέρνηση διέλυσε τυπικά τη δημόσια ραδιοτηλεόραση. Από τη μια δημιουργήθηκε ένα αναιμικό κυβερνητικό φερέφωνο, χωρίς απήχηση στην κοινωνία. Από την άλλη, συνέχισε να λειτουργεί η εναλλακτική αλλά εξορισμένη ΕΡΤ, ενώ παράλληλα δημιουργήθηκε μια μαζική και εναντιωματική δημοσιότητα στο Διαδίκτυο. Συνολικά, ως Νέρων, η κυβέρνηση «έκαψε» ολόκληρο το ραδιοτηλεοπτικό σύστημα. Εντούτοις, η αυτοδιαχειριζόμενη ΕΡΤ πέτυχε το ακατόρθωτο: κλόνισε τα θεμέλια της νεοφιλελεύθερης/νεοσυντηρητικής ιδεολογίας. Πέρα από τον κοινωνικό σεισμό που προκάλεσε, έδειξε πως δεν μπορούν να παραγραφούν τα δημόσια αγαθά, πως είναι δυνατός ένας διαφορετικός και κυρίως αποτελεσματικός τρόπος διαχείρισης των δημόσιων αγαθών.

 

Η κυβερνώσα συμμαχία εισέπραξε και θα συνεχίσει να εισπράττει τα επίχειρα του πολέμου εναντίον των δημόσιων αγαθών και εντέλει εναντίον της κοινωνίας. Ο «επικοινωνιακός ανταρτοπόλεμος» για τον οποίο μιλούσε ο Εκο όχι μόνο είναι δυνατός, αλλά στην τηλεδημοκρατία οδηγεί σε αποτελέσματα μεγαλύτερα κι απ’ αυτά που είχε φανταστεί ο ίδιος. Ο «επικοινωνιακός ανταρτοπόλεμος» δεν είναι εύκολος, αλλά, όπως έδειξε η εξέλιξη των πραγμάτων, μπορεί να είναι νικηφόρος.

 

………………………………………………………………………………………………………………………………

 

* Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών

 

Scroll to top