Του Γιώργου Σταματόπουλου
Δύο οι ενστάσεις από φίλο καθηγητή στη χρήση εκ μέρους μου των όρων πρωτόγονος και λαός. Ο πρωτόγονος, λέει, επικαλούμενος προφανώς τον Κλοντ Λεβί-Στρος, είχε οργανωθεί αυστηρά κι επιστημονικά, κάτι που απαιτούσε πνευματική ανάλυση, συνθετικές και αφαιρετικές ικανότητες, αντίληψη του χρόνου. Και, δεύτερον, από τη μια -τονίζει- γράφεις υπέρ της κοινωνίας και την ίδια ώρα κατακεραυνώνεις την ραθυμία και μια οιονεί εθελοδουλεία του λαού. Του εξήγησα, όσο μπορούσα, στο τηλέφωνο. Τα μεταφέρω κι εδώ.
Εγραψα κάπου ότι ο πρωτάνθρωπος είχε αντικρίσει τη φρίκη ή έκανε φρικώδεις πράξεις. Διευκρινίζω ότι διαχωρίζω την έννοια πρωτάνθρωπος από τον πρωτόγονο· η πρώτη είναι ψυχογενετική, η δεύτερη κοινωνιογενετική. Εγραψα πρωτάνθρωπος και όχι πρωτόγονος. Ας είναι. Δέχομαι την εμμονή του Λ. Στρος, αλλά η επιστημονικότητα του πρωτόγονου είναι περιορισμένη· δεν εμπεριέχει τα μαθηματικά και εγκλωβίζεται στο περιβάλλον, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα μαγικά (άλογα;) στοιχεία.
Σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό, ανέκαθεν αυτός αφορούσε μια ελίτ αρχικώς και στη συνέχεια μυημένους των ανερχόμενων κοινωνικών τάξεων· τελευταία άγγιζε και τη μάζα, προσκολλημένη, όμως, σε προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες, άθυρμα παράλογων φόβων και του λόγου της εξουσίας. Στη φιλοσοφία και την επιστήμη ελάχιστοι είχαν (έχουν;) πρόσβαση (στα μαθηματικά και τη γραφή εννοείται). Στην τραγωδία και την κωμωδία συμμετείχαν οι αστοί, ας πούμε σήμερα στη ζωγραφική, τη γλυπτική, την ποίηση. Οι αγρότες πού να βρουν χρόνο να κατεβούν στο άστυ· πέθαιναν στη δουλειά, πλήρωναν φόρους, τους πήγαιναν σε πολέμους. Το μόνο που έκαναν ήταν να ξεδίνουν σε άξεστες ως επί το πλείστον διασκεδάσεις που χαρακτηρίζουν κάθε χωριό.
Επιτίθεμαι λοιπόν, σ’ αυτή την απάτη, σ’ αυτόν τον γελοίο διαχωρισμό αστών και αγροτών τον οποίο έχει αποδεχτεί σύμπασα η κοινοβουλευτική ανθρωπότητα. Ο διαχωρισμός έχει προέλθει από την εξουσία· αυτόν (προσπαθώ και) στηλιτεύω, λάτρης ων του προφορικού πολιτισμού και του μεσογειακού φωτός, διότι όσοι συμμετέχουν σ’ αυτά οφείλουν να βρίσκονται σε διαρκή επαγρύπνηση.
Αντιλαμβάνομαι τη σοφία (ή μήπως ανάγκη;) των απαγορεύσεων, την κλοπή των γυναικών από πολεμικούς λαούς, την καταδίκη της αιμομιξίας (όχι όμως μεταξύ βασιλικών οίκων, όλοι καταλαβαίνουμε γιατί), την ανταλλαγή δώρων, αλλά δεν χρειάζεται να συνεχίσω, έτσι ακριβώς είπα στον φίλο καθηγητή, διότι υπερβαίνεται η δημοσιογραφική λυσιτέλεια. Εννοώ, είπαμε κι άλλα, σ’ έντονο μάλιστα ύφος, αλλά καληνυχτιστήκαμε ηπίως.
Είπαμε τελοσπάντων για το κλίμα και τη γεωγραφία του τόπου, αναγνωρίζουμε ότι παίζουν σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση κοινωνιών και πολιτικής διακυβέρνησης, αλλά δεν είναι η αρχή και το τέλος των αναλύσεων. Είναι σημαντικά κλειδιά για να ανοίξουν κλειστές θύρες, αλλά υπάρχουν κι άλλες κλείδες, κι άλλες θύρες, αλλά αυτά είναι θέματα των ειδικών. Μ’ ενημέρωσε ότι θα με διαφωτίσει εάν θέλω να μάθω κι άλλα για τις πρώτες κοινωνίες. Δεν τόλμησα να του αντιπροτείνω ότι μ’ ενδιαφέρουν οι τελευταίες, σήμερα· αυτό μάλλον σημαίνει ότι κάτι με τρώει και του απάντησα καταφατικά. Οταν φωτιστώ επαρκώς, θα επανέλθω· γεροί να ’μαστε, λίγο αισιόδοξοι και αυτάρκεις. (Αυτάρκεις;)